Ο Βίνσεντ Γκάλο, ο τύπος εκείνος που πουλάει το σπέρμα του για 1 εκατομμύριο δολάρια και για άλλα τόσα σε γκαστρώνει ο ίδιος με εγγύηση ένα ζευγάρι μπλε μάτια και μερικά παραπάνω φαλλικά εκατοστά για τον τυχερό σου γιο (σύμφωνα πάντα με την προσωπική του ιστοσελίδα-κατάστημα), ίσως και να έχει χάσει το παιχνίδι του με τον κόσμο. Αν ο ίδιος σκοτίστηκε τόσο λίγο για κάτι τέτοιο, γιατί αναλαμβάνει έτσι ξεδιάντροπα την ευθύνη του για ένα φιλμ σαν κι αυτό; Γιατί περί ευθύνης πρόκειται και ο ίδιος γνωρίζει πώς να την μετατοπίσει αποκλειστικά πάνω του: Ο Δημιουργός του The Brown Bunny λοιπόν, με Δέλτα κεφαλαίο είναι πλήρης, σύλληψη και υλοποίηση: Σενάριο, σκηνοθεσία, παραγωγή, σχεδόν αποκλειστικός στόχος της κάμεράς του, επιμέλεια μουσικής και ρούχων, μοντέρ. Ιδιοφυές, δεν βρίσκετε;
Το φιλμ του όμως;
Ο Bud Clay είναι μοτοσικλετιστής και μετά τον τελευταίο του -χαμένο- αγώνα, πρέπει να ταξιδέψει 5 μέρες για την Καλιφόρνια όπου θα δώσει τον επόμενο. Στον δρόμο του θα γνωρίσει κάποιες γυναίκες, θα τους ζητήσει να τον συντροφεύσουν μόνο για να τις παρατήσει στην επόμενη γωνία, μετά από μια μικρή βόλτα, μετά από ένα απροσδόκητα κακό γαμήσι –αν έφταναν ως εκεί. Το τυπικό αρχή-μέση-τέλος απλά πάει στον αγύριστο.
Στο σύμπαν του Γκάλο το σινεμά της ψυχής θριαμβεύει πάνω από το σινεμά της φόρμας, μια φόρμα που οριοθετείται αυστηρά ανάμεσα στη συνεχή εναλλαγή προφίλ-ανφάς-προφίλ στον ίδιο και στην σκληρή αποτύπωση με γερή δόση κόκκου στην εικόνα, προϊόν μηδενικής φροντίδας και στοργής. Το δούναι και λαβείν τηρείται δηλαδή υπό δικαιοσύνη ακλόνητη.
H αρχική σκηνή του φιλμ είναι ο δραματουργικός πυρήνας του, ο μύθος και το επιμύθιο: Ο μοτοσικλετιστής Bud Clay στην πιο συνηθισμένη ασχολία του. Η μηχανή να γυρίζει ατελείωτα την κυκλική πίστα, η αρχή να γίνεται τέλος, το τέλος αρχή και εκείνος κυνηγά τον εαυτό του, τον χρόνο, που κανείς δεν μπορεί να νικήσει παρά μόνο αν τον οριοθετήσει (ποιος θα καλύψει πιο γρήγορα τα χιλιόμετρα της πίστας - ο χρόνος γίνεται εκούσια χώρος για να διατηρήσουμε την ψευδαίσθηση ότι παίζουμε μαζί του) και τους υπόλοιπους παρανοήσαντες (σε σχέση με τον χρόνο) με τρόπο τέτοιο, ώστε να καλύπτεται η ακόρεστη όρεξη του ανθρώπου για προσχηματική αγωνία (της πρώτης θέσης). Ο σκηνοθέτης Γκάλο επιμένει σε αυτή την σκηνή τραβώντας την σε διάρκεια, φέρνοντας σε κύκλο και την (κινηματογραφική) μηχανή του (το ίδιο δηλαδή που κάνει και ο ηθοποιός Γκάλο με την δική του μηχανή), εστιάζοντας μόνιμα στον... εαυτό του. Ο αγώνας τελειώνει, ο Κλέι μένει έξω από την πρώτη θέση και ετοιμάζεται για την επόμενη σειρά κύκλων.
Οι γυναίκες στο φιλμικό κόσμο του Γκάλο (πιθανώς και στον πραγματικό του, αλλά αυτό λίγο μας ενδιαφέρει) είναι μαριονέτες. Τις παίζει στα χέρια του, τις διαλέγει. Έχουν όλες ονόματα λουλουδιών, είναι γυναίκες «μαραμένες», σκυφτά λουλούδια στο φόντο της ερειπωμένης αμερικανικής επαρχίας, που πανέξυπνα διαλέγει για να ξεδιπλώσει την ιστορία του. Όνομα λουλουδιού έχει όμως και η Daisy, ο μεγάλος του έρωτας, η γυναίκα που έχασε (χωρίς να ξέρουμε τον λόγο) και που τριγυρνάει στο μυαλό του, το μονοπωλεί, αλλοιώνοντας το χωροχρονικό του περιβάλλον, σπρώχνοντάς τον σε αυτή την απελπισία. Τις παίρνει μαζί του για να τις παρατήσει πιστεύοντας τυφλά σε μια ψευδαίσθηση πως με την ταπείνωση του άλλου θα επέλθει και η δική του κάθαρση ή γιατί όλες του οι αναμνήσεις ζωντανεύουν και στοιχειώνουν κάθε απόπειρα αναζήτησης της λυτρωτικής ηδονής του, στήνοντάς του ένα παιχνίδι που τον συνθλίβει συναισθηματικά;
Ποιος ξέρει; Σημασία έχει το μοτίβο του. Τις παίρνω - τις αφήνω. Και ο ίδιος, καταραμένος να ζει συμπτωσιακά(;) την κυκλική επανάληψη της πίστας και στη ζωή του, ψάχνει την εκτόνωσή του, την απόλυτη διαγραφή που ίσως πετύχει στο μυαλό και μόνο, αφού ο εγκέφαλος ανάμεσα στα στήθια του μιλάει δυνατότερα και το όνομά της –Ντέιζι- ακούγεται καθαρά και δεν ηχεί παρόμοια με το Βάιολετ ή το Λίλυ στο ελάχιστο.
Ο ίδιος ο Γκάλο είναι υποχρεωμένος να υπομένει το οξύμωρο του εκτιθέμενου νάρκισσου, του απογυμνωμένου βασιλιά, προϊόν συνεχούς άστοχης κριτικής και ανάγνωσης, αφοριστικής διάθεσης, ενίοτε και βλακείας. Αυτό το τελευταίο δεν μας ενοχλεί και τόσο. Στο εξαιρετικό του κείμενο ο Ηλίας Φραγκούλης γράφει: «Ο Κλέι δεν παριστάνει τον επαναστάτη και η μοναδική αιτία που τον κάνει ξεχωριστό είναι η αγάπη του για τη Ντέιζι. Ούτε τσιτάτα, ούτε πόζα, ούτε στάση ζωής για κοπιάρισμα από το hype. Τη μοναξιά του, βλέπεις, δε θα τη ζήλευαν πολλοί.»... Ο χαρακτήρας του κινείται σαν φάντασμα στο οπτικά αραχνιασμένο σελιλόιντ, ένας ζωντανός νεκρός με καρδιά απόλυτα δοσμένη, πρώτα όμως στον εαυτό του, ένας εγωπαθής loser που αδυνατεί, ειρωνικά και τραγικά, ακόμα και να συγχωρέσει τον εαυτό του.
Καμία λύτρωση, κανένα περιθώριο, καμιά επιλογή, μόνο σκοτάδια, γυμνή αλήθεια και πόνος. Στο The Brown Bunny ο χρόνος δεν περνάει, αλλά βιώνεται αντικειμενικά, νιώθεις την παρουσία του και την επίδρασή του. Καρδιά και μυαλό αμαχητί παραδομένα λοιπόν στο καλλιτεχνικό επίτευγμα του Γκάλο (καλλιτεχνικό εξ’ ορισμού ως στοιχειώδης φιλμική ύπαρξη και επίτευγμα ως μία κόντρα ταινία, διαλέγοντας δύσκολα μονοπάτια και διατηρώντας μια στάση ανελέητα επιθετική προς τον θεατή). Αλλά όλα αυτά μέχρι το οδυνηρά εκστατικό φινάλε, αυτό το παράδοξο της downwards κορύφωσης, με την εκτονωτική βουτιά στα μαύρα σκοτάδια της ψυχής, στο κενό και τη θλίψη του χαμένου έρωτα, της χαμένης ζωής, της σπαρακτικής και αβάσταχτης απώλειας, που αντίθετα με τα φαινόμενα και σύμφωνα με την άκρατα εγωιστική φύση του ανθρώπου αποτελούν την απόλυτη λύτρωση του αντι-ήρωα.
Προετοιμαστείτε για το The Brown Bunny. Πάρτε μαζί τον εαυτό σας ολοκληρωτικά, όλες σας τις αναμνήσεις, όλα τα κομμάτια της καρδιάς σας που μοιράσατε από ‘δω κι από ‘κει. Για όλες τις στιγμές που μας θυμίζουν ότι είμαστε άνθρωποι, για κάθε λεπτό που η ταινία του Γκάλο θα μου προκαλεί έναν μικρό πόνο στην καρδιά, για κάθε δάκρυ που άφησα πίσω μου, για κάθε Daisy, Lilly, Rose, Violet, το The Brown Bunny θα είναι πάντα η πρώτη ταινία στην καρδιά μου, μια ατομική βόμβα στο δήθεν, η συγκλονιστικότερη φιλμική εμπειρία που έχω ζήσει, πέρα από κάθε κριτική. Δείτε το, όχι έστω, αλλά μία και μόνο φορά κι αφήστε το να σας στοιχειώνει για πάντα.
Πάνος Τράγος
4 σχόλια:
επειδη ειχα το βιβλιο μπροστα μου δευτερα πρωι για να βγαλω το μαθημα αλλα επειδη δεν ηθελα καθολου να εχω μπροστα μου ουτε αυτο το βιβλιο ουτε κανενα, μπηκα τυχαια σε 3 blog απο τη λιστα μου και το πρωτο απο αυτα ειχε αναρτηση την κυριακη 21/2 για την ταινια που ειδα το βραδυ της κυριακης 21/2
ωραια η κριτικη
καλη συνεχεια
Καλησπέρα Νεφέλη.
Αρκετά περίεργο το σχόλιό σου. Μετά από πολλαπλές αναγνώσεις λοιπόν:
Μου κάνει εντύπωση που επέλεξες να δεις χτες βράδυ αυτή την ταινία (εννοώ το πώς...). Όπως κατάλαβες την λατρεύω, αλλά δεν πρόκειται να την ξαναδώ ποτέ. Δεν μας έγραψες βέβαια την δική σου άποψη για μια ταινία που προκαλεί εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις στον κάθε θεατή.
Ευχαριστώ για τα καλά λόγια, καλή συνέχεια και σε σένα.
τελικά όντως σε άρεσε πολύ:p
εννοείτε σύμφωνο απόλυτα! η πρώτη ταινία της καρδιας μου δεν είναι...αλλα σίγουρα έχει πολύ ψιλή θέση.
πολύ ωραίο το κείμενο...στα 3 καλύτερα σου από αυτά που έχω διαβάσει.
Lt. Aldo Raine,
καλημέρα. Αν μου άρεσε λέει... Πρώτη για πάντα, μέχρι να με τσακίσει μια επόμενη. Χαίρομαι που την έχεις δει και σου αρέσει κιόλας πολύ. Δεν την έχω προτείνει ποτέ σε κανέναν αλλά όταν βρίσκω ανθρώπους που τους έχει "μιλήσει" πάντα... moves me.
Ευχαριστώ που διαβάζεις, όσο και για τα καλά σου λόγια.
Δημοσίευση σχολίου