Παράλληλα, μέσα σε αυτή τη βδομάδα γινόμαστε μάρτυρες της σύνοψης όλων των αντιθετικών δυνάμεων που συγκρούονταν εντός της Marilyn και μετά από λίγα χρόνια έμελλαν να την καταστρέψουν πλήρως. Είναι επίτευγμα σεναριακό πρωτίστως (και δευτερευόντως σκηνοθετικό) όταν η καταγραφή ολιγάριθμων περιστατικών συγκεντρωμένων σε μια χούφτα μέρες, περιγράφει ένα χαρακτήρα πιο μεστά από τόσες και τόσες βιογραφίες της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης. Δυστυχώς, αυτό δε σημαίνει ότι το φιλμ ξεπερνά τελικά τις πρόδηλες και, ούτως ή άλλως, εξαιρετικά γνωστές πτυχές της ζωής της σταρ.
Η κινηματογραφική συνάντηση των Olivier και Monroe προσφέρει απλόχερα θέματα στον Curtis: η σύγκρουση γενεών, κουλτούρας, «τρόπων» υποκριτικής (από την μία η μοντέρνα Μέθοδος από την άλλη η παραδοσιακή μεγαλοφυΐα της θεατρικής καλλιέργειας), ακόμα κι ένα άτυπο σχόλιο για τις ανασφάλειες που δημιουργεί στον ηθοποιό η έκθεση στο ευρύ κοινό – δεν είναι μόνο η Marilyn που έρχεται στο Λονδίνο για να πείσει για τις ερμηνευτικές της ικανότητες, είναι και ο Olivier που φωνάζει κοντά του την Marilyn για να πείσει (τον εαυτό του;) για τη φρεσκάδα και την προσαρμοστικότητά του. Όμως, η απεικόνιση μιας βαθύτερης, εσωτερικής δυναμικής ανάμεσα στους δύο απουσιάζει παντελώς από το φιλμ. Ενδεικτικό δείγμα, θαρρείς, της εμμονής των δημιουργών του σε μια «τελειο-φανή» και, τελικά, πλαστική μίμηση. Διόλου τυχαία, η αναπαράσταση της εποχής (σκηνικά και κουστούμια) συνιστά το μεγαλύτερο, ίσως, ατού του έργου.
Η Michelle Williams συλλαμβάνει τις ευαίσθητες κι ευάλωτες πλευρές της απόλυτης movie star, αλλά κατορθώνει ελάχιστα να μεταφέρει τον ερωτικό μαγνητισμό της. Και Marilyn χωρίς sex appeal, δε νοείται. Οφείλουμε σε κάθε περίπτωση να αναγνωρίσουμε την τόλμη της Williams να ενσαρκώσει ένα πρόσωπο που, πολύ περισσότερο από πραγματικός άνθρωπος, έχει μείνει στη μνήμη ως είδωλο, ως «εικόνα» - προσέξτε τη σκηνή που υπαινικτικά έρχεται σε σύγκριση με τη Mona Lisa του Leonardo Da Vinci ή εκείνη όπου ψιθυρίζει στο αυτί του Colin, «shall I be her?» πριν φορέσει τις διάσημες πόζες της. Από την άλλη, ο Branagh μοιάζει η πλέον προφανής επιλογή από το σύγχρονο «πυροβολικό» της βρετανικής υποκριτικής για το ρόλο του Olivier και, δυστυχώς, το ίδιο προφανείς είναι και οι επιλογές του στην ενσάρκωση του δικού του ειδώλου. Ακόμα κι έτσι, δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να κερδίσει τις εντυπώσεις με δυο – τρεις εξαιρετικές στιγμές (όπως οι μονόλογοί του μπροστά στον καθρέφτη με το πρόσωπό του καλυμμένο από μακιγιάζ).
Η κινηματογραφική βδομάδα μας με την Marilyn δεν είναι τίποτα περισσότερο από εκατό ανώδυνα λεπτά, με πλούσιο ταλέντο μπροστά και πίσω από την κάμερα να στέκει κολλημένο στην επιφάνεια κι ένα παράπονο στις σκέψεις του θεατή που θα μένει να αναζητά ψήγματα του ενός πραγματικά αξεπέραστου ταλέντου της Monroe: να σαγηνεύει και να ελκύει με ένα βλέμμα και μόνο. Άθελά του το φιλμ του Curtis την προσγειώνει αταίριαστα, λες και ο στόχος του ήταν να ικανοποιήσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την ίδια την Marilyn, τον άνθρωπο πίσω από την εικόνα.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου