Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του γιου του Κώστα Γαβρά είναι ένα φιλμ
όχι τόσο αταξινόμητο - θα το έλεγες road movie (τυφλής) εκδίκησης - όσο
αψυχολόγητο. Η παράδοξη σύμπραξη ενός loser εφήβου κι ενός αλλοπρόσαλλου
ψυχαναλυτή για ένα αυτοκαταστροφικό ταξίδι με τελικό προορισμό την
Ιρλανδία, μάνα πατρίδα των καταπιεσμένων κοκκινομάλληδων του κόσμου
τούτου, δίνει ήδη σε θεματικό επίπεδο έναν τόνο εκκεντρικό και
προϊδεάζει για ένα καλοδεχούμενο φιλμικό αξιοπερίεργο. Τα πρώτα λεπτά,
με τη βοήθεια του χειμαρρώδους Vincent Cassel, υπόσχονται μια αναρχική,
politically incorrect κωμωδία, μια γροθιά στο στομάχι της καταπιεστικής
κοινωνίας και του συστήματος που οδηγεί το άτομο σε μια αναπόφευκτη
εσωστρέφεια. Πολύ πριν όμως έρθει η, δυστυχώς, προβλέψιμη εξάντληση
ιδεών, ακόμα και στα gags που σωρευτικά συναποτελούν την αφήγηση, έχει
κάνει αισθητή την παρουσία της μια άλλη διαπίστωση. Πίσω από τις πράξεις
λείπει η συνείδηση. Όχι από πλευράς των ηρώων (άλλωστε εκεί δεν είναι
καν αναγκαία, όπως υπογραμμίζει ο Μπακούνιν) αλλά από την μεριά του
σκηνοθέτη που μοιάζει να ικανοποιείται με μια απλή προσβολή, μια τυφλή
επίθεση, χωρίς να κρύβεται από πίσω κάποια σοβαρή πολιτική σκέψη.
Στο φιλμ πλανάται μια νοσηρή ατμόσφαιρα, με τη βοήθεια του αρκούντως σκοτεινού soundtrack από τον Sebastian, σαν ένας Αντονιόνι κυριευμένος από αμόκ βίας (προσέξτε το εργοστασιακό σκηνικό όπου και λαμβάνει χώρα η κλιμάκωση της ταινίας). Ο προκλητικός σε ...σημείο ενόχλησης Patrick μοιάζει να ανοίγει διάλογο με τον Vinz του La Haine, καταφανώς δε από το σημείο που ο Cassel ξυρίζει το κεφάλι του, αλλά στην πραγματικότητα είναι η γαλλική εκδοχή του Tyler Durden. Ωστόσο, αν και δεν του λείπει καθόλου η τόλμη, ο Γαβράς στερείται του ταλέντου του David Fincher να οργανώνει μαεστρικά ένα ντελιριακό κι αυθάδες χάος.
Οι δύο ήρωες είναι outsiders σε αναζήτηση πατρίδας. Όταν όμως τα δεσμά είναι εσωτερικά, η λύτρωση δεν είναι παρά μια χίμαιρα. Οι φρούδες ελπίδες που τη συντηρούν σχηματίζουν έναν επίπλαστο νόστο, γενεσιουργό αγανάκτησης και, συνεπακόλουθα, βίας. Λεκτικής και σωματικής. Η μετατροπή της σαρωτικής καταπίεσης σε αδιάκριτη μισαλλοδοξία απεικονίζεται γλαφυρά, αλλά με αδιευκρίνιστη πρόθεση από πλευράς του σκηνοθέτη. Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται μια δήλωση εξέγερσης για τους κατατρεγμένους όλου του κόσμου ή παρακολουθούμε την επί τω έργω διαστρέβλωση ενός ιδανικού; Το ρατσιστικό παραλήρημα των ηρώων αποδεικνύεται αυτοκαταστροφικό αλλά το φιλμ παρασύρεται υπέρ του δέοντος στη δίνη του. Προσθέτοντας στο μείγμα έναν εύκολο προβληματισμό για τη σεξουαλικότητα του Remy και προσπερνώντας τις δραματουργικές απαιτήσεις ενός κινηματογραφικού έργου με την προσφυγή στα όπλα, το Notre Jour Viendra φέρνει, εν τέλει, περισσότερο σε ξεχειλωμένο βίντεο κλιπ - στα οποία άλλωστε έχει διαπρέψει ο Γαβράς. Το ταλέντο ασφαλώς και διακρίνεται. Δεν αποκλείεται στο μέλλον, αν καταφέρει να ξεφύγει από την ιδεολογική σύγχυση στην οποία βρίσκεται εδώ, να βρεθούμε ενώπιον μιας ευχάριστης έκπληξης για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Στο φιλμ πλανάται μια νοσηρή ατμόσφαιρα, με τη βοήθεια του αρκούντως σκοτεινού soundtrack από τον Sebastian, σαν ένας Αντονιόνι κυριευμένος από αμόκ βίας (προσέξτε το εργοστασιακό σκηνικό όπου και λαμβάνει χώρα η κλιμάκωση της ταινίας). Ο προκλητικός σε ...σημείο ενόχλησης Patrick μοιάζει να ανοίγει διάλογο με τον Vinz του La Haine, καταφανώς δε από το σημείο που ο Cassel ξυρίζει το κεφάλι του, αλλά στην πραγματικότητα είναι η γαλλική εκδοχή του Tyler Durden. Ωστόσο, αν και δεν του λείπει καθόλου η τόλμη, ο Γαβράς στερείται του ταλέντου του David Fincher να οργανώνει μαεστρικά ένα ντελιριακό κι αυθάδες χάος.
Οι δύο ήρωες είναι outsiders σε αναζήτηση πατρίδας. Όταν όμως τα δεσμά είναι εσωτερικά, η λύτρωση δεν είναι παρά μια χίμαιρα. Οι φρούδες ελπίδες που τη συντηρούν σχηματίζουν έναν επίπλαστο νόστο, γενεσιουργό αγανάκτησης και, συνεπακόλουθα, βίας. Λεκτικής και σωματικής. Η μετατροπή της σαρωτικής καταπίεσης σε αδιάκριτη μισαλλοδοξία απεικονίζεται γλαφυρά, αλλά με αδιευκρίνιστη πρόθεση από πλευράς του σκηνοθέτη. Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται μια δήλωση εξέγερσης για τους κατατρεγμένους όλου του κόσμου ή παρακολουθούμε την επί τω έργω διαστρέβλωση ενός ιδανικού; Το ρατσιστικό παραλήρημα των ηρώων αποδεικνύεται αυτοκαταστροφικό αλλά το φιλμ παρασύρεται υπέρ του δέοντος στη δίνη του. Προσθέτοντας στο μείγμα έναν εύκολο προβληματισμό για τη σεξουαλικότητα του Remy και προσπερνώντας τις δραματουργικές απαιτήσεις ενός κινηματογραφικού έργου με την προσφυγή στα όπλα, το Notre Jour Viendra φέρνει, εν τέλει, περισσότερο σε ξεχειλωμένο βίντεο κλιπ - στα οποία άλλωστε έχει διαπρέψει ο Γαβράς. Το ταλέντο ασφαλώς και διακρίνεται. Δεν αποκλείεται στο μέλλον, αν καταφέρει να ξεφύγει από την ιδεολογική σύγχυση στην οποία βρίσκεται εδώ, να βρεθούμε ενώπιον μιας ευχάριστης έκπληξης για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου