Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part X

10) 25th Hour (2002), του Spike Lee
Πίσω από το τραύλισμα οργής που επιφυλάσσει η επιφάνεια της σκηνοθεσίας του Lee και πέρα από το πανταχού παρόν ground zero που τυλίγει την Νέα Υόρκη σαν μια μαύρη τρύπα, η 25η είναι η ώρα όπου καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τις επιλογές μας, είναι η στιγμή που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε, είναι το τώρα της προσωπικής ευθύνης που μας έπιασε απροετοίμαστους. Όλα όσα θα μπορούσαμε να έχουμε αλλά χάθηκαν για πάντα, θα στέκουν ως υπενθύμιση του χρέους.

9) Inglourious Basterds (2009), του Quentin Tarantino
Ο πιο δημοφιλής σκηνοθέτης της άλλης πλευράς του Ατλαντικού περιφρονεί επιδεικτικά τις συμβάσεις του καθιερωμένου σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου: χορογραφημένα μονοπλάνα και λήψεις μακράς διάρκειας αντί για κοφτό μοντάζ, προώθηση της αφήγησης μέσω του διαλόγου και όχι μέσω σκηνών δράσης, φορμαλιστικοί πειραματισμοί (το «μονόπρακτο» της La Louisiane) και αδιαφορία προς κάθε μορφή πολιτικής ορθότητας. Ο Tarantino είναι ένας auteur που γεννήθηκε και ζει μέσα στο ίδιο το σινεμά, γυρίζοντας ταινίας με την άνεση που κάποιος αναπνέει. Και το Inglourious Basterds είναι το αριστούργημά του.

8) Das Weisse band (2009), του Michael Haneke
Σε μια έξοχη εκδήλωση κινηματογραφικής διακειμενικότητας, η Λευκή Κορδέλα του Haneke γυρίζει πίσω στο χρόνο και αναζητά τις ρίζες του σκοταδιού και του απροσδιόριστου κακού που κυριαρχεί στο σημερινό κόσμο όπως αντικατοπτρίζεται στον μοντερνισμό ταινιών σαν το Zodiac και το No Country for Old Men. Δεν προσφέρει φυσικά απαντήσεις, απλά ελπίζει ότι το μάτι του θεατή θα διακρίνει τις γκρίζες περιοχές στα κοφτερά ασπρόμαυρα κάδρα του. Πρόκειται για μια ανεπανάληπτη περίπτωση πλήρως ανοιχτού κινηματογράφου, μια πραγματική επανάσταση για την έβδομη τέχνη.

7) No Country for Old Men (2007), των Joel και Ethan Coen
Σε ένα πρώτο επίπεδο, ένα αριστοτεχνικό θρίλερ αμείωτης έντασης αλλά και εύστοχων παρεμβάσεων κωμικής ανακούφισης. Κοιτώντας όμως πιο προσεχτικά, ξεδιπλώνεται το απαισιόδοξο σχόλιο δύο δημιουργών που έχουν αναγάγει σε τέχνη την υπόγεια ειρωνεία και τον μελαγχολικό σαρκασμό. Παρελθόν, παρόν και μέλλον συγκεντρώνονται σε τρεις χαρακτήρες - καθρέφτες για την ανησυχητική πορεία ενός κόσμου που πνίγεται σε ένα αδιευκρίνιστο σκοτάδι. Χωρίς από μηχανής θεούς ή οποιαδήποτε άλλη ανώτερη δύναμη, παραδομένος στον παραλογισμό και το τυχαίο. Ακόμα και όσοι προσπάθησαν να τον κατανοήσουν, έχουν τώρα πια ξυπνήσει. And then I woke up…

6) In the mood for love (2000), του Wong Kar Wai
Δεν ωφελεί να γνωρίσεις τον κατάλληλο λίγο πριν ή λίγο μετά. Ένα βράδυ μέσα στο ταξί κίνησε το χέρι του προς το δικό της, μα εκείνη τραβήχτηκε. Και όταν αυτή έγειρε προς το μέρος του, εκείνος δίστασε. Και η ευκαιρία χάθηκε. Η στιγμή όμως έμεινε. Σαν μια ανοιχτή πληγή. Μια αγάπη υπάρχει έστω και αν δεν προσφέρει απτές αποδείξεις εκτός από ένα φευγαλέο άγγιγμα; Σε ένα κλειστό σαν κοχύλι σύμπαν εκατομμυρίων συναισθημάτων γεννημένων κάτω από το τρεμάμενο φως μιας ετοιμοθάνατης λάμπας, το πάθος γνώρισε την αποθέωσή του στα φορέματα της Maggie Cheung και στο βλέμμα του Tony Leung.

5) The Aviator (2004), του Martin Scorsese
Ο Martin επανέρχεται στο αγαπημένο του μοτίβο και χαρτογραφεί την άνοδο και την πτώση του Howard Hughes σαν ήρωα αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Παρασυρμένος από τις διεργασίες ενός αχαλιναγώγητου μυαλού, βρίσκει την ευκαιρία να αναστήσει στο σελυλόιντ τη χρυσή εποχή του Hollywood, δείχνοντας παράλληλα το μέγεθος του προσωπικού κόστους για έναν άνθρωπο – δημιουργό. Αμίμητο σε τεχνικό επίπεδο, κατορθώνει να αιχμαλωτίσει και σε ένα βαθύτερο, προσωπικό, χάρη στην ερμηνεία καριέρας του Leonardo DiCaprio. Το Citizen Kane του νέου αιώνα.

4) Caché (2005), του Michael Haneke
Τι θα συνέβαινε εάν η συνείδησή μας κρατούσε μια κάμερα και κατέγραφε όλα όσα θέλουμε να κρύψουμε; Ο Haneke συνδυάζει την κλινική του ματιά με μία φόρμα σαφώς πιο αφηγηματική από κάθε προηγούμενη ταινία του και ξεδιπλώνει με ανατριχιαστική ακρίβεια το ζήτημα της ατομικής και συλλογικής ενοχής στο δυτικό κόσμο που χτίστηκε πάνω στη βία και το ψέμα.

3) Zodiac (2007), του David Fincher
Άμεσος απόγονος της πολανσκικής Chinatown, το αριστούργημα του Fincher είναι ένα ανεπανάληπτο επίτευγμα αφηγηματικής πυκνότητας και κινηματογραφικού εστετισμού. Μέσα από την καταστρεπτική εμμονή των τριών ηρώων του, ο σκηνοθέτης βρίσκει το όχημα για να βυθιστεί στη δική του και παρουσιάζει πλάνο προς πλάνο την πιο λατρεμένα κατασκευασμένη (και άκρως στυλιζαρισμένη) ταινία που θα μπορούσε να υπάρξει.

2) The Fountain (2006), του Darren Aronofsky
Η αγάπη μέσα στο χρόνο, όπλο και καταδίκη σε μια μάχη ανώφελη. Η άρνηση της αποδοχής σε καλεί σε απόδειξη πριν η «αρρώστια» σε προφτάσει. Από τη θέση του οδηγού, η ηχώ της προσταγής της Izzy δεσπόζει σε μια ταινία που θα μπορούσε να είναι απλώς φιλόδοξη αν δεν ήταν τόσο γεμάτη από τον έρωτα ενός δημιουργού που συνάντησε το σινεμά ακριβώς για να μας προσφέρει αυτό το μοναδικό αριστούργημα.

1) 2046 (2004), του Wong Kar Wai
Για όσους θέλουν αλλά πλέον αδυνατούν να αγαπήσουν. Για όσους δεν μπορούν να κάνουν ένα βήμα προς το μέλλον χωρίς αυτό να πλημμυρίζει από το παρελθόν. Για όσους επιζητούν απεγνωσμένα μία «άψυχη» κρυψώνα για τα μυστικά που βαραίνουν την καρδιά. Για την φωτογραφική πανδαισία του Christopher Doyle, για τις οδυνηρά λυτρωτικές νότες του Shigeru Umembayasi. Για την εύθραυστη ομορφιά της Zhang Ziyi, τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια της Faye Wong, το αινιγματικό βλέμμα της Gong Li. Και φυσικά για το νικημένο από τη ζωή μειδίαμα του Toni Leung. Μας έχω κρατήσει για πάντα θέση στο πρώτο βαγόνι…

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part IX


20) Werckmeister Harmoniak (2000), του Béla Tarr
Βασιζόμενος για μία ακόμα φορά σε σενάριο του Laszlo Krasznahorkai (από μυθιστόρημα του ιδίου), ο κορυφαίος Ούγγρος σκηνοθέτης παρακάμπτει ξανά κάθε συμβατική έννοια αφήγησης προς όφελος μίας πραγματικής σύλληψης του χρόνου και παραδίδει ένα αφοπλιστικό ποίημα για τις συνέπειες της δημαγωγίας, της τυφλής υπακοής της μάζας και το τέλος του πολιτισμού μας.

19) The Three Burials of Melquiades Estrada (2005), του Tommy Lee Jones
Μία ιστορία άσπονδης φιλίας, μία θανατερή πορεία προς την μετάνοια και τον εξαγνισμό και ένα εξαιρετικό παράδειγμα εκμοντερνισμού του αρχαιότερου κινηματογραφικού είδους, οι Τρεις Ταφές αναδεικνύονται στο καλύτερο σκηνοθετικό ντεμπούτο της δεκαετίας, προερχόμενο από έναν παλιό καλό φίλο που, ακόμα ρομαντικός τότε, επέμενε να αναζητεί την πατρίδα του.

18) Vicky Cristina Barcelona (2008), του Woody Allen
Στα 73 του χρόνια, ο Woody διδάσκει πως με αφηγηματική λιτότητα και σκηνοθετική σιγουριά χτίζεται μια μοντέρνα κωμωδία ηθών. Με όχημα τον Juan Antonio και την Maria Elena, δύο εκ των κορυφαίων γουντυαλλενικών χαρακτήρων στην ιστορία, θα σαρκάσει τις καθημερινές μας φοβίες και τον καλά κρυμμένο μας συντηρητισμό και θα υμνήσει το πάθος σε κάθε του έκφραση.

17) Il Divo (2008), του Paolo Sorrentino
Φιλμ – σταθμός στο πολιτικό σινεμά, η ποπ όπερα του βιρτουόζου Sorrentino αφουγκράστηκε πρώτη απ’ όλους το πολιτικό σκηνικό που αξίζει και παίρνει ο σύγχρονος δυτικός κόσμος. Με την απαιτούμενη ελαφρότητα, καθιστά τον θεατή ένοχο για την εύκολη ικανοποίησή του με άρτο και θέαμα και όταν το show τελειώνει, η προσωπογραφία της διαφθοράς (μέσω του Andreotti και, κυρίως, μέσα από τη συγκλονιστική σωματική ερμηνεία του Toni Servillo) εξακολουθεί να στοιχειώνει ως εγχειρίδιο επιβίωσης στην εξουσία και ως ένα πολύτιμό μάθημα για εκλογείς και εκλεγμένους.

16) Kill Bill (2003/04), του Quentin Tarantino
Σε μια αποθέωση σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ, κόμικ υπερβολής και αφηγηματικής δεξιοτεχνίας, το πλήρες Kill Bill αποτελεί πριν από οτιδήποτε άλλο μια γιορτή του κινηματογράφου. Απόδειξη της αυτονομίας και της αυτάρκειάς του ως τέχνης, 240 και βάλε καταιγιστικά λεπτά στηρίζονται εξολοκλήρου σε μύθους του ίδιου του σινεμά που αναγεννώνται από τον σκηνοθέτη με το χρυσό άγγιγμα – αυτό που μετατρέπει φτηνές pop μυθολογίες σε ξεσηκωτικό πανηγύρι εικόνων, χρωμάτων και μουσικής και κορυφώνεται ιδανικά σε μια σαραντάλεπτη λεκτική αντιπαράθεση – αυθάδης διακήρυξη του ταραντινικού μεγαλείου.

15) The Banishment (2007), του Andrei Zvyagintsev
Με την εκφραστική δύναμη μιας θρησκευτικής παραβολής και την σκληρή αφήγηση μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας, το νέο μεγάλο όνομα του ρωσικού κινηματογράφου δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο και εικαστικά εκθαμβωτικό φιλμ που ανταποκρίνεται και ξεπερνά τις προσδοκίες που είχε φέρει το προ τετραετίας ντεμπούτο του («Η Επιστροφή»). Η αποξένωση ανάμεσα στον Alex και την Vera συμβολίζει εκείνη του σύγχρονου ανθρώπου με τον εαυτό του και την απομάκρυνση του από τη Δημιουργό – Φύση. Ο Zvyagintsev έχει την πλήρη ευθύνη του δικού του δημιουργικού ρόλου και στο ευρηματικό και άκρως συγκινητικό τελευταίο μέρος του έργου του, επισημαίνει την επιτακτική ανάγκη να κοιτάξουμε μέσα μας και να γνωρίσουμε.

14) Mystic River (2003), του Clint Eastwood
Με ένα εκλεκτό ensemble cast να αποδίδει τα μέγιστα (Penn και Bacon δύσκολα θα φτάσουν ξανά σε τέτοια ερμηνεία), ο Eastwood στηρίζεται στο μυθιστόρημα του Dennis Lehane και ρίχνεται στα σκοτάδια με τη σιγουριά του βετεράνου και την τόλμη ενός νέου. Αφηγούμενος μια τραγωδία πρωτοφανούς σκληρότητας θα παρουσιάσει την καλύτερη ταινία μιας ούτως ή άλλως εκπληκτικής φιλμογραφίας και θα μιλήσει για εκείνες τις επιλογές που μας ακολουθούν και μας καθορίζουν για μια ζωή.

13) 3-Iron (2004), του Kim Ki Duk
Το εκκεντρικό ζευγάρι των ηρώων αποτελεί το όχημα για να αποθεώσει ο σπουδαίος Κορεάτης δημιουργός την ετερότητα ως πρωταρχικό στοιχείο του έρωτα, λίγο πριν εικονογραφήσει την εξουδετέρωσή της – τη λαχτάρα για την απόλυτη ένωση, εκείνη που σα σκιά ξεγλιστρά από τα κάγκελα της φυλακής και που ζωγραφίζεται στο μηδέν της ζυγαριάς. Υπόκωφα βίαιη, βουβά κωμική, μα απόλυτα ρομαντική, αυτή η σπουδή πάνω στην παράλληλη πορεία και στα σημεία τομής ονείρου και πραγματικότητας, μιλάει ξεχωριστά στον κάθε θεατή ακροβατώντας πάνω σε μια βαθιά συλλογική αλήθεια: είμαστε όλοι άδεια σπίτια, εγκαταλελειμμένα δωμάτια που περιμένουν να κατοικηθούν.

12) Notre musique (2004), του Jean-Luc Godard
Κόλαση – Καθαρτήριο – Παράδεισος: μια πορεία στην οποία ο Godard θα υμνήσει τη διαφορετικότητα στις μελωδίες μας, θα υπογραμμίσει την ευθύνη του δημιουργού και θα συνθέσει ένα συγκινητικό ποίημα για τις ικανότητες της δημιουργίας και της καταστροφής που συνυπάρχουν μέσα μας.

11) There Will Be Blood (2007), του Paul Thomas Anderson
Από την μία, η ιστορία ενός άνδρα, προϊόν και θύμα της εγωπαθούς και καταστρεπτικής ανθρώπινης φύσης, όπως πρώτα την είδε να κυριαρχεί τριγύρω του και έπειτα την άφησε να αναπτυχθεί μέσα του. Από την άλλη, η ιστορία του δυτικού κόσμου στον 20ο αιώνα μέσα από την συνύπαρξη και τη σύγκρουση του καπιταλισμού και της θρησκείας. Και ταυτόχρονα, η ιστορία του ίδιου του σινεμά, από το βωβό εναρκτήριο εικοσάλεπτο μέχρι τα τοπία και τη θεματολογία του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου. Με μια εικονοπλαστική δύναμη που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη και με την αρωγή της σπουδαιότερης ερμηνείας της τρέχουσας δεκαετίας (τουλάχιστον), ο Anderson αφηγείται όλα όσα περικλείονται ανάμεσα στην πρώτη σκηνή (η γέννηση του κόσμου) και στην τελευταία (που θα μπορούσε να αποτελεί το τέλος του) σαν μια ιστορία Αποκάλυψης.


 Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part VIII

30) Public Enemies (2009), του Michael Mann
Ταινία – σταθμός στον τρόπο που παρακολουθούμε κινηματογράφο, το Public Enemies θα μνημονεύεται ως τομή στην αφηγηματική δυναμική της φόρμας. Ο Michael Mann τολμά και φέρνει τη ψηφιακή τεχνολογία σε μια γκανγκστερική ταινία εποχής και η σύλληψη του χρόνου, των ονείρων, της ρομαντικής ματαιοδοξίας συγκεντρώνονται στο βλέμμα του Johnny Depp κάθε φορά που αντικρίζει την αγαπημένη του Billie. Bye-bye blackbird…

29) The Departed (2006), του Martin Scorsese
Ο Martin Scorsese σκηνοθετεί ένα μοντέρνο γκανγκστερικό φιλμ, ο Leonardo DiCaprio αναμετράται με τον Jack Nicholson και το Gimme Shelter συνοδεύει την εκκίνηση σε μια πορεία βίαιης απομάκρυνσης και αιματηρής επανένωσης για τις δυο πλευρές του (στην πραγματικότητα ενός) σκορσεζικού ήρωα/μάρτυρα.

28) Match Point (2005), του Woody Allen
Επανερχόμενος στην ιστορία και την προβληματική του αριστουργηματικού Crimes and Misdemeanors, ο Woody χτίζει ένα πολυεπίπεδο δράμα και με όπλο μια αφηγηματική σιγουριά πρωτόγνωρη για τον ίδιο (και όχι μόνο) κινείται ανάμεσα στα είδη (από την μαύρη κωμωδία μέχρι το θρίλερ) για να περιβάλλει με έναν καίριο σαρκασμό την α-ηθική στάση του ήρωά του.

27) Turtles can fly (2004), του Bahman Ghobadi
Στα σύνορα Τουρκίας και Ιράκ, μια παρέα παιδιών προσπαθεί να επιβιώσει στα συντρίμμια που άφησαν ο Σαντάμ Χουσεΐν και οι βομβαρδισμοί του Μπους του νεότερου. Με εφευρετικότητα και χιούμορ οι μέρες περνούν, αλλά η εξέλιξη είναι προδιαγεγραμμένη για τους κατοίκους αυτής της γωνιάς του πλανήτη. Και αν νομίζατε ότι τα Απαγορευμένα Παιχνίδια του René Clément ήταν συγκινητικά μέσα στην σκληρότητά τους, τίποτα δεν μπορεί να σας προετοιμάσει για το σοκ της ταινίας του Ghobadi.

26) Gomorra (2008), του Matteo Garrone
Πέντε ιστορίες σκληρές και κυνικές, με ήρωες ανθρώπους κάθε ηλικίας, ζωγραφίζουν το πορτρέτο της Camorra και μαζί ολόκληρου του ιταλικού νότου που βυθίζεται στη βία, τη διαφθορά και τη φτώχεια με μαθηματική ακρίβεια. Ένα φιλμ – καταγγελία, γεμάτο σκηνές ανθολογίας χάρη στην αναμφισβήτητη δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη του.

25) The New World (2005), του Terrence Malick
Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με τη Λεπτή Κόκκινη Γραμμή, ο Malick φιλοσοφεί πάνω στη θνητή φύση του ανθρώπου, ζωγραφίζοντας με μια σειρά εκθαμβωτικών πλάνων τα δίπολα έρωτας - θάνατος και φύση – πολιτισμός και μας οδηγεί στην αναπόφευκτη διαπίστωση πως κάθε βήμα προς τα μπροστά δεν μπορεί παρά να μας φέρνει πιο κοντά στο τέλος.

24) L’ Homme du Train (2002), του Patrice Leconte
Ένας συνταξιούχος φιλόλογος και ένας μεσήλικας κακοποιός, άγνωστοι μεταξύ τους, συναντιούνται στο σταθμό του τρένου. Το φαινομενικά ασήμαντο αυτό γεγονός θα οδηγήσει σε μια βαθιά φιλία, σε μια αναθεώρηση της ζωής, σε μια εκ νέου προετοιμασία για το αύριο. Και πάνω απ’ όλα, θα φέρει ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα, ένα υπόδειγμα σκηνοθεσίας ρυθμού και χαρακτήρων.

23) Oldboy (2003), του Park Chan-wook
Η φρεσκάδα και η επινοητικότητα στη σκηνοθεσία συναγωνίζονται τις αναπάντεχες τροπές του σεναρίου και συνθέτουν ένα φιλμ χειμαρρώδες. Ένας δεξιοτεχνικός εφιάλτης προορισμένος να συγκλονίσει αλλά ταυτόχρονα και να ανανεώσει την πίστη μας στην ικανότητα του σινεμά να ξαφνιάζει ακόμα τον σύγχρονο θεατή.

22) All The Real Girls (2003), του David Gordon Green
Το «All the real girls» είναι η τρανή απόδειξη ότι για να φτιάξεις μια υπέροχη ταινία, δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο παρά ένα αγόρι και ένα κορίτσι, αρκεί να έχεις την ειλικρίνεια να κοιτάξεις την ανθρώπινη φύση χωρίς διάθεση αποστασιοποίησης, ωραιοποιητικής ή κατηγορικής. Ένα μοναδικό κινηματογραφικό ποίημα που φέρνει το μεγαλείο του Terrence Malick στα μικρά και καθημερινά.

21) Lust, Caution (2007), του Ang Lee
O κύριος Yee και η Wong Chia Chi θα βρεθούν απροετοίμαστοι να αντικρίζουν το μετέωρο της ύπαρξής τους – χαμένοι στις μεταμφιέσεις στις οποίες εξαναγκάζονται υπηρετώντας μία (κάποια) ιδέα. Ο Ang Lee θα διευθύνει την πτώση τους, σαν μαέστρος σε μια όπερα για ανθρώπινες μαριονέτες.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part VII


40) Sur Mes Lèvres (2001), του Jacques Audiard
Επαναπροσδιορίζοντας τα είδη του φιλμ νουάρ και του θρίλερ, η εξαιρετική σκηνοθεσία του Audiard εγκλωβίζει τον θεατή σε μια πρωτόγνωρη, αισθητικής φύσεως ένταση, έτσι όπως η κάμερά του σαγηνεύεται από τις λεπτομέρειες του σύμπαντος στο οποίο κατοικούν η Carla και ο Paul. Ερμηνείες αναφοράς από την Emmanuelle Devos και τον Vincent Cassel.

39) Antichrist (2009), του Lars von Trier
Επιστρέφοντας το μυστήριο της θηλυκής φύσης στο πρωταρχικό του σπίτι, ο Lars von Trier μεγαλουργεί εικαστικά και μέσα από πολυάριθμες αναφορές παραδίδει μια υποβλητική σπουδή πάνω στην απομάκρυνση του σύγχρονου ανθρώπου από τη Φύση και στην αιώνια μάχη των δύο φύλων.

38) The Wrestler (2008), του Darren Aronofsky
Εκκινώντας από όλα τα κλισέ και τις συμβάσεις του αμερικανικού σινεμά (ως καθρέφτης του περίφημου american dream) και χρησιμοποιώντας τη φόρμα ενός σκληρού και απέριττου δράματος ευρωπαϊκών καταβολών, ο ευφυής Aronofsky παραθέτει μια συγκινητική παραβολή για το δυσνόητο της σύγχρονης, πολυκωδικής καθημερινότητας. Στο επίκεντρο ένας συνταρακτικός Mickey Rourke στο ερμηνευτικό άθλο του να αντιμετωπίζεις τα προσωπικά σου λάθη σε κάθε μελανιά και κάθε σημάδι του ήρωά σου.

37) Nobody knows (2004), του Hirokazu Koreeda
Ο τρόπος που ο Koreeda ταυτίζει με μια σχεδόν ιμπρεσιονιστική διάθεση το βλέμμα της κάμεράς του με αυτό του δωδεκάχρονου Akira είναι συγκλονιστικός, καθώς ο μικρός ήρωας παρακολουθεί με μια πένθιμη αθωότητα τον κόσμο των μεγάλων να αποκαλύπτει την αποκρουστική του φύση.

36) Eloge de l’Amour (2001), του Jean-Luc Godard
Διανύοντας την πέμπτη δημιουργική δεκαετία του, ο Γκοντάρ παραδίδει το σπουδαιότερο, ίσως, φιλμ του αντι-αφηγηματικού κινηματογράφου που ο ίδιος καθιέρωσε και υπογραμμίζει τη σημασία της μνήμης και του «ονόματος» σε έναν κόσμο παραδομένο στους αδίστακτους κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας. Il ne peut y avoir de résistance sans mémoire.

35) Before Sunset (2004), του Richard Linklater
Δέκα χρόνια μετά τη Βιέννη, ο ρομαντισμός μάζεψε τις βαλίτσες του και ετοιμάζεται να αποχωρήσει, την ώρα που ο κυνισμός χτυπάει την πόρτα καλοαναθρεμμένος. Τα μεγάλα όνειρα έγιναν μεγάλες αποφάσεις που βαραίνουν και οι μικρές απολαύσεις είναι πλέον ασήμαντες λεπτομέρειες που στοιχειώνουν. Είναι άραγε πολύ αργά για να αγαπήσεις, για να υπάρξεις; Linklater, Delpy, Hawk και το διαλογικό σινεμά συναντά εδώ την κορύφωσή του.

34) Code Inconnu (2000), του Michael Haneke
Εγκαταλείποντας την καθοδήγηση του θεατή (με απώτερο στόχο την τιμωρία του) του Funny Games, ο Αυστριακός φιλόσοφος/σκηνοθέτης επιστρέφει στη λογική των 71 Συμπτώσεων. Απλώνει στον (αντι)αφηγηματικό του καμβά στιγμιότυπα καθημερινότητας και χωρίς να δίνει απαντήσεις, καλεί τον κάθε θεατή ξεχωριστά να αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα στον οποίο υπακούει η ατομική και η συλλογική Ιστορία.

33) Les Chansons d’ Amour (2007), του Christophe Honoré
Ο Honoré δεν κλείνει τα μάτια του στο σκοτεινό και μελαγχολικό Παρίσι του 21ου αιώνα, ούτε προσποιείται κάποιου είδους τόλμη στην απεικόνιση της ερωτικής ζωής των ηρώων του. Εικονογραφεί απλά την ενθουσιώδη μα προβληματισμένη αγάπη, την απόγνωση της απρόσμενης απώλειας και την επανεμφάνιση της ελπίδας μέσα από τον έρωτα. Και έχει για συντροφιά τραγούδια καταπληκτικά (το ένα καλύτερο από το άλλο) και έναν σπουδαίο Louis Garrel, το εμβληματικό πρόσωπο του σύγχρονου γαλλικού σινεμά. Υπέροχο…

32) Το Λιβάδι που Δακρύζει (2004), του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα μικρά αισθήματα και τις προσωπικές εμπειρίες, έτσι και το έπος της Ιστορίας προδίδεται από τις λέξεις, η ανεπάρκειά των οποίων είναι γνωστή στον Αγγελόπουλο και τους ήρωές του. Η ελλειπτική αφήγηση αντικατοπτρίζει τις ελλειπτικές ζωές και ο θεατής παρακολουθεί μέσα από τα μάτια της Ελένης (κόρη-μητέρα-γυναίκα) την ιστορία της Ελλάδας στον 20ο αιώνα. Εν τέλει, πρόκειται για την ιστορία όλων των ανθρώπων χωρίς σύνορα, καταδικασμένοι καθώς είναι σε διαρκή κίνηση. Το νήμα θα ξετυλίγεται πάντα και σε κάθε λιμάνι όπου κάποια Πηνελόπη θα αποχαιρετά τον Οδυσσέα της.

31) Yi Yi (2000), του Edward Yang
Το κύκνειο άσμα του σημαντικότερου ίσως σκηνοθέτη που ανέδειξε ο κινηματογράφος του Ταϊβάν είναι μια ταιριαστή ανακεφαλαίωση της ξεχωριστής φιλμογραφίας του. Συγκινητικό με μια ειλικρίνεια σπαραχτική, το Yi Yi αποτελεί το σημείο τομής ανάμεσα στον Renoir και τον Altman και κατορθώνει το άπιαστο: ξεπερνάει το μεγαλείο ακόμα και του A Brighter Summer Day, η σπουδαιότερη ασιατική ταινία της δεκαετίας του ’90 κατά τη γνώμη του γραφόντα.



Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part VI



50) L’ Emploi du Temps (2001), του Laurent Cantet
Με την αρωγή μιας συγκλονιστικής πρωταγωνιστικής ερμηνείας, ο Cantet αποδεικνύει πως το πιο καίριο σχόλιο πάνω στους μηχανισμούς και τις επιπτώσεις της σύγχρονης οικονομίας μπορεί να εμφανιστεί μονάχα με τους όρους ενός υπαρξιακού δράματος.

49) A Guide to Recognizing Your Saints (2006), του Dito Montiel
Αμετανόητα σκορσεζικό αλλά αναμφισβήτητα προσωπικό, το Εγχειρίδιο Αναγνώρισης Αγίων δεν είναι μια ακόμα ιστορία ενηλικίωσης αλλά μια δυνατή μαρτυρία των αισθημάτων που εμφανίζονται σαν κοιτάξεις στο παρελθόν. Ο Shia LeBeouf οδηγεί ερμηνευτικά και μας μεταφέρει την μυρωδιά, τους ήχους και την ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’80.

48) Children of Men (2006), του Alfonso Cuaron
Οι Quaron και Lubezki παραδίδουν μαθήματα σκηνοθεσίας και δημιουργούν το απόλυτο μελλοντολογικό θρίλερ. Πριν παρασυρθούν σε μεσσιανικά πρότυπα και στην απαραίτητη για τον μύθο ηρωοποίηση, κατασκευάζουν μια εύστοχη πολιτική αλληγορία και αφήνουν το μέλλον να μοιάζει απειλητικά με το παρόν.

47) The Return (2003), του Andrei Zvyagintsev
Η ξαφνική επιστροφή του, για χρόνια απόντα, πατέρα οδηγεί δυο αδέλφια σε ένα αποκαλυπτικό ταξίδι ενηλικίωσης. Στήνοντας ένα σκηνικό βιβλικών και μεταφυσικών απόηχων, ο Zvyagintsev θα απογειώσει το ντεμπούτο του σε ένα επίπεδο αλληγορικό και θα συγκινήσει απρόσμενα ζωγραφίζοντας σε αξέχαστα κάδρα την θυσία δυο παιδιών που εγκαταλείπουν την αθωότητά τους στα νερά μιας λίμνης.

46) Good Night, and Good Luck (2005), του George Clooney
Με το κομβικό εύρημα της αντιπαραβολής των πλάνων του αληθινού ΜακΚάρθι με εκείνα του ηθοποιού Strathairn, ο Clooney αξιοποιεί υλικά κατεξοχήν κινηματογραφικά για να αναδείξει την καθαρότητα της θέσης του: την ανάγκη για δημοσιογράφους / ανθρώπους σαν τον Edward R. Murrow στη σημερινή εποχή της ατολμίας και της συγκάλυψης.

45) The Circle (2000), του Jafar Panahi
Απαγορευμένο στο Ιράν, η κορυφαία στιγμή στην μέχρι στιγμής καριέρα του Panahi είναι πολύ περισσότερα από ένα φεμινιστικό φιλμ: είναι γνήσιο, καίριο και οξύ πολιτικό σινεμά διαποτισμένο από την ουμανιστική διάθεση ενός καλλιτέχνη σπάνιας ευαισθησίας.



 44) Le Silence de Lorna (2008), των Jean-Pierre και Luc Dardenne
Χωρίς κανένα συμβιβασμό στη γνωστή νατουραλιστική γραφή τους, οι Dardenne αποφασίζουν να δοκιμάσουν ένα σινεμά πιο αφηγηματικό και ταυτόχρονα να αγγίξουν τα χωράφια του σασπένς, με απόλυτη επιτυχία. Έτσι, και με τη βοήθεια ενός εξόχως συμβολικού φινάλε, αναδεικνύονται μια και καλή στους ποιητές των αδυνάμων και των αφανών – εκείνων που η Ιστορία παρέσυρε στο πέρασμά της αναγκάζοντάς τους σε μια ένοχη σιωπή.

43) L’ Instinct de Mort / L’ Ennemi Public no 1 (2008), του Jean-Francois Richet
Αν η ελλειπτική αφήγηση έμοιαζε αναπόφευκτη επιλογή στο χρονικογράφημα του σημαντικότερου Γάλλου γκάνγκστερ της πρόσφατης Ιστορίας, ο Richet δεν αποφεύγει απλώς τις παγίδες της, αλλά αριστεύει σκηνοθετώντας χωρίς ανάσα, από το ασταμάτητο μοντάζ του πρώτου μισού μέχρι το σοφό χαμήλωμα των ρυθμών στο φινάλε. Αφήνει τον Cassel να ξεσαλώσει, συμπαθεί τον ήρωά του χωρίς όμως να διστάζει να τον εκθέσει όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο και τελικά παραδίδει ένα σινεφιλικό θρίαμβο που δε χορταίνει να καλύπτει διαρκώς την απόσταση ανάμεσα στο σινεμά του Scorsese και εκείνο του Melville.

42) Uzak (2002), του Nuri Bilge Ceylan
Ο Μαχμούτ, ο Γιουσούφ και η Κωνσταντινούπολη. Εγκλωβισμένοι στις παγωμένες αποστάσεις, κάθε προσπάθεια εξόδου από τη μοναξιά συντρίβεται κάτω από μια χωρίς επιστροφή παραίτηση στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Το φιλμ που πλησίασε το (άπιαστο) μεγαλείο του Antonioni μέσα στα 00’s από έναν σπουδαίο δημιουργό.

41) Brokeback Mountain (2005), του Ang Lee
Η συναισθηματικά πλημμυρισμένη κάμερα του Lee ακολουθεί δυο κυνηγημένα αγρίμια τα οποία καμιά γωνιά του κόσμου δεν προτίθεται να φιλοξενήσει. Μόνη επιλογή η απάρνηση όσων αγάπησαν, η απάρνηση του ίδιου τους του εαυτού. Μια από τις σπουδαιότερες ερμηνείες της δεκαετίας από τον αδικοχαμένο Heath Ledger.



Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part V

60) Collateral (2004), του Michael Mann
Η υγρασία του νυχτερινού Los Angeles όπως μόνο ο Michael Mann μπορεί να την καδράρει και η περιπλάνηση του μοντέρνου, μοναχικού άντρα στους δρόμους του συνδέουν θεματικά το Collateral με την αριστουργηματική Ένταση. Περισσότερο η μαρτυρία της εσωτερικής σύγκρουσης ενός ήρωα με δύο πρόσωπα (ο ταξιτζής Max και ο ψυχρός δολοφόνος Vincent) παρά ένα τυπικό θρίλερ, το φιλμ σε κερδίζει με την ειλικρινή και αμερόληπτη αντιπαράθεση των δύο πόλων της.

59) Three Times (2005), του Hou Hsiao-Hsien
Από την νοσταλγική αθωότητα της δεκαετίας του ’60, πίσω στους ασφυκτικούς κλειστούς χώρους των αρχών του περασμένου αιώνα και, τέλος, μέχρι την μοντέρνα ανία του σήμερα, η επική ελεγεία του σπουδαίου Ασιάτη στυλίστα ζωγραφίζει ένα απαισιόδοξο πορτρέτο του έρωτα, σαν μια μπαλάντα αφιερωμένη σε μια αγάπη που ολοένα και απομακρύνεται.

58) Still life (2006), του Jia Zhang Ke
Σε ένα από τα πλέον λαμπρά δείγματα του έργου της «έκτης γενιάς» σκηνοθετών στην Κίνα, το Still Life απεικονίζει τη σύγκρουση δύο κόσμων (ή καλύτερα δύο πολιτικών συστημάτων) και αντιπαραβάλλει την επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία της δημιουργίας με τις ταχύτατες καταστρεπτικές δυνάμεις της ανθρώπινης προόδου. Δυο ήρωες σε μια μεταμοντέρνα, αντονιονική αφήγηση θα προσπαθήσουν να σηκώσουν το κεφάλι τους, καθώς το έδαφος και όσα έχτισαν σε αυτό παρασύρονται κάτω από τα πόδια τους.

57) Histoire de Marie et Julien (2003), του Jacques Rivette
Στα 75 του χρόνια ο σπουδαίος Γάλλος auteur αποδεικνύεται δεινός αφηγητής, αγκαλιάζει τις προφανείς χιτσκοκικές του επιρροές και με την αρωγή της υπομονετικής μα αεικίνητης κάμερας του Lubtchansky και της αιθέριας παρουσίας της Béart, παραδίδει μια σπουδή πάνω στη σημασία της μνήμης. Πρωτίστως όμως, όπως φανερώνει το έξοχο φινάλε, προβαίνει σε μια συγκινητική δήλωση πίστης στη δύναμη της αγάπης και της ανθρώπινης καρδιάς.

56) Broken Flowers (2005), του Jim Jarmusch
Ράθυμο και cool όπως ο ήρωας του Bill Murray στο συγκεκριμένο φιλμ, το σινεμά του Jarmusch έρχεται για μία ακόμα φορά να αποθεώσει την απόσταση έναντι του προορισμού, την αναζήτηση απέναντι στην όποια «τελείωση» και να μας θυμίσει ότι η ουσία της ζωής κρύβεται σε στιγμές ανύποπτες.

55) Ae Fond Kiss… (2004), του Ken Loach
Ο τραχύς ρεαλισμός των Loach και Laverty εδώ αναδεικνύεται σε ένα παθιασμένο δείγμα σινεμά βεριτέ, ικανό να μπερδέψει τα όρια ανάμεσα στο σινεμά και την πραγματική ζωή, και ξεχωρίζει αφενός χάρη στην (πρωτοφανή για τον σκηνοθέτη) χαραμάδα ελπίδας του φινάλε και αφετέρου χάρη στην συγκλονιστική ερμηνεία της Eva Birthistle.

54) Hunger (2008), του Steve McQueen
Δεν είναι καθόλου εύκολο να κάνεις «πολιτικό» σινεμά. Είναι ακόμα δυσκολότερο να γυρίζεις πολιτικά ταινίες. Ο McQueen το καταφέρνει από το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του. Δεν ηρωοποιεί ανθρώπους, αναδεικνύει και δικαιώνει επιλογές. Με φόρμα λιτή, γλώσσα αληθινή και έναν πρωταγωνιστή (Fassbender) σαν το καλύτερο «μοντέλο» που ο Bresson δεν είχε ποτέ.

53) De battre mon coeur s'est arête (2005), του Jacques Audiard
Αποτελώντας την επιτομή του επιτυχημένου remake, ο Χτύπος αποκτάει τον δικό του χαρακτήρα χάρη στην αξεπέραστη αφηγηματική ικανότητα του Audiard που καταφέρνει να εντυπωσιάζει στυλιστικά χωρίς κανένα κόστος για την (συντριπτική τελικά) συναισθηματική εμπλοκή μας. Υπάρχει και ο Duris άλλωστε γι ‘αυτό…

52) My blueberry nights (2007), του Wong Kar Wai
Η απόσταση που χωρίζει το παρόν από το παρελθόν σε κάθε μας στιγμή, είναι όση και η απόσταση που προσφέρει ο πάγκος του bar σε δύο μεταμεσονύκτιους συνομιλητές μιας Αμερικής μοναχικής και συναισθηματικά έρημης. Αλλά η Elizabeth γνωρίζει πως πρέπει να περάσει απέναντι. Θα νιώσει μαζί με τους τόσο οικείους χαρακτήρες που θα συναντήσει στο δρόμο της πώς είναι να φτάνεις στο τέρμα – το κόκκινο φανάρι αλλά θα επιλέξει να πιστέψει και θα καταφέρει να βρεθεί στην αντικριστή όχθη. Έτσι απλά και χαμηλόφωνα, μέσα από εικόνες ανείπωτης ομορφιάς, μελωδίες γλυκές και σιωπές πολυσήμαντες, γράφεται ένας ακόμα στίχος στο μεγάλο καρβαϊκό ποίημα.

51) George Washington (2000), του David Gordon Green
Μια παρέα μικρών παιδιών, εγκλωβισμένοι σε μια φτωχή Εδέμ, περπατούν πάνω στις γραμμές του τρένου (που να οδηγούν;) και αναζητούν περισσότερο από τον ίδιο το Θεό, την εξήγηση στα μυστήρια και στα λάθη Του. Sometimes I laugh and I smile when I think of all the great things you’re going to do. I hope you live forever…

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part IV

70) Sweeney Todd (2007), του Tim Burton
Η αρχαία τραγωδία φοράει το ένδυμα μιας γοτθικής όπερας και δύο καταραμένοι ήρωες καταδικάζονται σε ένα γκραν γκινιόλ βίας και θανάτου μόνο και μόνο επειδή αγάπησαν. Χτίζοντας την ένταση μέσα από τραγούδια ενός απεγνωσμένου μελοδραματικού χαρακτήρα, ο Tim Burton θα διαπρέψει σε ένα περιβάλλον που του ταιριάζει όσο τίποτα άλλο και θα φτιάξει την καλύτερή του ταινία μετά το Ed Wood.

69) Du Levande (2007), του Roy Andersson
Άλλοτε μελαγχολικές και άλλοτε ξεκαρδιστικές, οι πενήντα περίπου βινιέτες που συνθέτουν το Du Levande μοιάζουν με ένα ατόφιο δείγμα ποιητικής ειρωνείας και μαγικού ρεαλισμού, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύουν την μοναδική ικανότητα του Σουηδού δημιουργού να εικονογραφεί τη ζωή σαν μια λιτή και αυθόρμητη χορογραφία.

68) The Brown Bunny (2003), του Vincent Gallo
Όταν δε σε χωράει η σάρκα σου, κινείσαι διαρκώς. Όταν θέλεις να τιμωρήσεις, γονατίζεις την άλλη μπροστά σου. Όταν αποζητάς να πάψεις επιτέλους να πονάς, την ταπεινώνεις. Αλλά όλα πάντα σε προφταίνουν. Και έχουν γονατίσει εσένα προ πολλού. Και ο πόνος και η ταπείνωση για πάντα δικά σου…

67) Cassandra's Dream (2007), του Woody Allen
Επιστρέφοντας στο αγαπημένο του ζήτημα των ηθικών επιλογών σε ένα σύμπαν άνευ θείας προστατευτικής αρχής, ο Woody συνθέτει ένα δράμα ανεπανάληπτης αφηγηματικής οικονομίας και πρωτόγνωρης - για τα δεδομένα του - δυναμικής σκηνοθεσίας. Το σχόλιό του, ωστόσο, παραμένει κυνικό και πικρό. Σε έναν κόσμο αμοραλιστικό, κάθε έννοια προσωπικής ακεραιότητας βαραίνει το άτομο χωρίς να του εξασφαλίζει την ευτυχία.

66) 21 Grams (2003), του Alejandro Gonzales Inarritu
Ο δεύτερος σταθμός της συνεργασίας των Inarritu (σκηνοθεσία) και Arriaga (σενάριο) είναι και ο πιο ασφυκτικός. Τα ασταμάτητα πισωγυρίσματα στο χρόνο με μόνιμο σημείο αναφοράς ένα τραγικό δυστύχημα βασανίζουν ήρωες και θεατές καθώς οι Μεξικανοί δημιουργοί μας θέτουν αντιμέτωπους με ακραία ανθρώπινα συναισθήματα και τη σύγκρουσή τους χωρίς καμία νότα αισιοδοξίας ή ελπίδας.

65) 5x2 (2004), του Francois Ozon
Δεν έχει νόημα να αναζητήσουμε τις ευθύνες. Φταίνε και οι δύο ή, καλύτερα, δεν φταίει κανείς. Ο Ozon δεν προσπαθεί να εξηγήσει τον λόγο που καταλήγουμε στο χωρισμό. Πρόθεσή του είναι μόνο να δείξει βήμα προς βήμα την αποκόλληση της μονάδας από το ζεύγος, την επιστροφή στην φυσική της κατάσταση. Και γνωρίζει καλά πως δεν υπάρχει happy end παρά μόνο αν διηγηθείς την ιστορία αντίστροφα.

64) Flandres (2006), του Bruno Dumont
Το σκληρό παραμύθι του τρομερού Dumont απομακρύνεται από τους άκαιρους στην εποχή μας ρομαντισμούς και μετατρέπει το αγαπημένο τριαδικό σχήμα της nouvelle vague σε μάρτυρα της μοναξιάς και της βαρβαρότητας που αποτελεί προέκταση της (ανθρώπινης) φύσης. Ένα από τα καλύτερα γαλλικά φιλμ της δεκαετίας είναι ψυχρό, απειλητικό, αποκρουστικό…

63) 4 months, 3 weeks and 2 days (2007), του Cristian Mungiu
Με εντυπωσιακή χρήση των εκφραστικών του μέσων, ο Mungiu χαρτογραφεί το εσωτερικό ταξίδι μιας κοπέλας και παράλληλα την πορεία μιας ολόκληρης χώρας (της Ρουμανίας του Τσαουσέσκου) από το παρηκμασμένο καθεστώς της υποκρισίας ως το οριστικό ξύπνημα στην πραγματικότητα. Ένα ασφυκτικό θρίλερ που κορυφώνεται σταδιακά και, σε μια ευφυέστατη πορεία από το ειδικό στο γενικό και πάλι πίσω, σε οδηγεί στη λύτρωση μέσω της σιωπής της καταληκτικής σκηνής.

62) Keane (2004), του Lodge Kerrigan
Ακολουθώντας βήμα προς βήμα και ανάσα προς ανάσα τον Keane του απλά συγκλονιστικού Damian Lewis, το φιλμ μας προσφέρει μια εγγυημένα άβολη περιπλάνηση στις αχανείς εκτάσεις του ανθρώπινου μυαλού. Χωρίς να νοιάζεται για εύκολες λύσεις και σεναριακές επεξηγήσεις, προτιμά την άμεση οδό του σκληρού ρεαλισμού και μοιάζει καταδικασμένο να τυραννά το μυαλό του θεατή για πολύ καιρό μετά την προβολή του.

61) The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford (2007), του Andrew Dominik
Με υποβλητική εικαστική φροντίδα και υπομονετική χαρακτηρολογική σκιαγράφηση, ο Dominic στοχάζεται πάνω στους λαϊκούς μύθους, την αιώνια ανάγκη της κατασκευής και της κατανάλωσής τους και την πλάνη που κρύβουν μέσα τους, για να δείξει το αληθινό πρόσωπο μιας χώρας που έχει κρυφθεί επιμελώς πίσω από τους μυθοπλαστικούς μηχανισμούς καταγραφής της Ιστορίας.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part III

80) Crouching Tiger, Hidden Dragon (2000), του Ang Lee
Ο Ang Lee αναδημιουργεί το διάσημο στην Ασία είδος ταινιών Wu Xia, χτίζοντας πίσω από την επιφάνεια της εικαστικής πανδαισίας ένα βαθύτατα ρομαντικό ποίημα για καταραμένους έρωτες και το βασανιστικό προνόμιο των ανθρώπων να επιλέγουν.

79) The Bow (2005), του Kim Ki Duk
Κρατώντας τον θεατή μαγεμένο με ένα μύθο φαινομενικά απλό, ο Κορεάτης δημιουργός φτιάχνει μία συγκινητική παραβολή πάνω στη σύγκρουση των γενεών και την απροθυμία του παλαιού κόσμου να δεχτεί την αναγκαιότητα της αποχώρησής του σαγηνευμένος από το κάλλος της νιότης.

78) I Heart Huckabees (2004), του David O. Russell
Συνονθύλευμα υπαρξιακών αναζητήσεων με τη μορφή εκκεντρικής κομεντί, το φιλμικό αξιοπερίεργο του David O. Russell προβαίνει σε μια όλο παράπονο κριτική προς τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα που το μόνο που πέτυχαν ήταν να γεμίσουν την ανθρώπινη απόγνωση με συνειδητά αδιέξοδα. Ξεκαρδιστική screwball άσκηση διαλεκτικής με μπροστάρηδες ένα σούπερ cast από τσαλακωμένους αστέρες, βγάζει θρασύτατα τη γλώσσα προς κάθε κατεύθυνση και κερδίζει με άνεση το παιχνίδι καθώς δε φοβάται να υπονομεύσει ακόμα και τον εαυτό της.

77) Red Road (2006), της Andrea Arnold
Η βουβή και απέριττη σκηνοθεσία της Arnold, γεμάτη από υπαινικτικές χειρονομίες, οδηγεί ένα εξαιρετικά απρόβλεπτο σενάριο καθώς για αρκετή ώρα αναρωτιέσαι πόσες εκπλήξεις και πόσους προβληματισμούς μπορεί να κρύβει αυτός ο κόκκινος δρόμος προτού αποκαλύψει το μυστικό του.

76) Reconstruction (2003), του Christoffer Boe
Χρησιμοποιώντας τα απλούστερα υλικά – ένας άντρας, μια γυναίκα και ο έρωτας μεταξύ τους – το ντεμπούτο του νεαρού Δανού μας προσκαλεί σε μια ιλιγγιώδη πορεία συνεχούς αποδόμησης του σεναρίου του, αναγόμενη αφενός στις καθημερινές μας αμφιβολίες για όσα σκεφτήκαμε αλλά δεν κάναμε, αφετέρου στο ίδιο το σινεμά και την αφηγηματική δυναμική του.

75) Code 46 (2003), του Michael Winterbottom
Συγγενεύοντας με την γκονταρική Alphaville, ο Κωδικός 46 είναι μια μικρή ελεγεία για τον καταδικασμένο έρωτα. Μέσα από μια μελλοντολογική ιστορία για συγκεχυμένες ταυτότητες και συντριπτικές μνήμες, ο ξεχωριστός Βρετανός σκηνοθέτης στέκεται στη συνάντηση των δυο ηρώων του και στα αναπόφευκτα σημάδια που αυτή θα αφήσει στις ζωές τους.

74) My Summer of Love (2004), του Pawel Pawlikowski
Διεισδύοντας στα εσώτερα της εφηβικής ψυχής, ο Pawlikowski απλώς αγγίζει το κοινότυπο θέμα της σεξουαλικής αφύπνισης και προχωρώντας από το ειδικό στο γενικό, μας θυμίζει πως η σύγκρουση των κοινωνικών τάξεων δε θα μπορούσε παρά να εκδηλώνεται στην κατεξοχήν σχέση όπου υπολανθάνει πάντα μια μορφή εξουσίας: τον έρωτα.

73) Young Adam (2003), του David Mackenzie
Το αίνιγμα της εμφάνισης του πτώματος μιας νεαρής κοπέλας αποτελεί μοναχά την αφορμή για να κτιστεί μια ατμόσφαιρα ψυχρή και γκρίζα, εικονογράφηση της καταβύθισης ενός α-ηθικού ήρωα στη σαρκική απόλαυση και στην καταπιεσμένη ενοχή όπου κρύβεται και η λύση στο γρίφο. ‘Η μήπως όχι; Πιθανότατα η καλύτερη ερμηνεία του Ewan McGregor δίπλα σε μια εξαιρετική Tilda Swinton.

72) L’ Enfant (2005), των Jean-Pierre και Luc Dardenne
Είτε το δεις σαν μια πορεία μετάνοιας και εξιλέωσης, είτε σαν μια ιστορία ενηλικίωσης, το σίγουρο είναι ότι το παιδί του τίτλου είναι ο «πατέρας» Bruno καθώς αντιμετωπίζει απότομα τις ευθύνες του και καλείται να αλλάξει στάση ζωής μέσα από τα ακανθώδες μονοπάτι που οι σπουδαίοι Βέλγοι δημιουργοί έχουν φροντίσει να στρώσουν μπροστά του.

71) Crimson Gold (2003), του Jafar Panahi
Εκκινώντας με ένα εντυπωσιακό μονοπλάνο μιας αποτυχημένης και θανατηφόρας ληστείας, ο Panahi βασίζεται στο σενάριο του Abbas Kiarostami και ακολουθεί σε σφιχτά καδραρίσματα την καταβύθιση ενός απλού ανθρώπου στον υπαρξιακό βάλτο και τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες των σύγχρονων μητροπόλεων. Το Taxi Driver της δεκαετίας μας.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part II

90) Brick (2005), του Rian Johnson
Το αρχετυπικό film noir εξελίσσεται σε ένα σύμπαν αυστηρά ενήλικο, αλλά ο Johnson καινοτομεί και ταυτόχρονα δίνει μια σαφή εικόνα των μοντέρνων μας καιρών. Η αθωότητα έχει προ πολλού εγκαταλείψει τα προαύλια των σχολείων. Η βία, η εγκληματικότητα και κυρίως ο κυνισμός έχουν πάρει τη θέση της και αμφισβητούν ευθέως την ηθικότητα της ανέγγιχτης παλιότερα νιότης. Και αν η εντυπωσιακή αποδόμηση του απόλυτου κινηματογραφικού genre δε σας πείσει, θα το κάνει η εκρηκτική ερμηνεία του Joseph Gordon-Levitt.

89) Noi Albinoi (2003), του Dagur Kari
Το ντεμπούτο του Ισλανδού Kari είναι φαινομενικά μία (ακόμα) ιστορία ενηλικίωσης. Χάρη όμως στον γενναιόδωρο σε νοήματα εκφραστικό μινιμαλισμό του, με όπλα το θλιμμένο αλλά ελπιδοφόρο βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή του (Tomas Lemarquis) και τη ψυχρή αλλά διεισδυτική φωτογραφία, το Noi Albinoi συνοψίζει εύστοχα το βάρος του να χαραμίζεσαι σε ένα περιβάλλον ανίκανο να σε αναδείξει και τον άσβεστο πόθο για απόδραση από τα δεσμά της καθημερινότητας.

88) In the Bedroom (2001), του Todd Field
Στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια, ο Field θα φέρει την αμερικανική οικογένεια ενώπιον μιας απρόσμενης απώλειας και παρακολουθώντας την ανταπόκρισή της σε αυτήν, μελετά διεισδυτικά τα ήθη των μεγαλοαστικών προαστίων και την ηθική μιας ολόκληρης χώρας που γαλουχήθηκε με τους κανόνες της εκδίκησης και της βίας.

87) Behind the Sun (2001), του Walter Salles
Παλιομοδίτικος και σε στιγμές υπέρ του δέοντος μελοδραματικός, ο Σπασμένος Απρίλης (όπως είναι ο πρωτότυπος βραζιλιάνικος τίτλος του) θριαμβεύει παρά τα ελαττώματά του χάρη στην ποιητική δύναμη των εικόνων του – το παράλογο της αέναης βίας μέσα από τα ενστικτωδώς γνωστικά μάτια ενός μικρού παιδιού.

86) The Dreamers (2003), του Bernardo Bertolucci
Ρομαντικός και τολμηρός όσο ποτέ στα 63 του χρόνια, ο Bertolucci κλείνει τους γεμάτους ζωή ήρωές του σε ένα διαμέρισμα του Παρισιού, την ίδια ώρα που στους δρόμους ξεσπά ο Μάης του ’68. Ο Matthew, η Isabelle και ο Theo θα ζήσουν τη δική τους επανάσταση μέσα στους τέσσερις τοίχους πριν κληθούν να βγουν στον κόσμο και να αναλάβουν το χρέος τους απέναντι στην Ιστορία. Μέχρι τότε, ο σπουδαίος Ιταλός θα προλάβει να αποθεώσει το ίδιο το σινεμά, σε μια από τις πλέον αυτοαναφορικές στιγμές του.

85) Spider (2002), του David Cronenberg
Αινιγματικό και αποστασιοποιημένο όπως ακριβώς και ο κεντρικός του ήρωας, το υποτιμημένο φιλμ του Cronenberg προσφέρει μία απρόβλεπτη κατάδυση στο υποσυνείδητο, καταδικασμένη να ξεβολέψει κάθε θεατή προβληματισμένο πάνω στους μυθοπλαστικούς μηχανισμούς και τις αναπαραστατικές δυνατότητες της απωθημένης μνήμης. Ερμηνείες αναφοράς από τον Ralph Fiennes και την Miranda Richardson.

84) Dolls (2002), του Takeshi Kitano
Η καλύτερη στιγμή (μαζί με τα Πυροτεχνήματα) του σημαντικότερου Ιάπωνα σκηνοθέτη της γενιάς του είναι ένα σκληρό ερωτικό ποίημα, μια εκθαμβωτική εικονογράφηση της βίαιης κυριαρχίας των αισθημάτων πάνω στον ανήμπορο να αντιδράσει άνθρωπο, θυμίζοντας ότι η αγάπη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις έννοιες της ευθύνης και της ενοχής.

83) Dans Paris (2006), του Christophe Honoré
Φαντάζει σαν τον μοναδικό ειλικρινή απόγονο της σαρωτικής nouvelle vague, κυρίως χάρη στην ανέμελη φόρμα και την ειλικρίνεια με την οποία η κάμερα συνοδεύει, έχοντας πλήρη συνείδηση της θέσης της, την καθημερινότητα των ηρώων. Τίποτα όμως δεν μπορεί να μας προετοιμάσει για το πιο συγκινητικό τηλεφώνημα που κάναμε/δεχτήκαμε στη μεγάλη οθόνη, λίγα λεπτά πριν το φινάλε.

82) Closer (2004), του Mike Nichols
Από την μαγευτική έναρξη, όπου η κάμερα συλλαμβάνει χωρίς λόγια το love at first sight επί τω έργω, μέχρι το κυνικό και πικρό φινάλε, ο Nichols θα θέσει τα πλέον οικεία (γι’ αυτό και άβολα) ερωτήματα πάνω στο θέμα του έρωτα, θα μελετήσει τις ανθρώπινες σχέσεις υπό τη δυναμική επίδραση του χρόνου και θα αποσπάσει την καλύτερη, ίσως, ομαδική ερμηνεία της δεκαετίας.

81) Whisky (2004), των Juan Pablo Rebella και Pablo Stoll
Τρεις εξηντάρηδες στην Ουρουγουάη ενώνουν τις μοναξιές τους μέσω ενός ψέματος που αποτελεί την αφετηρία για μια εκκεντρική κομεντί – γλυκόπικρος στοχασμός πάνω στην αποξένωση και την άσβεστη ανάγκη κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτου ηλικίας για αλλαγή.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

2000-2009: 100 films to remember Part I

100) Away From Her (2006), της Sarah Polley
Αξιοθαύμαστα εγκρατής μελέτη πάνω στην μνήμη (και το παρελθόν) ως θεμελιώδες συστατικό της ταυτότητας ενός ανθρώπου, η πρώτη σκηνοθετική δουλειά της ηθοποιού Sarah Polley οδηγείται από τον καρτερικό, για αυτό και μακροχρόνιο, έρωτα ενός άντρα για μια γυναίκα που σταδιακά παρασύρεται από τα νερά της λήθης.

99) Offside (2006), του Jafar Panahi
Εκμεταλλευόμενος την αταξική και παγκόσμια απήχηση του ποδοσφαιρικού πανηγυριού, ο κορυφαίος Ιρανός σκηνοθέτης θα επιλέξει σοφά να το αφήσει εκτός κάδρου και θα παραδώσει ένα φιλμ που περισσότερο από μία ακόμα κριτική της θεοκρατικής, καταπιεστικής προς τις γυναίκες, ιρανικής κοινωνίας , στέκει ως υπενθύμιση της ισχύος της κωμωδίας ως πολιτικοκοινωνικό σχόλιο.

98) American Splendor (2003), των Shari Springer Berman και Robert Pulcini
Όταν ο Harvey Pekar, ένας μικροαστός χωρίς φιλοδοξίες και γεμάτος από απίθανες εμμονές, αποφάσιζε να μεταφέρει σε κόμικ την καθημερινότητά του, δε φανταζόταν την επιτυχία που θα γνώριζε και που θα οδηγούσε και στη δημιουργία ενός «βιογραφικού φιλμ» πολύ διαφορετικό από κάθε άλλο εκπρόσωπο του είδους. Γεμάτο φορμαλιστικές καινοτομίες που αποπνέουν φρέσκο κινηματογραφικό αέρα, εκτός των άλλων σύστησε στο ευρύ κοινό τον σαρωτικό Paul Giamatti, μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες των 00’ς.

97) Un Conte de Noel (2008), του Arnaud Desplechin
Ο Arnaud Desplechin, εξωφρενικά παραγνωρισμένος στα μέρη μας, εδώ και είκοσι χρόνια αποτελεί έναν από τους πιο αξιόπιστους Ευρωπαίους δημιουργούς. Το 2008 θα φτάσει στο ζενίθ της δημιουργικότητάς του με μία μαύρη κωμωδία που επαναπροσδιορίζει το είδος της οικογενειακής, χριστουγεννιάτικης ταινίας και που αποθεώνει την αφηγηματική δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη, καθώς χειρίζεται μια πληθώρα χαρακτήρων (και ένα εξαιρετικό cast) με τη σιγουριά ενός Altman και τη τρέλα ενός Allen.

96) In Bruges (2008), του Martin McDonagh
Ασυγκράτητα αστείο και διασκεδαστικά αδιάφορο προς κάθε μορφή πολιτικής ορθότητας, το ντεμπούτο του McDonagh είναι ένας γνήσιος απόγονος των ευρωπαϊκών φιλμ νουάρ στην εικονογράφησή του, εμποτισμένο όμως με γενναίες δόσεις βρετανικού χιούμορ και ιπποτικού ρομαντισμού, καθώς εκμηδενίζει τις αποστάσεις ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία με ένα ξεσηκωτικό οπλοστάσιο από instant classic ατάκες.

95) Les Amants Reguliers (2005), του Philippe Garrel
Σε αντίθεση με τη ρετρό καλλιτεχνική διεύθυνση της ταινίας του, ο Garrel χρησιμοποιεί μια αφηγηματική φόρμα ορμητική και ζωντανεύει την αγνότητα, τη δύναμη και τα αιτήματα της nouvelle vague σε ένα επίκαιρα επαναστατικό πλαίσιο: στην πραγματικότητα ελάχιστα έχουν αλλάξει.

94) Grizzly Man (2005), του Werner Herzog
Αναγνωρίζοντας στην αληθινή ιστορία του Timothy Treadwell κάτι από τη δική του λατρεία για τη φύση και την εμμονή του για την εξερεύνηση των ανθρώπινων ορίων, ο Herzog ξεπερνά τους εγγενείς περιορισμούς ενός ντοκιμαντέρ και παραδίδει έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στο θάνατο ως τη σίγουρη και άδικη ήττα του ανθρώπου από την ίδια του τη φύση.

93) Garden State (2004), του Zach Braff
Κάθε γενιά δικαιούται μιας τόσο όμορφης ταινίας αφιερωμένης σε αυτήν. Χωρίς να είναι σε καμμία περίπτωση περιοριστικό, το Garden State είναι προορισμένο να αγγίξει πρωτίστως όσους βρίσκονται στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους, κάπου ανάμεσα στον ενθουσιασμό/όνειρα του πριν και στην ασφάλεια/συμβιβασμό του μετά. Αφού μας τραγουδήσει με γλυκόπικρες μελωδίες ότι there’s beauty in the breakdown, κερδίζει και με το παραπάνω το happy end του ως ένας ύμνος στη συνύπαρξη απέναντι στην άβυσσο της ζωής.

92) Undertow (2004), του David Gordon Green
Ξεφεύγοντας όσο ακριβώς χρειάζεται από τη σκιά της επιρροής του Malick, ο φοβερός David Gordon Green φέρνει τους αγαπημένους του ήρωες - νεαρά παιδιά του φτωχού αγροτικού νότου - αντιμέτωπους με μια μοίρα τραγική και με αμαρτίες του παρελθόντος. Η κάμερά του ζωγραφίζει σαν βγαίνει στην φύση ακολουθώντας τα δυο αδέλφια που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον βίαιο θείο τους, αλλά ταυτόχρονα επιτυγχάνει να διεισδύσει στην ψυχή τους με την ηρεμία και τη ποιητική δύναμη ενός ξεχωριστού αφηγητή. Η πραγματική αποκάλυψη όμως είναι ο Jamie Bell καθώς ενηλικιώνεται ερμηνευτικά παράλληλα με τον ήρωά του.

91) Le Scaphandre et le Papillon (2007), του Julian Schnabel
Το Σκάφανδρο αποτελεί υπόδειγμα ταινίας που αποφεύγει με χαρακτηριστική ευκολία το εκβιαστικό του θέμα, καθώς ο Schnabel επιλέγει σοφά να αναδείξει το συναίσθημα μέσα από την εντυπωσιακή του κινηματογράφηση. Τα οπτικά ευρήματα και τα πειράματα με την γλώσσα και την γραμματική του σινεμά εντυπωσιάζουν και αναδεικνύουν σε πραγματικό θέμα του φιλμ την μετα-επικοινωνία. Παίζοντας με την εντυπωσιακή -δεδομένων των συνθηκών- υιοθέτηση μιας αφήγησης υποκειμενικής, οι φλυαρίες και τα κραυγαλέα μηνύματα ανάλογων εγχειρημάτων του παρελθόντος παραγκωνίζονται από μια εικαστική πανδαισία που προτιμάει να μιλήσει για το δικαίωμα στη ζωή, και το πράττει με κομψότητα και συγκινητική αξιοπρέπεια.


Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

MARTIN SCORSESE, Η λεπτότητα του σκηνοθετικού αγγίγματος

Ι. Πρόλογος

Άλλοτε λαμπρό τέκνο κι άλλοτε το μαύρο πρόβατο, ο Scorsese κέρδισε την μάχη με τη σαρκοβόρα βιομηχανία του Hollywood μένοντας πιστός στον εαυτό του, στα πιστεύω του και στο όνειρό του. Μια συνοπτική σύγκριση με τους υπόλοιπους μεγάλους σκηνοθέτες της γενιάς του είναι εύγλωττη. Τα φιλμ του που κατηγορήθηκαν ως ρέποντα υπέρ του δέοντος προς σκοπούς εμπορικούς ήταν είτε υπερβίαια γκανγκστερικά δράματα μελετημένης χαρακτηρολογίας (The Departed), είτε αριστοτεχνικές ασκήσεις ύφους (Shutter Island). Την ίδια ώρα, ο De Palma έχει στο ενεργητικό του το The Bonfire of the Vanities, ο Coppola το Jack, ενώ ο Spielberg στόχευσε εξαρχής στα ευρύτερα στρώματα.

Το σινεμά του Scorsese είναι προσωπικό σε ποιότητα και βαθμό ασύγκριτο για τα δεδομένα της σύγχρονης αμερικανικής κινηματογραφίας. Δεν περιορίζεται μόνο σε θεματικές και στιλιστικές εμμονές, αλλά κάποιες φορές προσεγγίζει ευθέως την αυτοβιογραφία. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς το Mean Streets ή το Hugo, δύο φιλμ που τα χωρίζουν σαράντα ολόκληρα χρόνια; Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν τον βοήθησε να αποφύγει την τυποποιημένη κατηγοριοποίηση στο μυαλό του κοινού και των κριτικών. Για τους πρώτους θα είναι πάντα ο σκηνοθέτης της μαφίας και των εγκληματιών. Για τους δεύτερους είναι ο δημιουργός ενός κινηματογραφικού «τρόπου» υπερσκηνοθετημένου, αεικίνητου (η Pauline Kael τον αποκαλούσε «δαίμονα της ταχύτητας»), σαρωτικού και ηχηρού.

Το συγκεκριμένο στιλ έβαλε ουκ ολίγες φορές τον Scorsese σε μπελάδες. Πολλοί απέρριψαν το Taxi Driver (ειδικά στην εποχή του) βλέποντας στον Travis Bickle την προσωποποίηση του καθημερινού φασισμού. Το ίδιο συνέβη και με το The Aviator για το οποία γράφτηκαν πολυάριθμες κατηγορίες περί υπεράσπισης του (αμερικανικής έκφρασης) καπιταλισμού. Αμφότερες οι πλευρές αυτές έχασαν ένα λεπτό, μα ουσιώδες στοιχείο της δουλειάς του Scorsese. Σκηνοθεσία δεν είναι μόνο το ντεκουπάζ, η κίνηση της κάμερας, ο ρυθμός του μοντάζ (ακόμα κι αυτά, βέβαια. παρεξηγούνται εύκολα όταν δε φωνάζουν το πραγματικό τους μήνυμα). Είναι και η αφήγηση, ο συχνά υπόγειος τρόπος με τον οποίο αυτή τίθεται σε τροχιά και μαρτυρά το πραγματικό βλέμμα του δημιουργού. Είναι και η επιλογή μιας συγκεκριμένης γωνίας λήψης ή μιας στιγμής εκκωφαντικής σιωπής.

Ο Scorsese, αντίθετα με τα φαινόμενα, είναι μαέστρος σε αυτού του είδους τη …κοντοβελονιά. Χάρη σε αυτό το μοναδικό του άγγιγμα μπορεί να ακροβατεί σε θέματα επικίνδυνα – και τι πιο δύσκολο από τη σύζευξη υπαρξιακών ερωτημάτων με μια κριτική του κοινωνικού περίγυρου στον οποίο εκείνα ευδοκιμούν – και να ανταπεξέρχεται. Tουλάχιστον για όσους δεν επιλέγουν να αγνοούν τις ουσιαστικές λεπτομέρειες.

ΙΙ. Ο Ταξιτζής και ο μύθος της αυτοδικίας


H περίπτωση του Taxi Driver (1976) είναι ενδεικτική από πολλές απόψεις, κυρίως επειδή συγκέντρωσε σκληρές κριτικές για το βαθύτερό του νόημα κι ενώ το σκορσεζικό σινεμά διένυε το πρώτο του ακόμα στάδιο. Οι άκριτοι παραλληλισμοί με φιλμ όπως το Death Wish ή το Dirty Harry εμφανίζονται ακόμα και στις μέρες μας στα επιχειρήματα όσων βλέπουν εδώ μια επικίνδυνη υπερασπιστική της αυτοδικίας. Ξεπερνώντας περιττές νομικής φύσεως διευκρινήσεις, πρέπει να υπογραμμιστεί η πορεία που διανύει ο Travis (στο μυαλό του και στην πραγματικότητα) πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Η πρώτη περίπτωση αυτοδικίας που ευφυέστατα θέτει στο διάβα του ο Scorsese είναι στην πραγματικότητα …παθητική! Ευρισκόμενος σε ένα μίνι-μάρκετ, γίνεται άθελά του μάρτυρας σε μια απόπειρα ένοπλης ληστείας. Παίρνει το νόμο στα χέρια του και πυροβολεί τον μικροκακοποιό προκειμένου να προστατεύσει τον μαγαζάτορα κι ενώ δε διαφαίνεται καμία ελπίδα για έγκαιρη επέμβαση της αστυνομίας. Το ζήτημα, ακόμα και σε ένα επεισόδιο κατάστασης ανάγκης σαν κι αυτό, εξακολουθεί να είναι ηθικά λεπτό. Υπάρχει ωστόσο εμφανής διαφορά από την απόπειρα δολοφονίας του γερουσιαστή Palantine ή την αιματηρή επιχείρηση «απελευθέρωσης» της Iris που έρχεται στο φινάλε. Κι όμως, θα μπορούσε βάσιμα να υποστηρίξει κάποιος ότι το επεισόδιο στο μίνι-μάρκετ άνοιξε το δρόμο της δράσης για τον Travis.

Ο προβληματισμός για μια κοινωνία που παθητικά παρασύρεται στην παρακμή εντάσσεται αβίαστα στη φιλμογραφία του Scorsese. Άλλωστε όλοι συμφωνούν στο πόσο αρέσκεται να εικονογραφεί τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου. Χρειάζεται όμως μια πολύ προσεκτική εξέταση της σκηνοθεσίας του για να εντοπίσει κάποιος τη βαθύτερη επιλογή του: Δεν προχωρά σε μία εύκολη και καθόλου πρωτότυπη δήλωση υπέρ της δράσης (που θα ικανοποιούσε από μόνη της μία βασική πλευρά του σαρτρικού υπαρξισμού), αλλά κοιτάζει παραπέρα. Συνειδητοποιεί την προσπάθεια της κυρίαρχης ιδεολογίας να εξουδετερώσει μέσω του πάντα γοητευτικού μύθου κάθε πιθανότητα ενεργητικής αντίδρασης του κοινωνικού συνόλου. Αυτή πλέον επαφίεται όχι στους απλούς ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα, αλλά στους σούπερ-ήρωες, στους εκδικητές με τις υπερφυσικές δυνάμεις που κοσμούν κόμικ, ποπ λογοτεχνία και σινεμά.

Περισσότερο από τον επιθεωρητή Κάλαχαν, ο ταξιτζής του DeNiro ακολουθεί τα διδάγματα των υπερ-ηρώων. Συνειδητοποιεί την ανάγκη για δράση (θεωρητικά από την αρχή του φιλμ, πρακτικά από το επεισόδιο στο μίνι-μάρκετ), αλλά παραπλανημένος από τις διαδεδομένες αξίες της επικρατούσας κουλτούρας παίρνει το λάθος δρόμο. Πλέον δε θα αρκεστεί να βοηθάει άλλους σε κατάσταση ανάγκης, αλλά ψάχνεται για μπελάδες. Ο σκορσεζικός ήρωας όμως είναι άνθρωπος, όχι κάτι ανώτερο, για αυτό σε αντίθεση με τον Batman ή τον Spiderman, είναι καταδικασμένος να μην αποδεικνύεται πάντα σωστός στην κρίση του όσον αφορά τη σκοπιμότητα και το μέτρο της επέμβασής του.

Θα μπορούσαμε να συγκεκριμενοποιήσουμε την κριτική του Scorsese σε ενδοκινηματογραφικές αναφορές. Η αίσθηση που οδηγεί τον Travis είναι αυτή της ευθύνης του «κατέχοντος μια δύναμη ανώτερη». Κοιτάζεται στον καθρέφτη και βλέπει στον εαυτό του έναν (βίαιο) απόστολο εντολής θεϊκής. Κι εκεί εντοπίζεται ο τόπος εκκίνησης ενός αλαζονικού κινηματογραφικού ηρωισμού που κατάγεται ευθέως από τον Ethan Edwards (John Wayne) του The Searchers. Ο DeNiro μεγαλουργεί, ο Martin όμως φροντίζει να τον περιβάλλει με μια ματιά υπογείως αποστασιοποιημένη και μετα-κινηματογραφικά προβληματισμένη. Η κάθαρση του φινάλε, για την οποία πολλοί μιλούν, στην πραγματικότητα δεν έρχεται ποτέ. Ο Travis δεν ολοκληρώνει την αποστολή του. Δεν καταφέρνει να αυτοκτονήσει, όπως πιθανότατα κάνει ο Teddy του DiCaprio στο Shutter Island – ίσως ήταν νωρίς για να καταρριφθεί αυτό το μεγάλο ταμπού της καθολικής ανατροφής. Το στοιχειωτικό κοντινό, όμως, με το ματωμένο δάχτυλο στο κρόταφο μαρτυρά το πόσο πολύ θα το επιθυμούσε. Ο Travis όχι απλά επιβιώνει, αλλά αρκούντως ειρωνικά κερδίζει και μια εφήμερη διασημότητα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που τον ηρωοποιούν (οι παραλληλισμοί με το The King of Comedy είναι πλέον εμφανείς). Το πολύ σημαντικό, μα πλήρως παραγνωρισμένο, φευγαλέο κοίταγμα στον καθρέφτη με το οποίο θα κλείσει η ταινία, μας διαβεβαιώνει πως ο ήρωάς μας εξακολουθεί να υπάρχει ως ένας πολίτης παραπλανημένος από τη γενικότερη διαστρέβλωση των αξιών.

ΙΙΙ. Η αντανάκλαση της κοινωνίας σε καθρέφτη υπαρξιακό

Αντιμέτωπος με το είδωλό του έρχεται ο Howard Hughes στο φινάλε του The Aviator (2004). Μέχρι να φτάσει εκεί, έχει ακολουθήσει τη γνώριμη για όλο το σκορσεζικό μαρτυρολόγιο πορεία ανόδου και πτώσης. Χωρισμένο σε δύο μέρη, το φιλμ θαμπώνει με το εκτυφλωτικό πρώτο μισό της επιτυχίας, για να προσγειωθεί απότομα στη συνέχεια με επίκεντρο την εμμονοληπτική διαταραχή του ήρωα. Κι αν σε επίπεδο επιφανειακό, η σκηνοθετική ματιά δεν χάνει πολλή από τη λάμψη της ούτε στο δεύτερο μισό, η τελική επικράτηση του Hughes τόσο ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής όσο κι αναφορικά με το magnum opus του (το αεροπλάνο με το όνομα Hercules) έρχεται για να συγχύσει ακόμα περισσότερο. Είναι αναμφίβολα δελεαστικό να προσπεράσεις τις λεπτές αποχρώσεις της αφήγησης, καλά κρυμμένες κάτω από μία κινηματογραφική εξτραβαγκάντσα, και να βρεις στο The Aviator μια δοξολογία του καπιταλιστικού μύθου της κατά μόνας επιτυχίας.

Διόλου τυχαία, όμως, ο Scorsese επιλέγει να χαμηλώσει τα φώτα λίγο πριν το φινάλε, κι ενώ ακόμα ηχεί στο θεατή το γοργό καρδιοχτύπι της επιτυχίας και της δικαίωσης του ήρωα. Το κοίταγμα στον καθρέφτη, κλασικό σύμβολο αυτο-συνειδητοποίησης και αυτοκριτικής, και το επίμονο μουρμουρητό υποσκάπτουν με διαβρωτική ορμή όλα εκείνα που οι προηγούμενες δυόμιση ώρες έχτιζαν. Η συντριβή του Hughes αποκτά διαστάσεις αρχαιοελληνικής τραγωδίας ακριβώς επειδή πίστεψε στη φενάκη του μύθου του, στο παραμύθι που ένα ολόκληρο σύστημα του σέρβιρε ως δικό του και στο οποίο ήταν καταδικασμένος να χάσει. «The way of the future…» προειδοποιεί ο Martin, όχι με κρότο αλλά με πνιγμένο λυγμό.

Η τραγική διάψευση των προσδοκιών που γεννά ο κοινωνικός περίγυρος είναι κοινή γεύση για τους σκορσεζικούς ήρωες. Ο Henry Hill (Goodfellas, 1990) έζησε μια ολόκληρη ζωή με το γκάζι πατημένο, θεωρώντας εαυτόν ανέγγιχτο, αλλά η διαστρεβλωμένη, αμερικανική ιδέα της επιτυχίας (και της ευτυχίας) είναι εφήμερη. Το βλέμμα του στο φινάλε της ταινίας - τώρα πια ένας ακόμη πολίτης της suburbia με ζωή σε αυτόματο πιλότο - είναι χαρακτηριστικό.

Σκιαγραφημένη με σαφέστατα λιγότερη ειρωνεία αλλά εξαίσια δραματική λεπτότητα, είναι η παρεμφερής κατάληξη του Newland Archer (The Age of Innocence, 1993). Ο καθωσπρεπισμός και ο συντηρητισμός της αμερικανικής κοινωνίας του 19ου αιώνα αποδεικνύονται βιαιότεροι των τακτικών της μαφίας και ο ήρωας θα γνωρίσει διπλή ήττα: όταν θα γευτεί την απόδραση από τη «φυλακή» μέσω της Madame Olenska και, κυρίως, όταν θα συνειδητοποιήσει τι είχε τόσα χρόνια μέσα στην αγκαλιά του αλλά το άφησε να φύγει. Αξέχαστο θα μείνει το τελευταίο πλάνο ανθολογίας, παραδοχής και στωικής αντίδρασης στην ήττα. Το συγκεκριμένο φιλμ, ενώ φαινομενικά δεν κάνει καμία παραχώρηση στο γνωστό, υπερκινητικό στιλ του σκηνοθέτη, αποτελεί εύλογα το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα λεπτών, δαντελένιων επιλογών. Προσέξτε πως η κάμερα διαγράφει τις διαδρομές ερωτικών επιθυμιών που αλλιώς θα έμεναν ανέκφραστες. Ή πως ένα απλό αλλά εκπληκτικό στη σύλληψή του σκηνοθετικό εύρημα όπως το dissolve των σκηνών σε εκρηκτικό χρώμα (κι όχι σε μαύρο που είναι ο καθιερωμένος κανόνας) απελευθερώνει τα ασφυκτιούντα πάθη.

Το πορτρέτο της Αμερικής του 19ου αιώνα θα ολοκληρωθεί με το Gangs of New York (2002). Στην τελευταία ώρα του φιλμ, ο Scorsese επιδεικνύει μια εξαίρετη αίσθηση ρυθμού (μακράν ο κορυφαίος κινηματογραφικός δημιουργός σε αυτόν τον τομέα) για να εικονογραφήσει μια κοινωνία σε χάος, αφήνοντάς σε με την αίσθηση πως παρακολουθείς επί της οθόνης το τέλος του κόσμου. Η σύγχυση, σε σημείο αντιστροφής, των αξιών σε ένα σύστημα που μας μετατρέπει κατά βούληση σε θύτες ή θύματα, μπορεί να εντοπιστεί σε πολλά ακόμα σημεία του έργου του. Ας θυμηθούμε πως ο ευυπόληπτος, οικογενειάρχης, δικηγόρος του Nick Nolte στο Cape Fear (1991) επιλέγει αυτός τη λύση της αυτοδικίας και προσλαμβάνει …τραμπούκους για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον τρομακτικό Max Cady. Φυσικά και αποτυγχάνει, γιατί έμαθε να βλέπει τον κόσμο μέσα στη μανιχαϊστική αντίθεση του καλού και του κακού, τη στιγμή που ο ήρωας του DeNiro κατοικεί πέραν αυτής. «Happy endings happen only in the movies», όπως άλλωστε θυμίζει ο Georges Méliès στο μικρό Hugo.

ΙV. Η κάθαρση ανήκει στους ποιητές

Λαμπρό δείγμα σεμνότητας κι ευγνωμοσύνης, ο Scorsese δεν τοποθετεί εαυτόν (και κατά συνέπεια ούτε το σκηνοθετικό του βλέμμα) πέραν της αμερικανικής κοινωνίας που με μελανά χρώματα χαρτογραφεί. Δε ξεχνά στιγμή πως και ο ίδιος, γιος Ιταλών μεταναστών που γεννήθηκε και μεγάλωσε στις φτωχικές συνοικίες της Νέας Υόρκης, θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σαν τους ήρωές του: αποπροσανατολισμένος, συντετριμμένος, μόνος. Αν κατάφερε να ξεφύγει, το οφείλει στην Τέχνη του, στο πολυαγαπημένο του σινεμά. Ολόκληρη η ζωή του συμπυκνώνεται στην ιστορία του Charlie στο Mean Streets (1973). Οι αναλογίες εκείνου του φιλμ με το A Portrait of the Artist as a Young Man του James Joyce το ομολογούν. Η δημιουργικότητα ήταν η μόνη οδός διαφυγής από την τρέλα. Τα διδάγματα του καθολικισμού έθεταν ανυπέρβλητα εμπόδια – βλέπετε, η υποκατάσταση του Θεού στη διαδικασία της δημιουργίας είναι από μόνος του λόγος γενεσιουργός ενοχής. Αλλά με βλέμμα ταπεινό, ο Martin διάλεξε τον κινηματογράφο και, θαρραλέα, δόξασε εκείνους που έκαναν την ίδια επιλογή για να βγουν νικητές.

Έτσι, αν υπάρχουν δύο σκορσεζικοί ήρωες που στο τέλος κερδίζουν την κάθαρση, αυτοί είναι ο Jake La Motta και ο Georges Méliès (η περίπτωση του Ιησού στον Τελευταίο Πειρασμό χρήζει ανάλυσης που ξεπερνά τις δυνατότητες αυτού του κειμένου). Αμφότεροι κερδίζουν το στοίχημα του παραδείσου, τώρα πια όχι ως τόπος μεταφυσικός – θεολογικός, αλλά σωτήρια καλλιτεχνικός. Ο πρώτος θα τσακίσει τα κομμάτια του πάνω στο ρινγκ. Θα κερδίσει εφήμερα και θα χάσει οριστικά όλους τους θησαυρούς με τους οποίους τον γλύκανε το αμερικάνικο όνειρο. Θα βρει όμως τον εαυτό, μπροστά στον καθρέφτη (ξανά), ένας παραστρατημένος ποιητής του δρόμου, νικητής πλέον μέσα στους στίχους του.

Όσον αφορά τον Méliès, διόλου τυχαία είναι ο ήρωας για τον οποίο ο Scorsese θα επιλέξει να αντιστρέψει την κλασική του πορεία ανόδου και πτώσης. Χάρη σε ένα μικρό αγόρι με μάτια πεινασμένα για μαγεία, ο μεγάλος σκηνοθέτης θα βγει από τα σκοτεινά δωμάτια της απομόνωσής του και θα εισέλθει ξανά στο λυτρωτικό (κινηματογραφικό) φως. Για να κερδίσει την μόνη βεβαιωμένη μορφή αθανασίας στον κόσμο μας: σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά το βιολογικό του θάνατο, ανεβαίνει στην κεντρική σκηνή του Hugo και μας καλεί να ονειρευτούμε μαζί του.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

LA FEMME DU CINQUIEME (2011), του Pawel Pawlikowski

Δεν υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που να πρωτοεμφανίστηκαν μετά το 2000 και να δικαιολογούν εκείνη τη γνήσια σινεφιλική, αγωνιώδη αναμονή του επόμενου βήματος. Από αυτούς άλλοι συνεχίζουν να μας προδιαθέτουν για σπουδαία κατορθώματα στο μέλλον, όπως ο Andrei Zvyagintsev, κι άλλοι πάλι μας πρόδωσαν αναπάντεχα, όπως ο David Gordon Green. Με το τελευταίο του φιλμ, ο πολωνικής καταγωγής αλλά βρετανικής ανατροφής Pawel Pawlikowski θέτει εαυτόν κάπου στην μέση αυτής της νοητής ευθείας. Οι δυο προηγούμενες δημιουργίες του, Last Resort και My Summer of Love, ανέτειλαν ως μικρά διαμάντια ποιητικής ευαισθησίας που συνταίριαξαν με ένα καίριο σχόλιο πολιτικού προβληματισμού. Η Γυναίκα του Πέμπτου κρατάει όλη τη στιλιστική κομψότητα των προκατόχων του, την εξαιρετική φροντίδα στις λεπτομέρειες και την ξεχωριστή εκείνη κινηματογραφική ποιότητα που γεννά τη δράση μέσα από τα συνήθως παραγνωρισμένα συστατικά της φυσικής μας πραγματικότητας.


Η εκκίνηση είναι ιδανική, ισορροπώντας επιτυχώς στα όρια του εστετισμού χάρη κυρίως στο υποβλητικό καδράρισμα του
Pawlikowski και την εύστοχη προσέγγιση που επιφυλάσσουν στους ρόλους τους οι Ethan Hawke, Kristin Scott Thomas και Joanna Kulig. Ξαφνικά, όμως, ο ταλαντούχος δημιουργός στρέφεται στα κινηματογραφικά κλισέ των θρίλερ ψυχοπαθολογικής θεματικής, λες κι αγχώθηκε (άδικα) ότι η εμπνευσμένη φόρμα του δεν ήταν αρκετή για να διατηρήσει το γοητευτικό κλίμα μυστηρίου. Η σεναριακή ανατροπή είναι κοινότυπη και, μάλλον, βεβιασμένη. Ο Pawlikowski βάζει τα δυνατά του να κρύψει τα σημάδια που θα την αποκάλυπταν πρόωρα, αλλά δυστυχώς η προσπάθειά του γίνεται υπερβολικά αισθητή.

Προδίδοντας την προσεγμένη ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους, το φιλμ επικεντρώνεται όσο πλησιάζει προς το τέλος στην εξέλιξη της πλοκής (ένα υποτυπώδες whodunit και το πραγματικό «πρόσωπο» του ήρωα) μετατρέποντας την μέχρι πρότινος υπαινικτική σκηνοθεσία σε απλά …υποτονική. Καταλήγει έτσι ως μια άνευρη εκδοχή του πολανσκικού Ενοίκου ή του κοενικού Barton Fink, τη στιγμή που υπήρχε το Spider του Cronenberg ως καταλληλότερο πρότυπο, εγγύτερο προς τις στιλιστικές πεποιθήσεις του Pawlikowski. Ακόμα κι έτσι, η Γυναίκα του Πέμπτου ξεχωρίζει από τις περισσότερες σύγχρονές του κυκλοφορίες. Δε συναντάμε συχνά ένα τόσο διεισδυτικό βλέμμα, ικανό να συλλαμβάνει τις ταξικές διαφορές μέσα από το ντεκόρ και τη διαδικασία της δημιουργικής έκφρασης αποκλειστικά μέσα από εμπνευσμένες γωνίες λήψης.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής