Προσπαθώντας να ξεφύγει από τους πιστωτές του, ο αποτυχημένος σεναριογράφος Τζο Γκίλις καταλήγει στην έπαυλη της Νόρμα Ντέσμοντ, μιας ξεπεσμένης σταρ του κινηματογράφου που λαχταρά την επάνοδό της στο Χόλιγουντ. Εκείνη τον προσλαμβάνει για να επιμεληθεί το σενάριό της, τον ερωτεύεται σε αρρωστημένο βαθμό και οδηγεί και τους δύο στην καταστροφή.
Πίσω απ’ όλα, το μη κατηγοριοποιήσιμο αριστούργημα του Μπίλι Γουάιλντερ, περιγράφει τη γέννηση και το θάνατο ενός άστρου. Και, όπως τα πάντα στη ζωή μας στήνουν ένα χορό ως κύκλοι ομόκεντροι, ο θάνατος ενός άστρου στο σύμπαν του Χόλιγουντ αντιστοιχεί τα στάδιά του με το μεγαλοπρεπή θάνατο ενός άστρου στο χωρικό μας σύμπαν. Πριν την έκρηξη που θα σημάνει τον οριστικό του θάνατο, το άστρο μετατρέπεται σε έναν κόκκινο γίγαντα, την πιο εντυπωσιακή και φαντασμαγορική του μορφή, το, τρόπον τινά, αισθητικό του ζενίθ. Έχοντας ήδη κάνει αρκετά βήματα στο δεύτερο (και τελευταίο) μισό της ζωής της, το πρώην αστέρι του βωβού κινηματογράφου, Νόρμα Ντέσμοντ, ονειρεύεται την επιστροφή της στο Χόλιγουντ με μια υπερπαραγωγή που θα την κρατήσει στην ιστορία. Ονειρεύεται τη γιγάντωση πριν την έκρηξη δηλαδή, το οριστικό θρόνιασμα στο κινηματογραφικό πάνθεον από το οποίο αποκαθηλώθηκε με -ποιόν άλλο;- το χρόνο. Και το πάνθεον δε χωράει παρακμή, αλλά μόνο τη λάμψη των αστέρων του, που συνεχίζει να φωτίζει μετά το θάνατό τους. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το σινεμά: η τέχνη που παγώνει το χρόνο σε πρόσωπα, σε λόγια, σε εικόνες.
Στον αναφορικό λαβύρινθο μιας από τις δοκιμιακά πολυπλοκότερες ταινίες που έγιναν ποτέ, η ματιά στο εσωτερικό του μύθου καταλήγει με ακρίβεια στο βαθύτερο σκοτάδι. Πίσω από τις αυλαίες και το πανί του σινεμά, κρύβονται μούμιες που ζουν βουτηγμένες στην αυταπάτη, την παραίσθηση, τη ματαιοδοξία. Αστέρια που ονειρεύονται πως ζουν, ενώ παίρνουν τη σειρά τους στη γραμμή που χαράσσει το σύστημα για αυτά: ρούχα, φιλανθρωπίες, επιλογές, συνεντεύξεις, όλα υπό το γράμμα του συστημικού “νόμου”. Ονόματα που πηγαινοέρχονται, εξώφυλλα, σκάνδαλα, η ημερήσια διάταξη κάθε αστέρα που σέβεται το όνομά του - το όνομα που έχτισε γι’ αυτόν το Χόλιγουντ.
Στην εποχή του βωβού αλλά και ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες μετά την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου, οι ηθοποιοί δεν απολάμβαναν απλώς την εκτίμηση και την αγάπη των θαυμαστών τους, αλλά λατρεύονταν σαν ιέρειες μιας θρησκείας εν τη γενέσει της. Ήταν μορφές θεϊκές, αψεγάδιαστες, φορείς μιας απρόσιτης τελειότητας που φρόντιζε για την ευλαβική τήρηση της απόστασης από το κοινό τους. Τα χρόνια όμως της αποχαύνωσης πέρασαν, το σινεμά ωρίμασε και επανεκτιμήθηκε ως η τέχνη των τεχνών. Οι παλιές φιγούρες παραμερίζονταν καθώς μια μήτρα αναπαρήγαγε αδιάλειπτα νέα είδωλα που όφειλαν να ενσωματωθούν, να κάνουν το δικό τους κύκλο. Ο Γουάιλντερ βομβάρδισε το 1950 το αμερικανικό σινεμά που σκανδαλίστηκε από την πραγματική αντανάκλαση της βιομηχανίας σε ένα μόνο φιλμ που περιείχε ιδιοφυώς τα πάντα. Η ηθική βύθιση στη διαφθορά του πλούτου και τη ματαιοδοξία, βουτιά που ο Γκίλις του έξοχου Γουίλιαμ Χόλντεν κάνει δίχως σκέψη κλείνοντας τον εαυτό του στη φυλακή του ονείρου που κατέληξε εφιάλτης, μπλέκεται με τη νουαρική άποψη για τον έρωτα, όπου το πάθος τυλίγει στις φλόγες τους ήρωές του και όλα μαζί στην παραίσθηση του αιώνιου σταρ που λαμβάνει γράμματα λατρείας για το παρελθόν του. Γεμίζοντας την οθόνη με αναφορές, από τις κέρινες φιγούρες περασμένων βασιλιάδων του βωβού (Μπάστερ Κίτον, Άννα Νίλσον) και τις υπερβολικές υπερπαραγωγές του Σέσιλ Μπ. ΝτεΜίλ, στον πρώην σκηνοθέτη και νυν μπάτλερ της Νόρμα Ντέσμοντ (τον ενσαρκώνει ο Έριχ Φον Στρόχαϊμ, που στην πραγματικότητα είχε σκηνοθετήσει την Γκλόρια Σουάνσον ως Βασίλισσα Κέλι και ήδη στα 1950 ουδείς γνώριζε τι απέγινε), η Λεωφόρος της Δύσεως γράφει πολιτιστική ιστορία και καταλήγει πως οι ταινίες είναι που μίκρυναν και δε χωράνε τη λάμψη των αστέρων τους. Ως λανθάνουσα σινεφιλία δηλαδή, το αριστούργημα του Γουάιλερ μπορεί να κοιτάζει νοσταλγικά στο σινεμά του παρελθόντος, ωστόσο παραμένει μια διαβρωτική σάτιρα πάνω στον άνθρωπο πίσω από το θεό και ακροβατεί στο κυκλωτικό θρίλερ ενός αδιέξοδου συστήματος που φυλακίζει τα όνειρα για να μένει ζωντανό.
Όπως είναι επόμενο σε μια ευθεία πορεία προς τον ηθικό θάνατο, θα έρθει και ο φυσικός θάνατος του Γκίλις (που, σε μια μοναδικά πρωτοποριακή ιδέα για την εποχή, είναι και ο αφηγητής της ταινίας), η δολοφονία του από τη Νόρμα που δε δέχεται την εγκατάλειψη του σκοτεινού αντικείμενου του πόθου της, αλλά και του κοινού που τη λάτρεψε (“Κανένας δεν εγκαταλείπει ένα αστέρι”), όσο εκείνη επιμένει να ετοιμάζεται για το κοντινό της, ίσως σε μια εκ των σημαντικότερων σκηνών στην κινηματογραφική ιστορία που κρύβει ένα παιχνίδισμα φιλοσοφίας πάνω στο σινεμά: Κατάδυση στην παράνοια ως ύστατη (ή μοναδική;) ευτυχία μετά την πλάνη ή το στήσιμο μιας ερμηνευτικής υπερβολής σε ένα μυθικό πλάνο που μαρτυρά την κατασκευή του μύθου;
Πίσω απ’ όλα, το μη κατηγοριοποιήσιμο αριστούργημα του Μπίλι Γουάιλντερ, περιγράφει τη γέννηση και το θάνατο ενός άστρου. Και, όπως τα πάντα στη ζωή μας στήνουν ένα χορό ως κύκλοι ομόκεντροι, ο θάνατος ενός άστρου στο σύμπαν του Χόλιγουντ αντιστοιχεί τα στάδιά του με το μεγαλοπρεπή θάνατο ενός άστρου στο χωρικό μας σύμπαν. Πριν την έκρηξη που θα σημάνει τον οριστικό του θάνατο, το άστρο μετατρέπεται σε έναν κόκκινο γίγαντα, την πιο εντυπωσιακή και φαντασμαγορική του μορφή, το, τρόπον τινά, αισθητικό του ζενίθ. Έχοντας ήδη κάνει αρκετά βήματα στο δεύτερο (και τελευταίο) μισό της ζωής της, το πρώην αστέρι του βωβού κινηματογράφου, Νόρμα Ντέσμοντ, ονειρεύεται την επιστροφή της στο Χόλιγουντ με μια υπερπαραγωγή που θα την κρατήσει στην ιστορία. Ονειρεύεται τη γιγάντωση πριν την έκρηξη δηλαδή, το οριστικό θρόνιασμα στο κινηματογραφικό πάνθεον από το οποίο αποκαθηλώθηκε με -ποιόν άλλο;- το χρόνο. Και το πάνθεον δε χωράει παρακμή, αλλά μόνο τη λάμψη των αστέρων του, που συνεχίζει να φωτίζει μετά το θάνατό τους. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το σινεμά: η τέχνη που παγώνει το χρόνο σε πρόσωπα, σε λόγια, σε εικόνες.
Στον αναφορικό λαβύρινθο μιας από τις δοκιμιακά πολυπλοκότερες ταινίες που έγιναν ποτέ, η ματιά στο εσωτερικό του μύθου καταλήγει με ακρίβεια στο βαθύτερο σκοτάδι. Πίσω από τις αυλαίες και το πανί του σινεμά, κρύβονται μούμιες που ζουν βουτηγμένες στην αυταπάτη, την παραίσθηση, τη ματαιοδοξία. Αστέρια που ονειρεύονται πως ζουν, ενώ παίρνουν τη σειρά τους στη γραμμή που χαράσσει το σύστημα για αυτά: ρούχα, φιλανθρωπίες, επιλογές, συνεντεύξεις, όλα υπό το γράμμα του συστημικού “νόμου”. Ονόματα που πηγαινοέρχονται, εξώφυλλα, σκάνδαλα, η ημερήσια διάταξη κάθε αστέρα που σέβεται το όνομά του - το όνομα που έχτισε γι’ αυτόν το Χόλιγουντ.
Στην εποχή του βωβού αλλά και ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες μετά την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου, οι ηθοποιοί δεν απολάμβαναν απλώς την εκτίμηση και την αγάπη των θαυμαστών τους, αλλά λατρεύονταν σαν ιέρειες μιας θρησκείας εν τη γενέσει της. Ήταν μορφές θεϊκές, αψεγάδιαστες, φορείς μιας απρόσιτης τελειότητας που φρόντιζε για την ευλαβική τήρηση της απόστασης από το κοινό τους. Τα χρόνια όμως της αποχαύνωσης πέρασαν, το σινεμά ωρίμασε και επανεκτιμήθηκε ως η τέχνη των τεχνών. Οι παλιές φιγούρες παραμερίζονταν καθώς μια μήτρα αναπαρήγαγε αδιάλειπτα νέα είδωλα που όφειλαν να ενσωματωθούν, να κάνουν το δικό τους κύκλο. Ο Γουάιλντερ βομβάρδισε το 1950 το αμερικανικό σινεμά που σκανδαλίστηκε από την πραγματική αντανάκλαση της βιομηχανίας σε ένα μόνο φιλμ που περιείχε ιδιοφυώς τα πάντα. Η ηθική βύθιση στη διαφθορά του πλούτου και τη ματαιοδοξία, βουτιά που ο Γκίλις του έξοχου Γουίλιαμ Χόλντεν κάνει δίχως σκέψη κλείνοντας τον εαυτό του στη φυλακή του ονείρου που κατέληξε εφιάλτης, μπλέκεται με τη νουαρική άποψη για τον έρωτα, όπου το πάθος τυλίγει στις φλόγες τους ήρωές του και όλα μαζί στην παραίσθηση του αιώνιου σταρ που λαμβάνει γράμματα λατρείας για το παρελθόν του. Γεμίζοντας την οθόνη με αναφορές, από τις κέρινες φιγούρες περασμένων βασιλιάδων του βωβού (Μπάστερ Κίτον, Άννα Νίλσον) και τις υπερβολικές υπερπαραγωγές του Σέσιλ Μπ. ΝτεΜίλ, στον πρώην σκηνοθέτη και νυν μπάτλερ της Νόρμα Ντέσμοντ (τον ενσαρκώνει ο Έριχ Φον Στρόχαϊμ, που στην πραγματικότητα είχε σκηνοθετήσει την Γκλόρια Σουάνσον ως Βασίλισσα Κέλι και ήδη στα 1950 ουδείς γνώριζε τι απέγινε), η Λεωφόρος της Δύσεως γράφει πολιτιστική ιστορία και καταλήγει πως οι ταινίες είναι που μίκρυναν και δε χωράνε τη λάμψη των αστέρων τους. Ως λανθάνουσα σινεφιλία δηλαδή, το αριστούργημα του Γουάιλερ μπορεί να κοιτάζει νοσταλγικά στο σινεμά του παρελθόντος, ωστόσο παραμένει μια διαβρωτική σάτιρα πάνω στον άνθρωπο πίσω από το θεό και ακροβατεί στο κυκλωτικό θρίλερ ενός αδιέξοδου συστήματος που φυλακίζει τα όνειρα για να μένει ζωντανό.
Όπως είναι επόμενο σε μια ευθεία πορεία προς τον ηθικό θάνατο, θα έρθει και ο φυσικός θάνατος του Γκίλις (που, σε μια μοναδικά πρωτοποριακή ιδέα για την εποχή, είναι και ο αφηγητής της ταινίας), η δολοφονία του από τη Νόρμα που δε δέχεται την εγκατάλειψη του σκοτεινού αντικείμενου του πόθου της, αλλά και του κοινού που τη λάτρεψε (“Κανένας δεν εγκαταλείπει ένα αστέρι”), όσο εκείνη επιμένει να ετοιμάζεται για το κοντινό της, ίσως σε μια εκ των σημαντικότερων σκηνών στην κινηματογραφική ιστορία που κρύβει ένα παιχνίδισμα φιλοσοφίας πάνω στο σινεμά: Κατάδυση στην παράνοια ως ύστατη (ή μοναδική;) ευτυχία μετά την πλάνη ή το στήσιμο μιας ερμηνευτικής υπερβολής σε ένα μυθικό πλάνο που μαρτυρά την κατασκευή του μύθου;
Πάνος Τράγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου