Το μοτίβο της υπερπροστατευτικής, ευνουχίστριας μητέρας παρείσφρησε κι
εδραιώθηκε στο κινηματογραφικό είδος του θρίλερ, χάρη κυρίως στις
εμμονοληπτικές εμπνεύσεις του Alfred Hitchcock, συγκεντρώνοντας πάνω του
μια πλήρη κριτική στην οικογένεια. Η συγκεκριμένη θεματική γνώρισε την
αποθέωσή της στο Mother’s Day, δεύτερη μόλις ταινία του Charles Kaufman,
που κυκλοφόρησε το 1980 κι έκτοτε αγαπήθηκε ως cult διαμάντι. Τριάντα
χρόνια μετά κι αφού θήτευσε επί μακρόν στο franchise του Saw (ο ίδιος
βρίσκεται πίσω από το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο φιλμ της σειράς),
ο Darren Lynn Bousman αποφασίζει να επισκεφτεί πάλι την ιστορία της
(επίκτητης με μη βιολογικά μέσα) οικογένειας εγκληματιών που βρίσκεται
υποταγμένη στους κανόνες της …μητριαρχίας.
Το remake ξεκινάει με μία εύστοχη αλλαγή τοποθεσίας από το δάσος (όπου λάβαινε χώρα το πρωτότυπο φιλμ) στο προπύργιο της αστικής ασφάλειας, που δεν είναι άλλο ασφαλώς από το ίδιο μας το σπίτι. Το σχόλιο πάνω στην εμμονή του δυτικού κόσμου στο θεσμό της οικογένειας είναι άκρως ενδιαφέρον. Το εξουσιαστικό μοντέλο του οικογενειάρχη μαρτυρά πως το κάθε …σπιτικό λειτουργεί σαν μικρογραφία του κράτους. Χωρίς να είναι εξαιρετικά διαυγής και, επιπλέον, στηριζόμενη σε εύκολες ψυχαναλυτικές ερμηνείες, η κριτική του φιλμ είναι αρκούντως αιχμηρή. Ωστόσο, εντοπίζεται περισσότερο σε επίπεδο προθέσεων παρά αποτελέσματος, καθότι εκεί ο Bousman υπέκυψε στις σαδιστικές τάσεις με τις οποίες και ταυτίστηκε κατά το παρελθόν η φιλμογραφία του. Η αφήγηση μοιάζει με συνονθύλευμα κορυφώσεων, αφαιρώντας κάθε έννοια έκπληξης. Το σοκ δε θα έρθει ούτε από τα δρώμενα, ούτε καν από τις σκηνές splatter που εμφανίζονται με το τσουβάλι και, αναπόφευκτα, καταλήγουν εξίσου προβλέψιμες.
Το μοναδικό ατού του Mother’s Day είναι η …ίδια η Μητέρα. Η Rebecca De Mornay στέκει απολαυστική στην camp υπερβολή της και είναι πραγματικά κρίμα που κανένας άλλος – από το σκηνοθέτη μέχρι τον τελευταίο κομπάρσο – δεν μιμήθηκαν τις επιλογές της, εν δυνάμει ικανές να μετατρέψουν το φιλμ σε ένοχη απόλαυση. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν πετυχαίνει ούτε σα ψυχαγωγικό horror, ούτε σαν άσκηση ύφους, πολύ περισσότερο δε ούτε σαν κοινωνικό σχόλιο. Αν μη τι άλλο, η πολυφορεμένη δικαιολογία της ανθρώπινης φύσης, που χάρην επιβίωσης επιτρέπει τα πάντα, έχει καταντήσει η εύκολη λύση για φτηνό multiplex τρόμο.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Το remake ξεκινάει με μία εύστοχη αλλαγή τοποθεσίας από το δάσος (όπου λάβαινε χώρα το πρωτότυπο φιλμ) στο προπύργιο της αστικής ασφάλειας, που δεν είναι άλλο ασφαλώς από το ίδιο μας το σπίτι. Το σχόλιο πάνω στην εμμονή του δυτικού κόσμου στο θεσμό της οικογένειας είναι άκρως ενδιαφέρον. Το εξουσιαστικό μοντέλο του οικογενειάρχη μαρτυρά πως το κάθε …σπιτικό λειτουργεί σαν μικρογραφία του κράτους. Χωρίς να είναι εξαιρετικά διαυγής και, επιπλέον, στηριζόμενη σε εύκολες ψυχαναλυτικές ερμηνείες, η κριτική του φιλμ είναι αρκούντως αιχμηρή. Ωστόσο, εντοπίζεται περισσότερο σε επίπεδο προθέσεων παρά αποτελέσματος, καθότι εκεί ο Bousman υπέκυψε στις σαδιστικές τάσεις με τις οποίες και ταυτίστηκε κατά το παρελθόν η φιλμογραφία του. Η αφήγηση μοιάζει με συνονθύλευμα κορυφώσεων, αφαιρώντας κάθε έννοια έκπληξης. Το σοκ δε θα έρθει ούτε από τα δρώμενα, ούτε καν από τις σκηνές splatter που εμφανίζονται με το τσουβάλι και, αναπόφευκτα, καταλήγουν εξίσου προβλέψιμες.
Το μοναδικό ατού του Mother’s Day είναι η …ίδια η Μητέρα. Η Rebecca De Mornay στέκει απολαυστική στην camp υπερβολή της και είναι πραγματικά κρίμα που κανένας άλλος – από το σκηνοθέτη μέχρι τον τελευταίο κομπάρσο – δεν μιμήθηκαν τις επιλογές της, εν δυνάμει ικανές να μετατρέψουν το φιλμ σε ένοχη απόλαυση. Όπως έχουν τα πράγματα, δεν πετυχαίνει ούτε σα ψυχαγωγικό horror, ούτε σαν άσκηση ύφους, πολύ περισσότερο δε ούτε σαν κοινωνικό σχόλιο. Αν μη τι άλλο, η πολυφορεμένη δικαιολογία της ανθρώπινης φύσης, που χάρην επιβίωσης επιτρέπει τα πάντα, έχει καταντήσει η εύκολη λύση για φτηνό multiplex τρόμο.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου