Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010
GASLIGHT (1944), του George Cukor
Η διάσημη τραγουδίστρια της όπερας, Alice Alquist, βρίσκεται στραγγαλισμένη στο σπίτι της όπου έμενε με την μικρή της ανιψιά, Paula. Η τελευταία επιστρέφει δέκα χρόνια αργότερα εκεί για να αρχίσει την νέα της ζωή με τον αινιγματικό της σύζυγο, Gregory Anton. Σταδιακά θα αρχίσει να αποκτάει εμμονές και να οδηγείται στη σχιζοφρένεια παρά τις υπολογισμένα προστατευτικές κινήσεις του άντρα της. ‘Η μήπως όχι; Βασισμένο σε ένα βρετανικής καταγωγής θεατρικό με αρχικό τίτλο Angel Street και συγγραφέα τον Patrick Hamilton (δημιουργό και του μετέπειτα χιτσκοκικού Rope), η ταινία είχε άμεσο αντίκτυπο στο αμερικανικό κοινό της εποχής και δεν είναι τυχαίο ότι καθιέρωσε την έκφραση «to gaslight someone», δηλαδή οδηγώ κάποιον στην τρέλα. Σε ένα εξαιρετικό σκηνικό βικτωριανής αισθητικής στήνεται μία απολαυστική μίξη του παθιασμένου μελοδράματος με το ψυχολογικό θρίλερ. Βρισκόμαστε στο Λονδίνο του 19ου αιώνα όπου οι αδύναμες λάμπες αερίου μόλις που φωτίζουν τα στενά σοκάκια και σαν πέσει η νύχτα, το σκοτάδι αποκτάει τη δική του ζωή. Το σπίτι όπου εκτυλίσσεται η δράση κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, φορτωμένο με περίτεχνες διακοσμήσεις και με μια ατμόσφαιρα ένοχων μυστικών να αιωρείται διαρκώς πάνω από τους ενοίκους του. Ο χώρος αυτός, έξοχα φωτογραφημένος, χτίζει μια έντονα κλειστοφοβική αίσθηση που μεγαλώνει το δράμα της ηρωίδας. Απειλητικές σκιές και εξπρεσιονιστικών καταβολών κάδρα περιγράφουν την πορεία μιας γυναίκας προς την τρέλα και ένα σημείο ηθελημένων και αθέλητων εμμονοληπτικών κρίσεων. Το φως που σταδιακά χαμηλώνει κάθε φορά που η Paula μένει μόνη της σπίτι, ανυπεράσπιστη να αντιμετωπίζει δαίμονες του παρελθόντος (αλλά και του παρόντος), συμβολίζει την κατάδυση στον εφιάλτη. Πείθεται από τον σύζυγό της ότι σιγά-σιγά γίνεται δέσμια του άρρωστου μυαλού της και την αδυναμία της αυτή την οφείλει σε δύο παραμέτρους. Αφενός στο παρελθόν, όπως ενσαρκώνεται στην προσωπική της ιστορία, και αφετέρου στην μεγάλη ανάγκη της για αγάπη.
Η αγάπη είναι τελικά το κεντρικό θέμα του φιλμ και ο κινητήριος μοχλός της αφήγησης. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν πίσω από την κάμερα βρίσκεται ο περίφημος «σκηνοθέτης των γυναικών»; Ο Cukor κάνει καταπληκτική δουλειά εδώ και καθοδηγεί την κάμερα του μέσα από δωμάτια με μια ρευστότητα απειλητική. Καδράρει συχνά την πανέμορφη Ingrid Bergman σε κοντρ πλονζέ, ανάγλυφες ζωγραφιές υπόνοιας. Όπου δεν υπάρχει αγάπη, ο φόβος αρχίζει να παίρνει τα ηνία και αυτό το ξέρει καλά η Paula, που μεγάλωσε χωρίς μια στέρεα γονική υποστήριξη και βίωσε την απώλεια σε μικρή ηλικία. Εξαρχής ευάλωτη σε ένα μέρος γεμάτο αναμνήσεις, θα εμπιστευτεί τον μοναδικό άνθρωπο που ξύπνησε μέσα της τη ζωή (έρωτας) και θα καταδικάσει τον εαυτό της σε έναν επικίνδυνο αποπροσανατολισμό. Η Bergman συγκλονίζει με την υπόγεια έντασή της και τη συγκρατημένη ερμηνεία της που σπανίως αφήνεται σε ξεσπάσματα, τα οποία με τη σειρά τους την αποκαλύπτουν έκτακτη μέσα στην υστερία της. Θα εμπιστευτεί στα χαμένα, αν και ποτέ πλήρως παραδομένα, μάτια της την σκιαγράφηση μιας ηρωίδας θαρραλέας μέσα στον τρόμο της. Από την άλλη πλευρά, ο Charles Boyer αναλαμβάνει έναν κόντρα ρόλο σε σχέση με τον ρομαντικό γόη που είχε συνηθίσει να ενσαρκώνει. Φέρνοντας μαζί του γενναίες δόσεις γαλλικής φινέτσας, υποδύεται τον Anton με μια ταιριαστή ψυχρότητα, που δεν κατορθώνει όμως να ξεφύγει πλήρως από την γραφικότητα. Με μια σειρά από εξόφθαλμες μούτες, θα προδώσει από νωρίς το ύπουλο των σχεδίων του. Αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αυτό τελικά ευνοεί την ατμόσφαιρα του φιλμ και εντάσσεται μάλλον στις προθέσεις του Cukor, καθώς ο θεατής νιώθει την αμαρτωλή αγωνία της συνενοχής απέναντι στην κατά τα φαινόμενα αβοήθητη Paula. Παράλληλα, υπογραμμίζεται έτσι πιο εύστοχα και ο κοινωνικής κατεύθυνσης προβληματισμός του σκηνοθέτη, μέσα από την περιγραφή της ιδιαίτερης ψυχολογίας της ανώτερης βρετανικής τάξης (προσέξτε τη σχέση του ζεύγους με τους υπηρέτες, καθώς και με την γειτόνισσα Miss Thwaites).
Η λύση θα έρθει από ένα τρίτο πρόσωπο, τον ντέντεκτιβ Brian (ένας Joseph Cotten σε άλλο ένα ρεσιτάλ υποκριτικής εγκράτειας), που διόλου τυχαία και αυτός κινείται από παρελθοντικές επιταγές (μικρός ήταν θαυμαστής της Alice Alquist και είχε λάβει ένα πολύτιμο δώρο από αυτήν) και τα αισθήματά του για την Paula που σιγά - σιγά κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι γεγονός πως η λύτρωση έρχεται χωρίς την απαραίτητη κλιμάκωση, αλλά αυτό θα ενοχλήσει μόνο όσους αδυνατούν να εκλάβουν το φιλμ ως ένα πρωτίστως ψυχολογικό δράμα, από τα πλέον θαυμάσια, όπως πείθει το φινάλε εκδίκησης της εξαίσιας Ingrid Bergman (εδώ κέρδισε το πρώτο από τα τρία της Οscar, ενώ η ταινία έλαβε και το Oscar καλλιτεχνικής διεύθυνσης).
Will you light the gas, please?
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου