Στα τέλη του 1914 κι ενώ η σύντομη - όπως αποδείχτηκε - συνεργασία του Griffith με την Mutual όδευε προς το τέλος της, ο
Αμερικανός σκηνοθέτης έφερε πάλι μαζί το πρωταγωνιστικό δίδυμο του Judith of Bethulia, Henry B. Walthall και Blanche Sweet, για να φτιάξει ένα φιλμ
εμπνευσμένο από το έργο του Edgar Allan Poe. Ο θαυμασμός του για τον καταραμένο ποιητή ήταν τόσο μεγάλος (όπως είχε
ήδη αποδείξει στο παρελθόν), ώστε το The Avenging Conscience να αποτελεί έναν πραγματικό φόρο
τιμής, καταφέρνοντας να χωρέσει μέσα στα 85 λεπτά του αναφορές σε έργα τόσο
διαφορετικά μεταξύ τους όπως τα Annabel Lee, The Tell-Tale Heart, The Pit and the Pendulum, The Black Cat και The Conqueror Worm. Σε μια ιδιοφυή σύνθεση του υλικού του, o Griffith παρέδωσε την πρώτη σημαντική απόπειρα στο αμερικάνικο σινεμά του τρόμου. Ταυτόχρονα,
οι σκηνές της εμφάνισης του φαντάσματος του δολοφονημένου θείου δίνονται με
εντυπωσιακά εφέ (ως επί τω πλείστω επρόκειτο για διπλοτυπίες), φέρνοντας στην
επιφάνεια έναν μετα-κινηματογραφικό προβληματισμό γύρω από την αθανασία που
υποσχόταν η νεαρή ακόμα τέχνη του σινεμά.
Η σκηνή της δολοφονίας, καθώς κι όλα τα λεπτά που προηγούνται αυτής,
συνιστούν ένα μικρό κομψοτέχνημα, μια αριστουργηματική άσκηση ύφους. Η
εκκρεμότητα της δράσης δημιουργεί σασπένς που κόβει την ανάσα και το συνειρμικό
μοντάζ συμβάλλει στην εκκεντρική ατμόσφαιρα. Την ίδια στιγμή, η λεπτοδουλεμένη
ερμηνεία του Walthall φαντάζει
μοντέρνα μέχρι και σήμερα και μαζί με το σκηνοθέτη του, εμπλέκουν το θεατή σε
έναν ιστό μυστηρίου και ηθικής ενδοσκόπησης. Το mise en scène είναι πρωτοφανώς εντυπωσιακό για το σινεμά του Griffith, με τα διάφορα μικροαντικείμενα στο χώρο
να έχουν τη δική τους, ξεχωριστή σημασία. Η χρήση του βάθους πεδίου προσδίδει
μια πλαστικότητα στα κάδρα, η σύνθεση των οποίων μαρτυρά έναν καλλιτέχνη σε
στιγμές μεγάλης εικαστικής έμπνευσης. Η εικονογράφηση της πρώτης ρομαντικής
συνάντησης ανάμεσα στους δύο ήρωες, για παράδειγμα, δίνεται με ένα πολύ γενικό
πλάνο που τους εντάσσει αρμονικά στην ομορφιά της φύσης, προσδίδοντας λυρισμό
σε ένα σφιχτοδεμένο θρίλερ.
Το δεύτερο μισό του The Avenging Conscience αφιερώνεται στις Ερινύες που περικυκλώνουν
τον ήρωα, με τον Griffith να χειρίζεται άριστα τις καταβολές του από
την αρχαιοελληνική τραγωδία. Το φινάλε παραμένει αφόρητα ηθικοπλαστικό,
μπολιασμένο κιόλας από την άκαμπτη χριστιανική πίστη του δημιουργού. Η εμφάνιση
του οράματος του Χριστού μπορεί να φαντάζει αστεία στο σύγχρονο θεατή, δίνει όμως
την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να χαρίσει στον Walthall το πιο όμορφο γκρο πλαν του
αμερικάνικου σινεμά στην μικρή έως τότε ιστορία του. Ο ηθοποιός ανταποδίδει
ζωγραφίζοντας με γκροτέσκο πινελιές την παραληρηματική κλιμάκωση των τελευταίων
λεπτών που σε αισθητικό επίπεδο σίγουρα ενέπνευσε το γερμανικό εξπρεσιονιστικό
κινηματογράφο των αμέσως επόμενων χρόνων. Το τραγικό μα αμφίσημο φινάλε
εξυψώνει το The Avenging Conscience σε μια από τις καλύτερες στιγμές στο συνολικό έργο του Griffith και διαγράφει μονομιάς τα ουκ ολίγα
αφηγηματικά του ελαττώματα, όπως οι διάφοροι υπανάπτυκτοι δεύτεροι ρόλοι (στους
οποίους συναντάμε τον Robert Harron, τη Mae Marsh, αλλά και τον
έμπιστο φίλο και συμπαραγωγό του σκηνοθέτη, George Siegmann).
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου