Η αδιαφορία των γονιών του και η άδικη και αυταρχική συμπεριφορά των δασκάλων, οδηγούν τον 13χρονο Αντουάν Ντουανέλ σε μια ολοκληρωτική φυγή από την καταπίεση όλων όσων συνθέτουν την καθημερινότητά του.
Το 1959 και μόλις στα 27 του χρόνια, ο θεωρητικός του σινεμά, Φρανσουά Τριφό, παρακινείται από τον Αντρέ Μπαζέν να γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία. Ο Μπαζέν γνωρίζει πως πίσω από το μαθητή του στην κατανόηση της κινηματογραφικής εικόνας, κρύβεται ένας φιλόσοφος της καθημερινότητας. Ο Τριφό δέχεται το στοίχημα και από τις πένες των Κινηματογραφικών Τετραδίων μετακομίζει πίσω από την κάμερα. Η νουβέλ βαγκ γεννιέται ανάμεσα στους δύο πόλους της: το πολιτικό, στρατευμένο σινεμά του πιστού αριστερού Ζαν Λικ Γκοντάρ και τον ποιητικό λόγο και κοινωνικό προβληματισμό του Φρανσουά Τριφό.
Κανείς δεν μπορεί να ζήσει με ενοχές. Κι όσο αυτές μας φορτώνονται στους ώμους, τόσο εμείς προσπαθούμε σπασμωδικά να τις απωθήσουμε. Με εκκίνηση τη βασική θέση αυτής της κοσμοθεωρίας του ο Τριφό ανακαλεί τις μνήμες μιας παιδικής ηλικίας που βρέθηκε πρόωρα στη σκληρή ενηλικίωση και ρίχνει καταμεσής ενός κόσμου που βιάζεται να ζήσει δίχως τις σκοτούρες των ενοχών το μοναδικό πλάσμα που αδυνατεί να αντιληφθεί το γύρω του: ένα παιδί. Από την έναρξή της, η ιστορία της καταπίεσης που οδηγεί στη φυγή προς το άπειρο (άρα και το άγνωστο) ενός εκ των πιο συγκλονιστικών φινάλε στην ιστορία του σινεμά, δεν είναι παρά η απόδραση από έναν κόσμο που ο πρωταγωνιστής του αδυνατεί να κατανοήσει. Ξεκινώντας από την ατυχία (και όλοι όσοι φιλοσοφούν πάνω στο ζήτημα της ίδιας της ζωής συγκλίνουν τις απόψεις τους στη θεμελιώδη σημασία της τύχης σε αυτή), ο 13χρονος Αντουάν στην πρώτη κινηματογραφική σκηνή του φυσικού του περιβάλλοντος ως παιδί τιμωρείται σκληρά για την τύχη του και μόνο: η φωτογραφία μιας ημίγυμνης γυναίκας που σκανδαλίζει τα αυστηρά ήθη των Παρισίων της δεκαετίας του ‘50, έχει κάνει το γύρο της τάξης στα χέρια των εφήβων μαθητών της πριν πέσει σε αυτά του Αντουάν - και μαζί, σε ένα καταστροφικό timing, στην αντίληψη του δασκάλου που τον τιμωρεί άμεσα. Αργότερα στο σπίτι ο Αντουάν οφείλει να δουλέψει υπερωρίες στήνοντας το τραπέζι για τους γονείς του που θα γυρίσουν κουρασμένοι από τις εργασίες τους και θα τον ανταμείψουν με περισσή αδιαφορία: η μητέρα θα αυτοθαυμαστεί στον καθρέφτη και ο πατέρας, αφού τσακωθεί μαζί της και αναθεματίσει την ίδια και το γιο της, θα επιστρέψει στις αγαπημένες του ασχολίες. Ο Αντουάν υπακούει και ακόμα δεν καταλαβαίνει.
Πριν την πλήρη βύθιση σε ένα σύμπαν ολότελα άγνωστο, μια ατυχής συνάντηση θα αντιστρέψει (και πάλι ακατανότητα) τις συμπεριφορές των γονιών του Αντουάν. Ο πλακατζής και συμπονετικός πατέρας θα φτάσει στα όρια της αντοχής του για την παραβατική συμπεριφορά του μικρού και η αδιάφορη και εγωίστρια μητέρα θα πλησιάσει το σπλάχνο της με πρωτοφανές ενδιαφέρον. Για άλλη μια φορά, το παράλογο ενήλικο σύμπαν είναι μακριά από όσα το μυαλό ενός 13χρονου αλητάκου μπορεί να φανταστεί. Μοναδικός τόπος συνάντησης της κουλτούρας της πόλης και του ανοιχτού, σαν τον ορίζοντα της θάλασσας, μυαλού ενός εφήβου που διψά για ζώη, το σινεμά. Εκεί που στη φαντασία επιτρέπεται να κλέψει πατώντας στα όρια της πραγματικότητας. “Το σινεμά με έσωσε από το έγκλημα” ομολογεί ο Τριφό σε μια συνέντευξη αργότερα, αφήνοντας ωστόσο ασαφή την έννοια της πρότασής του. Το σινεμά ως σωτηρία για το δημιουργό ή το θεατή;
Οι ενοχές πλημμυρίζουν το δράμα στην οθόνη μας και ενώ, παρά την πλήρη απουσία υποκειμενικού πλάνου (κι ας μας παρασύρει η περίτεχνη κίνηση της κάμερας στις αρχές μερικών σκηνών, κάτι με το οποίο φαντάζομαι ο Τριφό θα γελούσε πολύ), όλη η ταινία είναι η ματιά του Αντουάν στον κόσμο, καμία από αυτές δεν πηγάζει από το εσωτερικό αυτού. Είναι οι ενοχές εκείνες που μας φορτώνονται από την ιστορία της καταπίεσης, της αδιαφορίας, της κλωνοποίησης της συμπεριφοράς που αναζητούμε σε έναν κόσμο ετερόκλιτων προσωπικοτήτων, της καθημερινότητας που βιώνεται αντικειμενικά, των χαμένων ονείρων, του τρεχαλητού και της απόδρασης προς το άπειρο και το άγνωστο της θάλασσας και του ορίζοντα, πριν προλάβουμε να στρέψουμε το βλέμμα αποφεύγοντας μια οπτική επαφή που θα μας γεμίσει με τις δικές μας ενοχές. Και μόνο.
Πάνος Τράγος
1 σχόλιο:
σκληρο αληθινο ενα μαστ για τους σινεφιλ και οχι.
αναρωτιεσαι γιατι; ... δεν παιρνεις απάντηση
Δημοσίευση σχολίου