Εγκαταλείποντας τη Biograph μετά την περιπέτεια του Judith of Bethulia, ο Griffith δεν άργησε να βρει την καινούρια του στέγη. Ήρθε σε συμφωνία με το αφεντικό της Mutual, Harry Aitken, και χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε να σκηνοθετεί μεσαίου και μεγάλου μήκους φιλμ, εκ των οποίων όλα έφερναν πλέον την υπογραφή του (καθώς και τα αρχικά DG σε κάθε υπέρτιτλο, ως δείγμα γνησιότητας). Ωστόσο, η εταιρεία δεν βρισκόταν στην καλύτερη οικονομική κατάσταση, με αποτέλεσμα οι παραγωγές που προσέφερε στον Griffith να είναι φθηνές, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφερόταν στα φιλμ αυτής της περιόδου ως "pot boilers", δηλαδή ως διεκπεραιωτικά έργα που τα ολοκλήρωνε απλά και μόνο για να εισπράττει τον μισθό του. Μάλιστα, τα γυρίσματα πολλών εξ αυτών λάμβαναν χώρα παράλληλα με την πολύμηνη προετοιμασία ενός επικού σχεδίου που ο Griffith είχε στα σκαριά, δηλαδή τη φιλμική διασκευή του μυθιστορήματος του Thomas Dixon, The Clansman (που θα στο τέλος θα κατέληγε το Birth of a Nation). Στα τέλη του 1914, όμως, κυκλοφόρησαν δύο ταινίες οι οποίες ξεχώριζαν από το σωρό και θεωρούνται σήμερα ως οι καλύτερες του σκηνοθέτη για τη Mutual: το Home Sweet Home και το The Avenging Conscience.
Η πρώτη είναι ένα σπονδυλωτό φιλμ σε τέσσερα επεισόδια, με δομή
πρωτοποριακή για την εποχή. Η εισαγωγική ιστορία μας συστήνει τον John Howard Payne, bon viveur που, μέσα
από τις ατυχίες και τις λάθος επιλογές του στην προσωπική του ζωή, θα βρει
τελικά την έμπνευση να γράψει ένα ποίημα (το όνομα του οποίου δίνει στο φιλμ
τον τίτλο του). Αυτό με τη σειρά του θα επηρεάσει ευεργετικά τις ζωές άλλων
ανθρώπων, όπως φανερώνεται στα τρία επόμενα σκετς. Μέσα από τους στίχους του Payne, ο Griffith ουσιαστικά ενώνει τέσσερις μικρού μήκους ταινίες,
επιδεικνύοντας μια αξιοθαύμαστη υφολογική ποικιλία: από την ηθογραφία, στη
ρομαντική κομεντί, κι από εκεί, στο τραχύ δράμα (η τρίτη ιστορία είναι θεματικά
και σκηνοθετικά πρόδρομος του Greed του Erich Von Stroheim). Συγκεντρώνοντας όλους τους αγαπημένους του ηθοποιούς (Henry B. Walthall, Lillian Gish, Dorothy Gish, Mae Marsh, Robert Harron, Blanche Sweet), θα καταφέρει να χωρέσει μέσα σε ένα
έτοιμο σενάριο, μια βαθύτατα προσωπική ιστορία. Ο βασικός ήρωας είναι ένας
άνδρας του οποίου οι αποτυχίες της προσωπικής ζωής αντισταθμίζονται από την
προσφορά του στην ανθρωπότητα μέσω του έργου του. Πέρα από μια κατάθεση
καλλιτεχνικής εγωπάθειας (ο Griffith έβλεπε το γάμο του να παίρνει την κατιούσα και στρεφόταν όλο και
περισσότερο προς τη δημόσια περσόνα του ως ο πρώτος αναγνωρισμένος καλλιτέχνης
του κινηματογράφου), στο Home Sweet Home κρύβεται ο φόρος τιμής προς τον πατέρα του που μπορεί να απογοήτευσε
την οικογένειά του, αλλά πρώτα είχε προσφέρει τον εαυτό του στο καθήκον της
πατρίδας.
Ο αφηγηματικός έλεγχος του Griffith είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα, οι ηθοποιοί πλησιάζουν πλέον
συστηματικά την κάμερα και τα ρακόρ στον άξονα αφθονούν. Η συνολική αντίληψη
του χώρου και των κάδρων, όμως, αποτελεί ένα πισωγύρισμα για το σκηνοθέτη, αφού
στα τελευταία του φιλμ στη Biograph είχε ξεφύγει κάπως από τις αφόρητα θεατρικές συμβάσεις. Δε
συμβαίνει το ίδιο κι εδώ και το πρώτο πλάνο της ταινίας, με την αυλαία να
ανοίγει, είναι αρκούντως εύγλωττο. Ωστόσο, το Home Sweet Home παρακολουθείται ευχάριστα από το
σύγχρονο θεατή, ειδικά χάρη στην κωμική ιστορία, όπου η Mae Marsh δίνει τον καλύτερο της εαυτό και συγκινεί αβίαστα με την τραχιά αθωότητα
του χαρακτήρα της. Το θρησκευτικού χαρακτήρα φινάλε, όπου ο Payne ξαναβρίσκει την αγαπημένη του στον
Παράδεισο, αφενός αποτελεί προπομπό του κλεισίματος των Birth of a Nation και Intolerance, αφετέρου εντυπωσιάζει με την ευφυή χρήση του εφέ της διπλοτυπίας.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου