Κυριακή 28 Μαρτίου 2010
LA COMMARE SECCA (1962), του Bernardo Bertolucci
Η αστυνομία εξετάζει πέντε υπόπτους για τον φόνο μιας ιερόδουλης και ο καθένας αφηγείται την προσωπική του εκδοχή για το τι συνέβη εκείνη την νύχτα. Είναι απίστευτο να σκεφτείς ότι ο Bertolucci ήταν μόλις 21 ετών όταν ολοκλήρωσε το ντεμπούτο του. Όχι μόνο θα δώσει εδώ σαφές στίγμα για το που θα κινηθεί θεματικά και ιδεολογικά στο άμεσο μέλλον σαν φιλμουργός, αλλά θα δείξει μεγάλη αυτοπεποίθηση, απορρέουσα αν μη τι άλλο από σίγουρη γνώση, στο χειρισμό των υλικών της ταινίας του. «Τη δεκαετία του ’60 όλοι θέλαμε να γίνουμε Godard», θα θυμηθεί ο ίδιος και θα συμπληρώσει ότι θα σκότωνε για ένα πλάνο του μεγάλου Γάλλου. Όμως κάθε πλάνο στο δικό του ντεμπούτο χρήζει θαυμασμού και μελέτης, μέσα στο σχεδόν εξπρεσιονιστικά φωτισμένο ασπρόμαυρο και στην απόλυτα μοντέρνα κίνηση της μηχανής. Προσέξτε την πρώτη ιστορία, νωρίς στο φιλμ. Σαν αγρίμια, οι τρεις νέοι σέρνονται στο χορτάρι, σκαρφαλώνουν και τρέχουν προσεχτικά, σε αναζήτηση της λείας – ερωτευμένα ζευγαράκια, για να τους κλέψουν ανενόχλητοι μια τσάντα, ένα πορτοφόλι. Το πραγματικό αγρίμι είναι όμως η κάμερα του Bertolucci και λεία της, η δράση. Θα μείνει κοντά στους νεαρούς ήρωες, θα ιδρώσει μαζί τους, θα σκύψει όταν πρέπει και θα κινηθεί γρήγορα όταν χρειαστεί. Αποφασισμένος, λες, να δοκιμάσει κάθε πιθανή γωνία λήψης και κάθε συνδυασμό κινήσεων, θα υπογράψει ηχηρά την άφιξή του ως ένας από τους πιο ταλαντούχους και υποσχόμενους κινηματογραφιστές νωρίς στη δεκαετία του ‘60 – το αν εκπληρώθηκαν αυτές οι προσδοκίες, είναι ένα άλλο θέμα, αρκετά ενδιαφέρον ομολογουμένως.
Η ιστορία της ιερόδουλης και η αναζήτηση του θύτη λίγο ενδιαφέρουν τον σκηνοθέτη. Πριν απ’ όλα, η ιδέα του Pasolini στην οποία βασίστηκε το σενάριο αποτελεί την ιδανική αφορμή για μια σπουδή πάνω στην υποκειμενική εξιστόρηση των γεγονότων και πώς αυτή επηρεάζεται από την μνήμη, την ψυχολογία της στιγμής και φυσικά από τα κίνητρα. Η αλήθεια και το ψέμα εγκαταλείπουν τη γωνιά τους και έρχονται ολοένα και πιο κοντά, διασχίζοντας συχνά τα μεταξύ τους σύνορα. Ανεξάρτητα από την σχέση τους με την νεκρή γυναίκα, όλοι οι μάρτυρες θα καταφύγουν σε μικρά ή μεγάλα ψέματα γιατί όλοι έχουν κάτι να κρύψουν. Και εδώ στρέφει την προσοχή του ο Bertolucci.
Περισσότερο από τον Godard, η βασική επιρροή του εδώ είναι ο μέντοράς του εκείνη την εποχή, Pier Paolo Pasolini. Κεντρικοί ήρωες είναι παιδιά του προλεταριάτου, με το μέλλον τους αβέβαιο και το παρόν να περιορίζεται σε έναν διαρκές αγώνα προκειμένου να εξασφαλίζουν καθημερινά τα απαραίτητα για την επιβίωση. Οι πέντε μάρτυρες είναι ένα εύρημα προκειμένου ο νεαρός Bertolucci να δώσει την προσωπική του εντύπωση για την εικόνα της Ιταλίας. Ξεκινώντας από μία αφετηρία νεορεαλιστική, θυμίζοντας περιοχές που διάβηκαν πριν οι Vitelloni και ο Accatone, θα καταπιαστεί με τους συγκεκριμένους χαρακτήρες – σύμβολα της κοινωνικής ανησυχίας του και με το περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται. Δυο κλεφτρόνια, ένας πρώην ληστής και νυν νταβατζής, ένας φαντάρος και ένας μάλλον διαταραγμένος, μυστηριώδης τύπος αποτελούν το όχημα για να αφήσει ο δημιουργός το σχόλιό του για την ανεργία, την ανασφάλεια των νέων, την κοινωνική ανισότητα, την αποτυχία του σωφρονιστικού συστήματος, όλα μέσα από μια λυρική ματιά στη ζωή των κατώτερων στρωμάτων της Ρώμης. Τελικά για τον Bertolucci δεν είναι όλοι τους ένοχοι, αλλά θύματα, χαμένοι σε μια ζωή χωρίς ευτυχία και ασφάλεια, χωρίς αγάπη.
Ταυτόχρονα, μελετώντας την εξατομικευμένη αντίδρασή τους απέναντι στην κατηγορία που τους βαραίνει, ο Bertolucci θα εξερευνήσει τα όρια του κινηματογραφικού μέσου. Μπορεί να το έχουμε ξαναδεί τόσες φορές (το Rashomon και κάμποσα έργα του Hitchcock μου έρχονται πρώτα – πρώτα στο μυαλό), ωστόσο εδώ η κάμερα με την ευφυέστατη κίνησή της (βοηθούμενη και από το καίριο μοντάζ) μας πείθει τόσο εύκολα στο ρόλο του παντογνώστη, ώστε όταν στο τέλος θα αποκαλυφθούν τα γεγονότα εκείνης της νύχτας, να νιώσουμε εξαπατημένοι. Το βλέμμα μας θα ταυτιστεί κατά τη διάρκεια των αφηγήσεων των ηρώων με εκείνο της κάμερας, η οποία βρίσκεται σχεδόν εξολοκλήρου στο χέρι, θολώνοντας συχνά τα όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και την μυθοπλασία - καθρεφτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον βασικό ίσως προβληματισμό του φιλμ, τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου