Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

JERSEY BOYS (2014), του Clint Eastwood



Το
Jersey Boys συνιστά μια ενδιαφέρουσα προσθήκη στην ογκώδη φιλμογραφία του Eastwood όχι τόσο χάρη στην πρωτοτυπία του είδους του - τα Honkytonk Man και Bird είχαν ήδη δείξει την έλξη του για το πάντρεμα κινηματογράφου και μουσικής - αλλά σε εκείνη της φόρμας του. Σκορσεζικός στην αφήγησή του (βλέπε το voice over και τους μονολόγους που θρυμματίζουν επανειλημμένως τον τέταρτο τοίχο) και γουντιαλλενικός στο χιούμορ του (χάρη στην πένα του Marshall Brickman, συν-σεναριογράφου των Annie Hall, Manhattan και Manhattan Murder Mystery), καταφέρνει ακόμα να εκπλήσσει με τη φρεσκάδα του, στην πέμπτη αισίως δεκαετία της καριέρας του πίσω από την κάμερα. Ωστόσο, αφηγούμενο την άνοδο και την πτώση του Frankie Valli και του συγκροτήματος που τον ανέδειξε, The Four Seasons, το φιλμ αρνείται επίμονα να προσπεράσει τη γυαλιστερή του επιφάνεια προς όφελος ενός βαθύτερου σχολίου για την βιομηχανία του θεάματος που εξακολουθεί να ξελογιάζει τη φτωχή νεολαία στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Διδακτικό στα κοινωνικά του μηνύματα κι εν τέλει πλήρως μυθο-ποιητικό, το Jersey Boys καταλήγει πληκτικά τυποποιημένο στην απεικόνιση της παρασκηνιακής show biz. Το ευτύχημα είναι πως ευλογείται μερικών εξαίσιων ερμηνειών (John Lloyd Young και Vincent Piazza στην πρώτη γραμμή, με τον Christopher Walken να κλέβει την παράσταση στην ολιγόλεπτη παρουσία του), ενώ καταφέρνει να εντάξει πλήρως τα «πιασάρικα» μουσικά ιντερλούδια στην εξέλιξη της διήγησης. Αν είχε κυκλοφορήσει πέντε-έξι δεκαετίες νωρίτερα, ίσως να είχε μεγαλύτερη τύχη - τουλάχιστον εμπορικά. Σήμερα, μάλλον θα ξεχαστεί γρήγορα. Αν όμως είστε φίλος των The Four Seasons, η προβολή θα σας αποζημιώσει εύκολα. 

**

Αχιλλέας Παπακωνσταντής 



THE HOMESMAN (2014), του Tommy Lee Jones



Η αλληλουχία των κάδρων που συνοδεύουν τους τίτλους αρχής του The Homesman σφυρίζουν ένα σκοπό πολύτιμο, γνώριμο στους μυημένους σινεφίλ. Ο εξήντα οκτάχρονος σκηνοθέτης του, στη δεύτερη μόλις (κινηματογραφική) ταινία του, αποδεικνύεται άριστος συνεχιστής μιας παράδοσης που ο John Ford είχε ενθρονίσει σε αρχή αξιωματική: την ανάδειξη της αισθητικής σε επιταγή ηθική. Κι όπως στον συγκλονιστικό Μελκιάδες Εστράδα, έτσι κι εδώ η φόρμα του γουέστερν θα κληθεί να ντύσει μια ιστορία ηθικής εξιλέωσης του Άντρα. Ωστόσο, οι προθέσεις καμουφλάρονται επιτυχώς κατά τα πρώτα ογδόντα περίπου λεπτά, οπότε και το φιλμ προτάσσει εαυτόν ως μια αναθεωρητική, επαναστατικά φεμινιστική ματιά πάνω σε ένα κατεξοχήν ανδρικό κινηματογραφικό είδος. Άλλοτε ευθέως (η θέση της αρρενωπής Mary Bee/Hilary Swank ως αναμφισβήτητη πρωταγωνίστρια ενός επικίνδυνου ...ανδραγαθήματος) κι άλλοτε υπαινικτικά (σε μια αποδόμηση των ηθών της εποχής δεν είναι η γεροντοκόρη μα οι παντρεμένες που καταλήγουν - κυριολεκτικά - για δέσιμο), θίγει το ζήτημα της επίδρασης του κοινωνικού περιβάλλοντος στην ιστορική θέση της γυναίκας. Μια απρόσμενη σεναριακή εξέλιξη, όμως, θα προσδώσει στο Homesman ένα μήνυμα ύποπτο, αν όχι ξεκάθαρα αντιδραστικό. Υπέρμετρα νοσταλγικός κι αναπάντεχα συντηρητικός, ο Jones πέφτει στην παγίδα που ο ίδιος έστησε επιμελώς: ενώ θέλησε να μας μιλήσει για τη Γυναίκα, την υποβιβάζει αδικαιολόγητα στο ρόλο του απλού μεσάζοντα στην ηθική δοκιμασία για την μετάνοια, και την συνεπακόλουθη κάθαρση, του Άντρα. Ο τελευταίος μοιάζει εν τέλει να παραμένει ο μοναδικός (αντι)ήρωας που δύναται να κατοικήσει το μυθολογικό τοπίο της Δύσης.

Κι ενώ στο αριστουργηματικό ντεμπούτο του, ο Jones εκμοντέρνιζε εύστοχα το γουέστερν στις φορμαλιστικές του βάσεις (με την καταλυτική, καθώς φαίνεται, επίδραση του σεναριογράφου Guillermo Arriaga), εδώ καταλήγει αθεράπευτα παλιομοδίτης, συμβάλλοντας άθελά του στην καταβύθιση τούτου του πανέμορφου κινηματογραφικού genre σε είδος μουσειακό για το κοινό του 21ου αιώνα (άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ολιγόλεπτη, καρικατουρίστικη παρουσία των Ινδιάνων που εξυπηρετεί, όπως άλλωστε και οι γυναίκες της ταινίας, την ηθική εξύψωση του George). Ωστόσο, η μεγαλύτερη αδυναμία του Homesman εντοπίζεται στον συντετμημένο ρυθμό του. Πρόκειται για κλασικό παράδειγμα φιλμ που θα μπορούσε μόνο να επωφεληθεί από μια μεγαλύτερη διάρκεια, ώστε η πανέμορφη φωτογραφία να είχε την ελευθερία να αναπνεύσει και να αναδείξει μέσα από τη γεωγραφική συνισταμένη το σημείο συνάντησης ανάμεσα στο φυσικό τοπίο και τους κοινωνικοπολιτικούς μηχανισμούς που το κατοίκησαν.  Ως έχουν τα πράγματα, ο θεατής μένει με το συναισθηματικό βάρος του ιλαροτραγικού χορού ενός παραιτημένου cowboy, σε μια σκηνή που σε συνδυασμό με τον όμορφο τίτλο της ταινίας, φωτίζουν τη γενεαλογική σύνδεση του George με κάποιον Ethan Edwards κι έναν Travis Henderson.  

**½

Αχιλλέας Παπακωνσταντής