Τρεις αστυνομικοί του Μπρούκλιν, διεφθαρμένοι ο καθένας με τον δικό του μοναδικό τρόπο. O Σαλ, πιστός Καθολικός που λοξοδρομεί προσπαθώντας να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του όταν συνειδητοποιεί ότι ο μισθός του μπάτσου δεν αρκεί, ο Τάνγκο, μυστικός αστυνομικός με κάλυψη αρχηγού στο εμπόριο πρέζας που έχει καταφέρει να επιβληθεί στον υπόκοσμο και να επιζήσει φυλακή και νύχτα, ολοκληρώνει την αποστολή του για να προαχθεί σε αξιωματικό και ο Έντι, μια εβδομάδα πριν τη συνταξιοδότησή του, παραπαίει ανάμεσα στις πόρνες και το αλκοόλ.
Οραματιστής και με ταλέντο δημιουργός ο Αμερικανός Antoine Fuqua, μας ανάγκασε να τον προσέξουμε όταν το 2001 παρέδιδε ένα σκληρό αστυνομικό δράμα που εστίαζε στην ψυχολογία της διαφθοράς και των διεφθαρμένων και έριχνε μια διεισδυτική ματιά στο εσωτερικό της. Δυστυχώς από τότε δεν κατάφερε να φανεί αντάξιος των προσδοκιών και παρασύρθηκε σε ανούσιες μεν, καλογυρισμένες δε περιπέτειες, συντηρώντας το όνομά του ψηλά στην αναμονή του εκάστοτε νέου του φιλμ. Σαν να σκάρωνε κάτι για καιρό αυτό το τρομερό παιδί ωρίμασε, μάζεψε την εμπειρία της παραπάνω από δεκαετούς φιλμογραφίας του, ετοίμασε μια ιστορία που αισθανόταν προσωπική και, ορίστε, ένα μικρό αμερικανικό αστυνομικό διαμάντι.
Οικονομική εξαθλίωση , επαγγελματική διαφθορά, ηθική κατάπτωση. Η σειρά δεν αλλάζει, ο κατήφορος δεν σταματά. Μόνος εναντίον όλων ο λαθεμένος ηθικός βράχος στο σύστημα που θρέφει την αθλιότητα ως ύψιστο αγαθό. Αγαθό; Μάλλον απαραίτητο συστατικό για να την... βγάλεις. Ο Σαλ του μονίμως αξιόπιστου Ίθαν Χοκ δεν ψάχνει καταφύγιο στην πίστη του, αλλά την παραμερίζει προκειμένου να ζήσει την ζωή χαρισάμενη... επί Γης. Δυο τρία Χαίρε Μαρία και καθάρισες, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη εξομολόγηση. Ο προβληματισμός του φιλμ δίνεται από την αρχή με έναν εξαιρετικό διάλογο. Πριν τραβήξει τη σκανδάλη για να κλέψει άλλο ένα βαποράκι που κανείς δεν θα αναζητήσει, ο Σαλ εισάγει πρώτος την διαλεκτική του φιλμ. Δεν είναι το δίκαιο και το άδικο, λέει, αλλά υπάρχει πιο δίκαιο και πιο άδικο. Η Εκκλησία του θα συγχωρέσει στα σίγουρα το λιγότερο άδικο αμάρτημά του, αφού το βρώμικο χρήμα που κλέβει σκοτώνοντας θα πάει στην φαινομενική ευτυχία της αγίας αμερικανικής οικογένειας. Ο Τάνγκο του Ντον Τσιντλ ονειρεύεται να βγει από αυτό τον σκατένιο κόσμο που βυθίζεται όλο και περισσότερο. «Ένα κοστούμι και ένα γραφείο», παρακαλά τον ανώτερό του. Για να γλιτώσει την ψυχοφθόρα υποκρισία του αρχιγκάνγκστερ θα πρέπει να γίνει αρχιρουφιάνος, να δώσει με απάνθρωπη κυνικότητα τον άνθρωπο που στην φυλακή του έσωσε το τομάρι. Διάλεξτε ζωή, μεταξύ της αιώνιως μηδενικής αυτοεκτίμησης από το κάρφωμα και του άθλιου και επικίνδυνου μισθού undercover στον υπόκοσμο. Ο Έντι του Ρίτσαρντ Γκιρ τα έχει περάσει όλα αυτά, ένας μπάτσος που μετέφερε τα προβλήματα της δουλειάς στο μοναχικό του σπίτι, έπνιγε το θλιβερό υπόλοιπο της μέρας του στο ποτό και τώρα έχει μια εβδομάδα πριν συνταξιοδοτηθεί και αφοσιωθεί σε αυτή τη μιζέρια. Το χειρότερο; Ως παλιός (δίχως ίχνος σεβασμού όμως από τους νέους στο πρόσωπό του, καθώς αυτόν τον κερδίζεις με πολλαπλές σφαίρες και αίμα στην σύγχρονη αμερικανική κοινωνία) θα πρέπει να εκπαιδεύσει νεοσύλλεκτους στη δράση της πιο επικίνδυνης συνοικίας της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με τις επιταγές του Υπουργείου που εθελοτυφλεί με περισσή χάρη μπροστά στο χάος του αμερικανικού εγκλήματος. Ο Έντι είναι εκείνος ο θλιβερός τύπος που εκλαμβάνει ως έτερον ήμισυ την πληρωμένη πόρνη που επισκέπτεται επί χρόνια. Πάντως δεν είναι διατεθειμένος να τον φάει το σύστημα, θα εκπαιδεύσει τους νέους με τον τρόπο που έμαθε να δουλεύει τόσα χρόνια, πιστός στους κανόνες, ανένδοτος, με το όπλο του καρφωμένο στη θήκη. Αν οι μικροί ζητάνε φασαρίες θα τις έχουν στα σίγουρα αλλά θα τους κοστίσει πολύ ακριβά, παρότι για τον ίδιο αυτή η παθητική στάση δεν είναι απλά θέμα επιβίωσης.
Η ταινία βρωμάει θάνατο σε κάθε πλάνο. Κλιμακώνει σωστά, παράλληλα με την ανάπτυξη των χαρακτήρων της, ο αυτοσκοπός καθενός από αυτούς πραγματώνεται... εν μέρει. Δίχως να ήταν απαραίτητο, οι ιστορίες τέμνονται με τρόπο που αποφεύγει τα κλισέ του είδους σε ένα φινάλε που δεν προσδοκεί ηθικά διδάγματα αλλά εμπλέκει την προβληματική του στo timing της δράσης και την άψογη κινηματογράφηση του Φουκουά, με γνώμονα την ψυχογραφική ανάπτυξη που μέχρι εκείνη τη στιγμή επιχειρούσε ολόκληρο το φιλμ.
Πάνος Τράγος
Οραματιστής και με ταλέντο δημιουργός ο Αμερικανός Antoine Fuqua, μας ανάγκασε να τον προσέξουμε όταν το 2001 παρέδιδε ένα σκληρό αστυνομικό δράμα που εστίαζε στην ψυχολογία της διαφθοράς και των διεφθαρμένων και έριχνε μια διεισδυτική ματιά στο εσωτερικό της. Δυστυχώς από τότε δεν κατάφερε να φανεί αντάξιος των προσδοκιών και παρασύρθηκε σε ανούσιες μεν, καλογυρισμένες δε περιπέτειες, συντηρώντας το όνομά του ψηλά στην αναμονή του εκάστοτε νέου του φιλμ. Σαν να σκάρωνε κάτι για καιρό αυτό το τρομερό παιδί ωρίμασε, μάζεψε την εμπειρία της παραπάνω από δεκαετούς φιλμογραφίας του, ετοίμασε μια ιστορία που αισθανόταν προσωπική και, ορίστε, ένα μικρό αμερικανικό αστυνομικό διαμάντι.
Οικονομική εξαθλίωση , επαγγελματική διαφθορά, ηθική κατάπτωση. Η σειρά δεν αλλάζει, ο κατήφορος δεν σταματά. Μόνος εναντίον όλων ο λαθεμένος ηθικός βράχος στο σύστημα που θρέφει την αθλιότητα ως ύψιστο αγαθό. Αγαθό; Μάλλον απαραίτητο συστατικό για να την... βγάλεις. Ο Σαλ του μονίμως αξιόπιστου Ίθαν Χοκ δεν ψάχνει καταφύγιο στην πίστη του, αλλά την παραμερίζει προκειμένου να ζήσει την ζωή χαρισάμενη... επί Γης. Δυο τρία Χαίρε Μαρία και καθάρισες, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη εξομολόγηση. Ο προβληματισμός του φιλμ δίνεται από την αρχή με έναν εξαιρετικό διάλογο. Πριν τραβήξει τη σκανδάλη για να κλέψει άλλο ένα βαποράκι που κανείς δεν θα αναζητήσει, ο Σαλ εισάγει πρώτος την διαλεκτική του φιλμ. Δεν είναι το δίκαιο και το άδικο, λέει, αλλά υπάρχει πιο δίκαιο και πιο άδικο. Η Εκκλησία του θα συγχωρέσει στα σίγουρα το λιγότερο άδικο αμάρτημά του, αφού το βρώμικο χρήμα που κλέβει σκοτώνοντας θα πάει στην φαινομενική ευτυχία της αγίας αμερικανικής οικογένειας. Ο Τάνγκο του Ντον Τσιντλ ονειρεύεται να βγει από αυτό τον σκατένιο κόσμο που βυθίζεται όλο και περισσότερο. «Ένα κοστούμι και ένα γραφείο», παρακαλά τον ανώτερό του. Για να γλιτώσει την ψυχοφθόρα υποκρισία του αρχιγκάνγκστερ θα πρέπει να γίνει αρχιρουφιάνος, να δώσει με απάνθρωπη κυνικότητα τον άνθρωπο που στην φυλακή του έσωσε το τομάρι. Διάλεξτε ζωή, μεταξύ της αιώνιως μηδενικής αυτοεκτίμησης από το κάρφωμα και του άθλιου και επικίνδυνου μισθού undercover στον υπόκοσμο. Ο Έντι του Ρίτσαρντ Γκιρ τα έχει περάσει όλα αυτά, ένας μπάτσος που μετέφερε τα προβλήματα της δουλειάς στο μοναχικό του σπίτι, έπνιγε το θλιβερό υπόλοιπο της μέρας του στο ποτό και τώρα έχει μια εβδομάδα πριν συνταξιοδοτηθεί και αφοσιωθεί σε αυτή τη μιζέρια. Το χειρότερο; Ως παλιός (δίχως ίχνος σεβασμού όμως από τους νέους στο πρόσωπό του, καθώς αυτόν τον κερδίζεις με πολλαπλές σφαίρες και αίμα στην σύγχρονη αμερικανική κοινωνία) θα πρέπει να εκπαιδεύσει νεοσύλλεκτους στη δράση της πιο επικίνδυνης συνοικίας της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με τις επιταγές του Υπουργείου που εθελοτυφλεί με περισσή χάρη μπροστά στο χάος του αμερικανικού εγκλήματος. Ο Έντι είναι εκείνος ο θλιβερός τύπος που εκλαμβάνει ως έτερον ήμισυ την πληρωμένη πόρνη που επισκέπτεται επί χρόνια. Πάντως δεν είναι διατεθειμένος να τον φάει το σύστημα, θα εκπαιδεύσει τους νέους με τον τρόπο που έμαθε να δουλεύει τόσα χρόνια, πιστός στους κανόνες, ανένδοτος, με το όπλο του καρφωμένο στη θήκη. Αν οι μικροί ζητάνε φασαρίες θα τις έχουν στα σίγουρα αλλά θα τους κοστίσει πολύ ακριβά, παρότι για τον ίδιο αυτή η παθητική στάση δεν είναι απλά θέμα επιβίωσης.
Η ταινία βρωμάει θάνατο σε κάθε πλάνο. Κλιμακώνει σωστά, παράλληλα με την ανάπτυξη των χαρακτήρων της, ο αυτοσκοπός καθενός από αυτούς πραγματώνεται... εν μέρει. Δίχως να ήταν απαραίτητο, οι ιστορίες τέμνονται με τρόπο που αποφεύγει τα κλισέ του είδους σε ένα φινάλε που δεν προσδοκεί ηθικά διδάγματα αλλά εμπλέκει την προβληματική του στo timing της δράσης και την άψογη κινηματογράφηση του Φουκουά, με γνώμονα την ψυχογραφική ανάπτυξη που μέχρι εκείνη τη στιγμή επιχειρούσε ολόκληρο το φιλμ.
Πάνος Τράγος
3 σχόλια:
Καλησπε΄ρα...
Ωραίο κείμενο.
Σε γενικές γραμμές συμφωνώ.
Αλλά νομίζω ότι ο Fuqua ακολουθεί τη συνταγή του αστυνομικού δράματος. Με πυκνό ντεκουπάζ, μαξιμαλιστικό μοντάζ, και προσχηματικούς ήρωες γύρω από τους άρτια ανεπτυγμένους πρωταγωνιστές.
Όσο και για το φινάλε,
το εξέλαβα σαν μια στρυφνή ηθικολογία της μη-θεσμικής-εκτελεστικής δικαιοσύνης, που αν κα δε διαφωνώ,
ρο στρυφνό της δήλωσης με ενοχλεί όταν μου αποτρέπει να διαφωνήσω.
Με όλα τα παραπάνω ΄πισως να διαφαίνεται πως δε μ' άρεσε η ταινία!
Τουναντίον. Καλογυρισμένη. Σεναριακά επαρκής. Δυνατές στιγμές.
Αλλά μέχρι εκεί...:)
Καλημέρα!
Καλώς τον. Σ'ευχαριστώ.
Η συνταγή που λες ίσως υπάρχει, αλλά στον βαθμό που ένας σκηνοθέτης του βεληνεκούς του Φουκουά δεν μπορεί να αποφύγει, γι' αυτό και δεν πρόκειται και για ό,τι καλύτερο είδαμε εδώ και καιρό. Διαμαντάκι όμως την θεωρώ και δεν βλέπω πουθενά προσχηματικούς περιβάλλοντες ήρωες, το αντίθετο μάλιστα, εκεί τα κατάφερε πολύ καλά και ήταν σίγουρα το πιο δύσκολο έργο που είχε.
Ανάθμε κι αν κατάλαβα τι εννοείς για το φινάλε, το προσπερνάμε :)
Δεν είπα πολλά παραπάνω κι εγώ... Μέχρι εκεί ;)
Καλή σου μέρα.
Ορίστε ρε, με κόλλησες...
Ανάθμε=Ανάθεμα :)
Δημοσίευση σχολίου