Σημείο τομής στην περίφημη τετραλογία που ακόμα στέκει ανολοκλήρωτη, το προτελευταίο φιλμ του Rivette έρχεται να διασαφηνίσει το πραγματικό θέμα των ταινιών της σειράς Les Filles du Feu ή Scenes de la vie parallele. Ο θάνατος, υπαινικτικά εμφανιζόμενος σε Duelle και Noroit (1976 αμφότερα), κυριαρχεί πάνω από το Histoire de Marie et Julien και αποτελεί τη βασική έκφραση για την πνευματική απόγνωση την ηρώων. Αρχικά επρόκειτο να αποτελέσει το πρώτο μέρος της σειράς και, μάλιστα, το casting είχε ολοκληρωθεί με τους Leslie Caron και Albert Finney να αναλαμβάνουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ωστόσο η ατολμία των παραγωγών μπροστά στην ιδέα μιας ταινίας μέσα στην οποία εξελίσσεται μια άλλη, δεύτερη ταινία (έτσι είχε παρουσιάσει τότε το σχέδιό του ο θαρραλέος Γάλλος) σε συνδυασμό με έναν νευρικό κλονισμό του σκηνοθέτη, πάγωσε τη δημιουργία της ταινίας για περίπου τριάντα χρόνια.
Σαφώς πιο προσιτό από τα δυο προηγούμενα κεφάλαια, φροντίζει από τα πρώτα κιόλας λεπτά να ξεκαθαρίσει κάτι που αποτελεί μόνιμη σταθερά σε όλο το έργο του Rivette: δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Στην πρώτη σκηνή, ο Julien ονειρεύεται μια τυχαία συνάντηση με την Marie την οποία είχε γνωρίσει σε ένα πάρτι πριν περίπου ένα χρόνο και από τότε δεν την ξαναείδε ποτέ∙ αμέσως μετά η συνάντηση αυτή λαμβάνει όντως χώρα. Όλα είναι μυθοπλασία στο φιλμ, όλα επινοήματα του δημιουργού που στέκεται πίσω από την κάμερα και όλα αποτελέσματα μιας λογικής εσωτερικής που εκείνος όμως επιβάλλει. Ξεκαθαρίζοντας το γεγονός αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν έχει νόημα να αναρωτιέται πχ. που βρήκε ο Julien το υλικό με το οποίο εκβιάζει την κυρία Χ και άλλα τέτοια ζητήματα εξω-φιλμικής λογικής, ενώ μπορεί με ένα πιο σίγουρο βλέμμα να παρακολουθήσει τα σαφώς πιο μυστηριώδη Duelle και Noroit. Αυτή η ιδιαιτερότητα στον χαρακτήρα του φιλμ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση όμως να αποθαρρύνει τον θεατή που αγνοεί το έργο του σπουδαίου Γάλλου. Το Histoire de Marie et Julien είναι ευθύ, με ένα σαγηνευτικό, υπνωτιστικό τρόπο, και με μια αφήγηση πολύσημη και ανοιχτή σε ερμηνείες.
Ο Julien (Jerzy Radziwilowicz), μεσήλικας που μένει μόνος του με μόνη συντροφιά έναν γάτο με το συμβολικό όνομα Evermore, επισκευάζει ρολόγια, κατά προτίμηση αντίκες, κατασκευάσματα των παλαιών καιρών όπου τα ρολόγια ήταν μεγάλα και αριστοκρατικά, πριν οι ανάγκες της καθημερινότητας τα μετατρέψουν σε «μικρά και επίπεδα». Έχει στην κατοχή του στοιχεία με τα οποία εκβιάζει μια επιχειρηματία, την κυρία Χ, ζητώντας της ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ταυτόχρονα, η ζωή του αναστατώνεται με την είσοδο σε αυτήν της Marie (Emmanuelle Béart), μιας όμορφης γυναίκας που είχε συναντήσει μια μόνο φορά στη ζωή του, που ήταν όμως αρκετή για να του γίνει εμμονή. Ερωτεύονται και σύντομα εκείνη μετακομίζει σπίτι του, αλλά ό,τι μοιάζει με μία φυσιολογική ερωτική σχέση γρήγορα μετατρέπεται σε μια ομιχλώδη ιστορία φαντασμάτων.
«Θυμάμαι μόνο μία λέξη: λύτρωση». Το πραγματικό νόημα αυτής της φράσης που μοιράζονται οι δυο ήρωες στην πρώτη σκηνή του ονείρου θα αποκαλυφθεί πολύ αργότερα. Μέχρι τότε ο Rivette θα μας αφήσει να επικεντρωθούμε στην ερωτική ιστορία που μοιάζει να ακολουθεί τη φόρμα ενός σαμπρολικού θρίλερ. Προσέξτε πως τοπο-θετείται η δράση σε αυτή τη σκηνή. Αρχικά, μία εναλλαγή μεσαίων πλάνων από την Marie στον Julien για να υπογραμμιστεί η διαφορετική τους «φύση». Έπειτα όμως η κάμερα θα κινηθεί προς τα αριστερά ακολουθώντας τον Julien και θα φέρει τους δύο χαρακτήρες στο ίδιο κάδρο, προοικονομώντας την επερχόμενη σχέση τους. Αρκετά αργότερα θα μάθουμε πως η Marie έχει αυτοκτονήσει έξι μήνες πριν και τώρα έχει απλώς επιστρέψει στον κόσμο μόνο και μόνο για να πάρει την οριστική έγκριση για την «αποχώρησή της». «Είναι σαν όργανο βασανισμού» θα πει παρακολουθώντας τον Julien να επισκευάζει ένα επιβλητικών διαστάσεων ρολόι-αντίκα. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για όλους, αλλά η ίδια φέρει πλέον το βάρος της γνώσης. Δεν έχει το ελαφρυντικό της ελπίδας που κατοικεί, περισσότερο ή λιγότερο, στη ψυχή κάθε ανθρώπου - αντίθετα γνωρίζει καλά πως καθυστερεί επίμονα να φτάσει στο τέρμα της διαδρομής της.
Η πρώτη συνάντηση του Julien με την κυρία Χ μοιάζει βγαλμένη από την ατμόσφαιρα μυστικισμού του Duelle. Εκείνη ντυμένη με μια μακριά μπλε καμπαρτίνα, εκείνος απειλητικός απέναντί της, στέκονται σε μία σκοτεινή γωνία του νυχτερινού Παρισιού. Πέραν της δραματουργικής διαπλοκής της κυρίας Χ με το ζεύγος Marie-Julien, η ιστορία του εκβιασμού συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία ενός γοητευτικού μυστηρίου, με το γνωστό τρόπο που ο Rivette μεταχειρίζεται τέτοιες καταστάσεις σε όλα σχεδόν τα φιλμ του. Στην πορεία διαπιστώνουμε πως και η αδερφή της κυρίας Χ έχει αυτοκτονήσει, αλλά επέστρεψε και αυτή για να συμφιλιωθεί με την αδερφή της. Η Marie, όπως και η αδερφή της κυρίας X, έχουν βρει την απάντηση για το μεγάλο ερώτημα αναφορικά για τον μετά θάνατον χρόνο. Εκεί δεν υπάρχει τίποτα παρά το κενό, οι ελπίδες για μια άλλη ζωή έχουν πια συντριβεί. Προκειμένου να φύγουν οριστικά όμως, πρέπει να εξιλεωθούν, πρέπει να πάρουν τη συγκατάθεση από έναν εν ζωή θνητό. Το ερώτημα που αναπόφευκτα τίθεται είναι γιατί η Marie διαλέγει τον Julien για να πάρει την τελική συγκατάθεση. Πληροφορούμαστε ότι ο φίλος της Marie, ο Simon, είχε πεθάνει σε τροχαίο λίγο μετά την αυτοκτονία της. Στο ίδιο περίπου χρονικό σημείο, η γυναίκα του Julien, Estelle, τον εγκαταλείπει. Από τότε, εκείνος μοιάζει παγωμένος σε μια εκκρεμότητα, σε έναν νεκρό χρόνο που διαρκεί παραπάνω απ’ όσο αρμόζει στη φύση του. Μια κατάσταση με την οποία η Marie νιώθει μια φυσιολογική οικειότητα και μαζί μοιάζουν με δυο δείκτες σε ένα ισόχρονο ρολόι. Επιπλέον, η ανάμνηση της μοναδικής τους συνάντησης στο παρελθόν είναι εξίσου δυνατή και για την Marie, όπως η ίδια παραδέχεται ευθύς εξαρχής, και εδώ ο Rivette διακηρύσσει τη σημασία της στιγμής - εφήμερη στην πραγματική της διάρκεια, εν δυνάμει παντοδύναμη όμως μέσα στη μνήμη.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στο Histoire de Marie et Julien, ο Rivette επιτελεί μια ανακεφαλαίωση του έργου του και των εμμονών του. Τώρα πια πλησιάζει προς το τέλος της ζωής του, γεγονός που δε μπορεί άλλο να προσποιείται ότι αγνοεί. Οι θεότητες του Duelle ήθελαν να γίνουν θνητές για να απεκδυθούν της γνώσης και να γίνουν κοινωνοί της ανθρώπινης αβεβαιότητας - απαραίτητης προϋπόθεσης για να υπάρξει η ελπίδα. Ωστόσο, έρχεται η στιγμή που θα λάβουμε την προσωπική μας πρόσκληση για τον χορό του θανάτου που στην πιο οπερατική του μορφή έλαβε χώρα στο φινάλε του Noroit. Και τότε η άγνοια μας εγκαταλείπει. Σε μια σκηνή στην πρώτη ώρα του φιλμ, ενώ ο Julien δουλεύει στο δωμάτιό του, η Marie μπαίνει αθόρυβα και ανοίγει τις κουρτίνες για να μπει το άπλετο φως του ήλιου. «Μη, σε παρακαλώ», λέει εκείνος. «Μα δε βλέπεις τίποτα», απαντά αυτή. «Δε χρειάζεται να βλέπω». Στα 75 του χρόνια ο σπουδαίος Γάλλος auteur αποδεικνύεται δεινός αφηγητής, αγκαλιάζει τις προφανείς χιτσκοκικές του επιρροές (η κινέζικη κούκλα και τα υπόλοιπα ενοχοποιητικά για την κυρία Χ στοιχεία αποτελούν καθαρή περίπτωση Macguffin, όπως συνέβαινε με τα μυστηριώδη διαμάντια στα Duelle και Noroit) και με την αρωγή της υπομονετικής μα αεικίνητης κάμερας του Lubtchansky και της αιθέριας παρουσίας της Béart, παραδίδει μια σπουδή πάνω στη σημασία της μνήμης και την καταστρεπτική δύναμη της λησμονιάς. Πρωτίστως όμως, όπως φανερώνει το έξοχο φινάλε, προβαίνει σε μια συγκινητική δήλωση πίστης στη δύναμη της αγάπης και της ανθρώπινης καρδιάς. Δώστε του λίγο χρόνο…
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
2 σχόλια:
Μόνο σε σένα θα άρεσε αυτή η μαλακία. Έπρεπε να το περιμένω.
Λοιπόν, πρέπει να βρεθούμε να τα πούμε για τον Σκορσέζε. Συμφωνώ - βεβαίως - ότι πρόκειται περί αριστουργήματος, διαφωνούμε όμως ριζικά στο πέρι λύτρωσης. Εκεί που δηλαδή εγώ βλέπω έναν αναρχικό αναθεματισμό, πρωτόγνωρο και θαραλλέο, που κάνει την ταινία να ξεμυτίζει απ'όλη την φιλμογραφία του, όχι λόγω αξίας, αλλά ως γεγονός, καθαρά και απόλυτα. Λυτρωση όμως, με την Καθολική έννοια δεν το λες. Μάλλον το αντίστροφο.
Σε μένα και τον Μπουκάτσα. Θα σε βρει και θα σε κυνηγήσει. Σοβαρά δε σου άρεσε αυτός ο Rivette; Focus Akis, παίζει και η θεά. Επίσης, ακόμα να δω το επόμενό του έργο. Το άφησα στη μέση εξαιτίας σου στο Ιντεάλ, με εκείνα τα χυδαία αστειάκια για τον μικρό Depardieu (rip).
Να βρεθούμε για τον Marty οπωσδήποτε. Πρέπει να ορίσουμε τον αναθεματισμό και τη λύτρωση στο σκεπτικό του ο καθένας προκειμένου να δούμε αν πραγματικά διαφωνούμε. Ξέρεις, αυτή η νοηματοδότηση συναισθημάτων, αυτός ο βάναυσος ονομαστικός προσδιορισμός τους, είναι παρεξηγήσιμος. Πιστεύεις ότι ο σκορσεζικός ήρωας όπως ενσαρκώνεται στον Leo του Shutter δεν αποζητά στο τέλος να λυτρωθεί από τα βάσανά της μνήμης και της ενοχής του;
Δημοσίευση σχολίου