Λίγα πρόσωπα παραμένουν τόσο αμφιλεγόμενα στην ιστορία του κινηματογράφου όσο ο David Wark Griffith. Ο απροκάλυπτα ρατσιστικός χαρακτήρας ενός και μόνο φιλμ (βλ. Η Γέννηση ενός Έθνους) έχει αμαυρώσει, δικαίως ή αδίκως, το σύνολο μιας φιλμογραφίας που περιλαμβάνει περισσότερους από 450 τίτλους. Διανύοντας το δεύτερο αιώνα της ζωής της, η τέχνη του σινεμά γνωρίζει στις μέρες μας μία ιστοριογραφική προσέγγιση που τοποθετεί την ηθικοπολιτική της ευαισθησία πάνω από την όποια τεχνική/φορμαλιστική εξέλιξη, σε βαθμό αναμφισβήτητα μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο τομέα της ανθρώπινης δημιουργίας (η ζωγραφική και η μουσική είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα προς την αντίθετη κατεύθυνση). Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που εν έτη 2013 ο πρωτοπόρος Αμερικάνος σκηνοθέτης αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση με αμηχανία. Το 1999, το Σωματείο των Σκηνοθετών αποφάσισε να αφαιρέσει το όνομά του από τον τίτλο του βραβείου που δίνει κάθε χρόνο σε επιλεγμένα πρόσωπα για το σύνολο της προσφοράς τους στον κινηματογράφο και που επί 46 συναπτά έτη αποκαλούταν the D.W. Griffith Lifetime Achievement Award. Επιπροσθέτως, νεότεροι δημιουργοί τεράστιας επιδραστικότητας στην κοινή γνώμη και στο σινεμά της εποχής τους, όπως ο Quentin Tarantino, απορρίπτουν συλλήβδην τον Griffith λόγω της απαράδεκτης ιδεολογίας του The Birth of a Nation (μάλιστα, αυτή η φανατική πολεμική οδήγησε τον δημιουργό του Pulp Fiction να διαγράψει σε πρόσφατες δηλώσεις του και την προσφορά του John Ford, εξαιτίας της εμφάνισής του ως κομπάρσου στο προαναφερθέν φιλμ). Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι...
Ο Abel Gance, ταξιδεύοντας το 1921 στις ΗΠΑ για την προώθηση της τελευταίας του ταινίας,
"J'accuse", δήλωνε σε κάθε ευκαιρία πως τον
ενδιέφερε η γνώμη ενός και μόνο ανθρώπου, κι αυτός ήταν ο Griffith. Ο Erich von Stroheim, στο απόγειο της καριέρας του, ονομάτιζε
επανειλημμένως τον γεννημένο στο Κεντάκι σκηνοθέτη ως τον πρώτο καλλιτέχνη που
έφερε την ποίηση σε ένα "φθηνό μέσο διασκέδασης", όπως ήταν το σινεμά
την εποχή των nickelodeon. Ο
πρωτοστάτης του στρατευμένου κινηματογράφου, Sergei M. Eisenstein, ομολογούσε
πως ήταν η προβολή του Intolerance που του αποκάλυψε για πρώτη φορά τις πραγματικές δυνατότητες του μοντάζ
- μάλιστα, στο κείμενό του με τον εύγλωττο τίτλο "Ο Ντίκενς, ο Γκρίφιθ, κι
εμείς", με έτος δημοσίευσης το 1940, ο Σοβιετικός χρίζει τον Αμερικανό "εφευρέτη"
του μοντάζ και μεγάλο κληρονόμο της λογοτεχνικής παράδοσης της αφήγησης. Μερικά
χρόνια αργότερα, ο André Bazin έγραφε πως
οι τρεις σημαντικότεροι δημιουργοί στα κινηματογραφικά χρονικά ήταν ο Griffith, ο Chaplin και ο Von Stroheim, μεταγγίζοντας έτσι την αγάπη του για τον
πρώτο εξ αυτών σε σύσσωμη τη νεότερη γενιά των Γάλλων κριτικών. Τέλος, ο Jean Mitry, ένας εκ των σπουδαιότερων ιστορικών της έβδομης τέχνης, δήλωνε χαρακτηριστικά:
"Μπορούμε να πούμε, χωρίς την παραμικρή υπερβολή, πως αν το σινεμά οφείλει
στο Λουί Λυμιέρ την ύπαρξή του ως μέσο ανάλυσης κι αναπαραγωγής της κίνησης
(και κατά συνέπεια, ως θέαμα κι ως βιομηχανία θεάματος), είναι στον Γκρίφιθ που
χρωστά την ύπαρξή του ως τέχνη, ως μέσο έκφρασης και νοηματοδότησης".
Το γεγονός πως η
αξία της συνεισφοράς του Γκρίφιθ μειώνεται όσο αποκτάμε μεγαλύτερη απόσταση από
την εποχή του, φαντάζει τουλάχιστον ως παράδοξο. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί και
μια μεγάλη ευκαιρία για να προσεγγίσουμε σήμερα το έργο του από μια καινούρια
οπτική γωνία. Όχι πια ως τον προπομπό ενός "άλλου" σινεμά, δηλαδή του
κλασικού χολιγουντιανού κινηματογράφου της συνέχειας και της διαφάνειας, αλλά
ως αυτόνομη καλλιτεχνική παραγωγή με τη δική της αξία. Έτσι, θα διαπιστώσουμε
ότι, για παράδειγμα, πίσω από τη χρήση του παράλληλου κι εναλλασσόμενου μοντάζ
(cross-cutting), κρύβεται η ακλόνητη πίστη του Γκρίφιθ
σε μία φυσική αιτιότητα (απαραίτητη προϋπόθεση, θαρρείς, για την οντολογική
αναγνώριση του μοντάζ). Θα συνειδητοποιήσουμε ότι η χρήση των κοντινών πλάνων,
όχι πλέον αποκλειστικά ως "σφήνα" ενός αντικειμένου στη ροή της
αφήγησης αλλά ως σταδιακή προσέγγιση της κάμερας προς το πρόσωπο που
κινηματογραφεί, μαρτυρά το ανθρωπιστικό βλέμμα ενός σκηνοθέτη που αντιστάθμιζε
το μεγάλο του πάθος για την Ιστορία, με την αγάπη του για τις μικρές ανθρώπινες
ιστορίες, για τα θύματα των μεγάλων γεγονότων. Ακόμα, θα παρατηρήσουμε πως τα
περίφημα ride to rescue (η τεχνικής της "διάσωσης της τελευταίας στιγμής") με τα
οποία αρεσκόταν να κλείνει τα φιλμ του, αποδεικνύουν την βαθιά του γνώση για
την ικανότητα του σινεμά προς μια συναισθηματική και ψυχολογική χειραγώγηση του
θεατή. Ναι, υπάρχει ουσία και περιεχόμενο στο σινεμά του Γκρίφιθ, πέρα από τις
χιλιοδοξασμένες τεχνικές καινοτομίες.
Όσον αφορά τις
τελευταίες, είναι πλέον κοινώς παραδεκτό πως του έχουν κατά καιρούς αποδοθεί
στιλιστικές ανακαλύψεις που, στην πραγματικότητα, προϋπήρχαν των ταινιών του.
Το γκρο πλαν, το παράλληλο μοντάζ και την μεγάλου μήκους ταινία, όλα αυτά ο
Γκρίφιθ τα βρήκε έτοιμα και δοκιμασμένα. Ήταν εκείνος, ωστόσο, που τους έδωσε
το διαχρονικό τους αφηγηματικό ρόλο, ωθώντας τις εκφραστικές δυνατότητες του
κινηματογραφικού μέσου στα άκρα. Κι αν
υπάρχει μία φορμαλιστική συνεισφορά του Γκρίφιθ στην έβδομη τέχνη που είναι
συγχρόνως αδιαμφισβήτητη και παραγνωρισμένη, πρόκειται για την εξέλιξη της ερμηνείας
του ηθοποιού, το περίφημο screen acting. Αναπτύσσοντας μια πρωτόλεια θεωρία κινηματογραφικού
ρεαλισμού, θα συμβάλλει τα μέγιστα στον περιορισμό των υπερβολικών, θεατρικών
χειρονομιών, προωθώντας μια εκφραστική εγκράτεια που θα έχει για σημείο
αναφοράς την αληθινή ζωή κι όχι το στιλιζαρισμένο δράμα.
Σε επίπεδο
θεματολογίας, τα φιλμ του Griffith εμπίπτουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ηθογραφικά δράματα και τα ιστορικά
έπη. Ακόμα και στα δεύτερα, όμως, ο ήρωας τίθεται πάντοτε ενώπιον ηθικών
διλημμάτων και καλείται συχνά να διαλέξει ανάμεσα στην αγάπη για πρόσωπα
κοντινά και στην πίστη για το σκοπό που υπηρετεί (και που στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων θα
πρόκειται για την πατρίδα). Πάντως, το σταθερό μοτίβο που διατρέχει σχεδόν όλα
τα φιλμ του Γκρίφιθ είναι η οικογένεια, υπό πολλές διαφορετικές μορφές και
καταστάσεις. Κινδυνεύοντας να υποπέσουμε στην ευκολία μιας ψυχαναλυτικής
ερμηνείας, η συγκεκριμένη εμμονή μπορεί να είχε ως αφετηρία το θάνατο του
πατέρα του σκηνοθέτη όταν εκείνος ήταν μόλις δέκα χρονών. Γεννημένος στις 22
Ιανουαρίου 1875, ο David Griffith θα ζήσει όλη του την παιδική ηλικία
με το θρύλο του ηρωικού πατέρα που υπηρέτησε στον εμφύλιο ως στρατηγός των
Νοτίων (κι αυτό εξηγεί πολλά από τα ιδεολογικά αμαρτήματα των ταινιών του
σκηνοθέτη) και την πολύ διαφορετική, καθημερινή εικόνα ενός μεθύστακα που με
τον πρόωρο θάνατό του, άφησε μια οικογένεια όχι απλά χωρίς στήριγμα, αλλά βουτηγμένη
στα χρέη. Λίγο μετά την ενηλικίωσή του, κι αφού πέρασε από πολλές διαφορετικές
δουλειές, ο Griffith θα ξεκινήσει μια αξιοπρεπή καριέρα θεατρικού ηθοποιού, κρατώντας πάντα
στο μυαλό του το όνειρο να γράψει και να ανεβάσει το δικό του έργο. Σε μια από
τις περιοδείες του, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Linda Arvidson, με την οποία παρέμεινε παντρεμένος για περίπου τριάντα χρόνια. Στα τέλη
του 1906, θα ολοκληρώσει το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο The Fool and the Girl, το οποίο θα ανέβει από το θίασο του James K. Hackett, αλλά θα κατακρεουργηθεί
από την κριτική. Απογοητευμένος, ο Griffith θα στραφεί προς το "μικρότερης αξίας" έργο της
συγγραφής κινηματογραφικών σεναρίων που λίγο θα υποπτευόταν και ο ίδιος πως θα
σήμανε την απαρχή ενός εκ των σπουδαιότερων κεφαλαίων στην ιστορία του σινεμά.
Πολύ σύντομα
άρχισε να εμφανίζεται και ο ίδιος ως ηθοποιός σε μικρού μήκους ταινίες. Η πιο
γνωστή του συμμετοχή, από εκείνες που διασώζονται σήμερα, βρίσκεται στο Rescue From An Eagle's Nest, σκηνοθετημένο από τον J. Searle Dawley για
λογαριασμό της εταιρείας του Edison. Όταν το καλοκαίρι του 1908, ο έμπειρος
σκηνοθέτης Wallace McCutcheon θα αρρωστήσει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μιας
ασήμαντης περιπέτειας με τον τίτλο The Adventures of Dollie, η εταιρεία παραγωγής του φιλμ, Biograph, θα αναθέσει χωρίς προειδοποίηση στον 33χρονο Griffith την αποστολή ολοκλήρωσής του. Η
κριτική κι εμπορική επιτυχία του θα δώσει την αφορμή για μια λαμπρή συνεργασία
πέντε και βάλε χρόνων, μέχρι τις αρχές του 1914. Ο Griffith θα σκηνοθετήσει παραπάνω από 400
μικρού μήκους ταινίες για την Biograph ως το 1913, ενώ το κύκνειο άσμα του για τη συγκεκριμένη
εταιρεία, θα είναι το μεσαίου μήκος φιλμ, Judith of Bethulia (1914). Δεν είναι λίγοι οι μελετητές του
Αμερικανού σκηνοθέτη που θεωρούν ότι σε αυτήν την πρώτη περίοδο της καριέρας
του, έδωσε τα καλύτερά του φιλμ. Είναι
αλήθεια πως η τεχνική πρόοδος από χρόνο σε χρόνο υπήρξε αλματώδης, ενώ ο
περιορισμός της μικρής διάρκειας έδινε το έναυσμα για μια ποιητικής ευαισθησίας
αφαιρετικότητα που συχνά απουσιάζει από τις μεγάλους μήκους ταινίες του. Σύμφωνα
με πολιτική της Biograph, τα φιλμ
παρέμεναν ανυπόγραφα, αλλά με την αποχώρησή του για την αντίπαλο εταιρεία, Mutual, ο Griffith έσπευσε να κατοχυρώσει την πατρότητά τους με μια σειρά από
δημοσιεύσεις σε εφημερίδες της εποχής.
Παρά τα
προβλήματα με το ποτό που επιδείνωναν διαρκώς την κατάσταση της υγείας του, ο
μύθος που ήθελε τον Griffith
να περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στη φτώχεια, ξεχασμένος από τη
βιομηχανία, απέχει αρκετά από την πραγματικότητα. Το βρετανικό ριμέικ του Broken Blossoms στα μέσα της δεκαετίας του '30 του απέφερε μια μικρή
περιουσία, ενώ την ίδια περίοδο διατηρούσε τη δική του, διάσημη μάλιστα,
ραδιοφωνική εκπομπή όπου αφηγούταν τις αναμνήσεις του από τα πρώτα χρόνια της
κινηματογραφικής βιομηχανίας. Το 1936, ο πρόεδρος της Ακαδημίας, Frank Capra, παρέδωσε ένα ειδικό βραβείο Όσκαρ στον Griffith, επιλέγοντάς τον ταυτόχρονα για να παρουσιάσει τα
βραβεία Ά γυναικείου ρόλου (στην Bette Davis) και 'Α αντρικού
(στον Victor McLaglen). Την εποχή εκείνη η τελετή ήταν
βιντεοσκοπημένη και το διασωθέν υλικό μας αποκαλύπτει έναν ...μεθυσμένο Γκρίφιθ
να κοντεύει να έρθει στα χέρια με την οξύθυμη Davis. Την ίδια χρονιά, πέτυχε να πάρει διαζύγιο από τη
Linda Arvidson και χωρίς να χάσει χρόνο
παντρεύτηκε την κατά 35 χρόνια μικρότερή του, Evelyn Baldwin. Το 1940, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη οργάνωσε προς τιμήν
του Griffith, την πρώτη στα
χρονικά ρετροσπεκτίβα στο έργο ενός κινηματογραφικού σκηνοθέτη. Λίγο μετά το
χωρισμό του με την Baldwin, στις
24 Ιουλίου 1948, ο Griffith απεβίωσε στο νοσοκομείο από εγκεφαλική αιμορραγία.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
3 σχόλια:
http://www.youtube.com/watch?v=3p1T3sVX4EY
Εδώ η βράβευση του Stanley Kubrick με το βραβείο του Director's Guild, όσο ακόμα έφερε το όνομα του Griffith. Αξίζει να ακούσουμε με προσοχή τα λόγια με τα οποία ένας μεγάλος σκηνοθέτης αποτίει φόρο τιμής σε έναν προγενέστερο συνάδελφό του.
Απολαυστικό όλο το αφιέρωμα στον Griffith και εξαιρετικά επίπονο φαντάζομαι.
Μια πολύτιμη συνεισφορά στην βιβλιογραφία της Ελληνικής κινηματογραφικής κριτικής.
Ευχαριστούμε Αχιλλέα!
Ευχαριστώ πάρα πολύ, φίλε μου, νομίζω ότι το σχόλιό σου με τιμά υπέρ του δέοντος. Πάντως, καθόλου επίπονο, θα ξαναέβλεπα τα φιλμ του Griffith αντί πολλών μεταγενέστερων.
Δημοσίευση σχολίου