Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

SIMPLE MEN (1992), του Hal Hartley


Ο Bill, ένας μικροκακοποιός που μόλις προδόθηκε από τους συνεργούς του στο μεγαλύτερο κόλπο της «καριέρας» του, και ο Dennis, ένας ήσυχος φοιτητής φιλοσοφίας, είναι δυο αδέρφια που ξεκινούν ένα ταξίδι σε αναζήτηση του πατέρα τους, William McCabe. Ο τελευταίος έχει μόλις ξεφύγει από τα χέρια των αρχών που τον κυνηγάνε για περισσότερα από είκοσι χρόνια ως υπεύθυνο αιματηρής βομβιστικής επίθεσης στο Πεντάγωνο. Ο τίτλος είναι αντιπροσωπευτικός της ταινίας του πολλά υποσχόμενου πίσω στα 1992 Hal Hartley. Η ανθρώπινη κωμωδία –και η διαστροφή της, η τραγωδία- είναι το επίκεντρο της θεματικής του, όπως εκδηλώνεται ειδικότερα μέσα στο αμερικανικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Η αφήγηση κινείται με έναν ακανόνιστο, σχεδόν αυτοσχεδιαστικό ρυθμό και διαπερνάει τις μεσοαστικές αγωνίες των προαστίων που ο σκηνοθέτης αγαπά να σατιρίζει. Βαθύτατα πολιτική, όχι μόνο μέσα από τις προφανείς αναφορές (ο πολιτικός τρομοκράτης πατέρας, «ο νόμος είναι ένα συμβόλαιο ανάμεσα σε αυτούς που τα έχουν και αυτούς που θέλουν να τους τα πάρουν» και «ποιος θέλει μια κυβέρνηση που δεν θα παρανομεί;», πάντα κατά Bill McCabe), αλλά κυρίως μέσα από την αμυντικά κωμική μα πλήρως ευαίσθητη ματιά στο αιώνιο θέμα των ανθρώπινων σχέσεων. Ο Bill, η Kate, ο Dennis, ακόμα και ο σερίφης της περιοχής είναι άνθρωποι πληγωμένοι, σε διαρκή αναζήτηση να γνωρίσουν έναν άλλο άνθρωπο – σύντροφο, εραστή, προστάτη. Η ματαιότητα της προσπάθειας που εικονογραφεί εδώ ο πεσιμιστής Hartley μαρτυρούν το πόσο προσωπική είναι για τον δημιουργό η ιστορία. Και είναι χάρη στην ευφυΐα του που τολμά να την εμπιστευτεί σε ένα φιλμικό όχημα που κινείται με μηχανισμούς αποξένωσης, μακρινά καταγόμενους από τον Μπρεχτ. Προσέξτε τον Bill να επισημαίνει ψυχρά τον τρόπο με τον οποίο μπορείς να κάνεις μια γυναίκα να σε ερωτευτεί. «I’m gonna sound mysterious, thoughtful, deep, but modest. And then I’m gonna fuck her». Ακριβώς έτσι αντιμετωπίζει το φιλμ τον θεατή, παίζοντας με το μυαλό του πριν τον γοητεύσει.

Είναι συχνή η σύγκριση του Hartley με τον Godard και μια προβολή του Simple Men αρκεί για να δικαιολογήσει κάτι τέτοιο. Η ληστεία άμα την έναρξη του φιλμ μοιάζει βγαλμένη από το Prenom Carmen, κάποιοι καβγάδες στο δρόμο θυμίζουν έντονα τον Τρελό Πιερό, και φυσικά υπάρχει η σκηνή του χορού. Απευθείας παραπομπή στην πολυαντιγραμμένη σκηνή του Μάντισον στο Bande A Part (εδώ στον καλύτερο φόρο τιμής της – συγνώμη Quentin), ο Hartley κινηματογραφεί έναν υπέροχο, από το πουθενά γεννημένο χορό παίζοντας με την κάμερά του καθώς σταδιακά βάζει έναν – έναν τους ήρωες στη σκηνή, όλοι υπακούοντας σε μια γοητευτικά παρακμιακή χορογραφία. Όμως οι ομοιότητες με τον πελώριο Γάλλο είναι πολύ βαθύτερες. Βρίσκονται στην αποστασιοποίηση που κυριαρχεί στην αφήγηση του Simple Men και στην ειρωνεία απέναντι στα τεκταινόμενα. Οι ηθοποιοί αποδίδουν τα μέγιστα ερμηνεύοντας με σοβαρότητα τους ήρωες, ταυτόχρονα σαρκάζοντας υπόγεια τις πράξεις και τις επιλογές τους. Διακατέχονται από μια κόμικ υπερβολή, καθώς ξεστομίζουν κάθε φράση με αφοριστική πολυσημία. Και φυσικά, ας μην ξεχάσουμε το παιχνίδι με τις συνεχείς αναφορές, ατάκες που προέρχονται είτε από το Dr. Mabuse του Fritz Lang είτε από βιβλία του Ιταλού αναρχικού Errico Malatesta.

Φυσικά, το φιλμ μοιάζει επηρεασμένο από το πρώιμο γκονταρικό έργο, με μια πιο ανάλαφρη και pop διάθεση (θυμίζοντας και τον Tarantino) αλλά και την αίσθηση ενός φρέσκου απογόνου της nouvelle vague. Και για να δέσει το γλυκό, ο Hartley πλάθει και έναν απολαυστικό βενζινοπώλη που προσπαθεί να μάθει γαλλικά και ξεστομίζει την αξιομνημόνευτη ατάκα: «He didn’t look like a thief. He spoke French». Δεν είναι τυχαία μάλλον η πληροφορία που δίνει ο Dennis ότι η τρομοκρατική ενέργεια που αποδίδεται στον πατέρα του έλαβε χώρα το 1968! Ο υποτιμημένος (ή υπερτιμημένος – διαλέξτε στρατόπεδο) Hartley εντυπωσιάζει με το στυλιζαρισμένο του έργο όχι όμως μόνο σε επίπεδο χαρακτήρων. Θαυμάσια είναι και η ντελικάτη ρευστότητα της κάμερας του και η βιρτουόζικη πλανοθεσία που μοιάζει να του βγαίνει με χαρακτηριστική μάλιστα άνεση. Βέβαια, ήταν αναμενόμενο ένα μεταμοντέρνο φιλμ που επιφανειακά δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του να έχει μπόλικους εχθρούς. Το δυστύχημα είναι ότι ο κύριος Hartley φρόντισε με την φθίνουσα πορεία της φιλμογραφίας του να επιβεβαιώσει (σε κάποιο βαθμό) τους επικριτές του. Όμως θα έχει για πάντα την υπογραφή του στο Simple Men και αυτό φαντάζει αρκετό.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

5 σχόλια:

zisis είπε...

Γουστάρουμε Hal Hartley! Και είναι κρίμα που από το 2000 και μετά έριξε την παραγωγικότητά του και ουσιαστικά εξαφανίστηκε.

crispy είπε...

Και τι χορος.Με υποκρουση'kool thing' απο τους Sonic Youth!

theachilles είπε...

Γουστάρουμε Hartley, αλλά η τελευταία ταινία που είδα ήταν το Girl from Monday - νομίζω ότι είναι και η τελευταία του που φέραν εδώ οι ένδοξοι Έλληνες διανομείς. Κρίμα.
Όσο για τον χορό, είναι από εκείνα τα κινηματογραφικά αποσπάσματα που μαθαίνεις απ' έξω το λεπτό στο dvd και το βάζεις κατευθείαν εκεί για να σου φτιάξει τη διάθεση.

Ανώνυμος είπε...

There’s no such thing as adventure and romance. There’s only trouble and desire.

Κορυφαία ταινία. Απορώ πως ξέπεσε ο Μάρτιν Ντόνοβαν και παίζει σε μπιμουβιές με το Σάκη... Μόνο για αυτό θα το δω το Duress

theachilles είπε...

There's no such thing as perfect consistency, φίλε zamuc. Σημαντικότεροι από τον Ντόνοβαν έχουν κατά καιρούς παίξει σε κάκιστες ταινίες. Όσο για το Simple Men, το είπες μόνος σου...

Δημοσίευση σχολίου