Το «ανεξάρτητο» αμερικανικό σινεμά προσπαθεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια να αντικαταστήσει την περίφημη κρίση μέσης ηλικίας με εκείνης της πρώιμης ενηλικίωσης. Οι ήρωές του, λίγο μετά τα είκοσι και λίγο πριν τα τριάντα, συνειδητοποιούν ότι η αθανασία είναι μια φενάκη και η άβυσσος της ζωής ξαφνικά εμφανίζει σημάδια περατότητας. Η εγωπάθεια της νιότης τους δέχεται τα πρώτα, ανεπανόρθωτα πλήγματα και το φάρμακο βρίσκεται, συνήθως, στη συνύπαρξη, στη στοργή που προσφέρουμε και μας προσφέρει ο Άλλος. Το Happythankyoumoreplease έρχεται να προστεθεί σε αυτό το σωρό των ταινιών που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία τουλάχιστον, έχασαν το φυσιολογικό τους δρόμο προς τους τηλεοπτικούς δέκτες κι ανέλπιστα φτάνουν στη μεγάλη οθόνη.
Αν υπάρχει κάτι το διαφορετικό εδώ, εντοπίζεται στη ραθυμία (σε σημείο …πλήξης) με την οποία εικονογραφείται το άγχος και η αγωνία των, τριάντα παρά κάτι, χαρακτήρων που μόλις έχουν πάρει την απόφαση ότι τη ζωή δεν την προσεγγίζεις σαν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, αλλά σαν μια βουτιά προς το άγνωστο. Ο Josh Radnor (με ήδη πλούσιο βιογραφικό στην αμερικάνικη τηλεόραση) τους χειρίζεται με περισσή γλυκύτητα, δε διαθέτει όμως ούτε το σοφό κυνισμό του Woody Allen, ούτε καν τη συναισθηματική ευφυΐα του Zach Braff, στο Garden State του οποίου πολύ θα ήθελε να μοιάσει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Σα να μην έφτανε αυτό, ένας διάχυτος ναρκισσισμός κινείται στην ατμόσφαιρα και μετατρέπει σε αντιπαθητικούς τους, λιγοστούς είναι η αλήθεια, ήρωες που δεν είναι απλώς αδιάφοροι.
Το αξιόλογο cast σώζει εν μέρει τα προσχήματα, ωστόσο η απεικόνιση των σχέσεων - που το φιλμ ανάγει σε βασικό του θέμα – παραμένει μέχρι τέλους ρηχή και γεμάτη από κινηματογραφικά (και τηλεοπτικά) κλισέ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιφανειακή συνύπαρξη του βασικού ήρωα, Sam, με τον μικρό ορφανό, Rasheen. Ο χαρακτήρας του τελευταίου υπάρχει αποκλειστικά προς διευκόλυνση της πλοκής, σεναριακή ευκολία που δύσκολα λησμονείται κατά την εξέλιξη της αφήγησης. Ωστόσο, το Happythankyoumoreplease απέχει από το χαρακτηρισμό της κακής ταινίας και ο Radnor δεν αποκλείεται να βρει το κοινό που θα ακολουθήσει με θέρμη την ιστορία του, όσο και αν ο ίδιος σκηνοθετεί το φιλμ λες και δε δίνει δεκάρα τσακιστή για αυτό.
Αν υπάρχει κάτι το διαφορετικό εδώ, εντοπίζεται στη ραθυμία (σε σημείο …πλήξης) με την οποία εικονογραφείται το άγχος και η αγωνία των, τριάντα παρά κάτι, χαρακτήρων που μόλις έχουν πάρει την απόφαση ότι τη ζωή δεν την προσεγγίζεις σαν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, αλλά σαν μια βουτιά προς το άγνωστο. Ο Josh Radnor (με ήδη πλούσιο βιογραφικό στην αμερικάνικη τηλεόραση) τους χειρίζεται με περισσή γλυκύτητα, δε διαθέτει όμως ούτε το σοφό κυνισμό του Woody Allen, ούτε καν τη συναισθηματική ευφυΐα του Zach Braff, στο Garden State του οποίου πολύ θα ήθελε να μοιάσει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Σα να μην έφτανε αυτό, ένας διάχυτος ναρκισσισμός κινείται στην ατμόσφαιρα και μετατρέπει σε αντιπαθητικούς τους, λιγοστούς είναι η αλήθεια, ήρωες που δεν είναι απλώς αδιάφοροι.
Το αξιόλογο cast σώζει εν μέρει τα προσχήματα, ωστόσο η απεικόνιση των σχέσεων - που το φιλμ ανάγει σε βασικό του θέμα – παραμένει μέχρι τέλους ρηχή και γεμάτη από κινηματογραφικά (και τηλεοπτικά) κλισέ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιφανειακή συνύπαρξη του βασικού ήρωα, Sam, με τον μικρό ορφανό, Rasheen. Ο χαρακτήρας του τελευταίου υπάρχει αποκλειστικά προς διευκόλυνση της πλοκής, σεναριακή ευκολία που δύσκολα λησμονείται κατά την εξέλιξη της αφήγησης. Ωστόσο, το Happythankyoumoreplease απέχει από το χαρακτηρισμό της κακής ταινίας και ο Radnor δεν αποκλείεται να βρει το κοινό που θα ακολουθήσει με θέρμη την ιστορία του, όσο και αν ο ίδιος σκηνοθετεί το φιλμ λες και δε δίνει δεκάρα τσακιστή για αυτό.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
2 σχόλια:
Ανυπόφορο δείγμα ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά με κλισέ καταστάσεις, προφανείς ερμηνείες και επίπεδη κινηματογράφηση. Αξίζεις συγχαρητήρια που άντεξες μέχρι το τέλος!
Ομολογώ ότι σκεφτόμουν ουκ ολίγες φορές την αποχώρηση, χαχα!
Δημοσίευση σχολίου