Μία από τις πλέον περιβόητες διαμάχες που απασχολεί το λογοτεχνικό κι
ακαδημαϊκό κόσμο εδώ και πολλές δεκαετίες αφορά την πατρότητα του
ογκωδέστατου και αριστουργηματικού έργου του William Shakespeare. Είναι
εκείνος ο πραγματικός συγγραφέας ή πρόκειται για μια απλή βιτρίνα; Τα
επιχειρήματα κι από τις δύο πλευρές πολλά και, καιρό τώρα, ανέμεναν την
κινηματογραφική τους έκφραση. Το όνομα του Roland Emmerich, άρρηκτα
συνδεδεμένο με κάθε λογής ταινία καταστροφής, φαντάζει αταίριαστο με ένα
τέτοιας φύσεως εγχείρημα. Ωστόσο, ο γερμανικής καταγωγής σκηνοθέτης
αποφασίζει – παρέα με το σεναριογράφο του, John Orloff – να προβεί σε
τολμηρές επιλογές. Μία από αυτές είναι να θεωρήσει δεδομένο ότι ο
Shakespeare όχι απλά δεν έγραψε ο ίδιος κανένα από τα θρυλικά θεατρικά
έργα, αλλά ήταν κιόλας ένας αγράμματος, γυναικάς ηθοποιός που δεν ήξερε
καν πώς να τοποθετήσει τη γραφίδα στο χέρι. Μία άλλη είναι η σύνδεση του
παραπάνω γεγονότος με τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Με αυτόν τον
τρόπο, το φιλμ καταφέρνει να θίξει δύο ενδιαφέροντα ζητήματα.
Το πρώτο αφορά την πατρότητα στην τέχνη. Ποια είναι η θέση του δημιουργού μετά την ολοκλήρωση ενός έργου και κατά πόσον η αξία του δεύτερου επηρεάζεται (καθορίζεται;) από την ταυτότητα του ανθρώπου που το παρήγαγε; Η σύνδεση του καλλιτέχνη με το προϊόν της εργασίας του ήταν σχεδόν δεδομένη για αιώνες. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι θεωρητικοί του κινηματογράφου ένιωσαν την ανάγκη να χτίσουν το λεγόμενο auteur theory (το φιλμ όχι ως προϊόν συλλογικό αλλά ενός ανθρώπου, του σκηνοθέτη) για να πετύχουν την ευρύτερη αναγνώριση του σινεμά ως μια εκ των τεχνών. Αυτή η πολυδιάστατη εξάρτηση ενός θεατρικού, ενός ποιήματος, ενός πίνακα, ενός φιλμ από τον άνθρωπο που το «συνέλαβε» οδηγεί σε περιπλοκές ηθικής κι αισθητικής τάξεως. Η ζωή και οι επιλογές του Pound επιδρούν πάνω στην αξία που έχουν τα ποιήματά του καθαυτά στον αναγνώστη; Ή, για να γυρίσουμε στο σινεμά, τι συμβαίνει στις περιπτώσεις του Polanski, του Woody, κι άλλων πολλών; Η περίπτωση Shakespeare, χάρη στη «ψυχραιμία» της μεγάλης χρονικής απόστασης, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα διδακτική για την προσήλωσή μας στο Όνομα. Τόσο ο βάρδος William όσο και ο de Veer (που στο φιλμ παρουσιάζεται ως ο πραγματικός συγγραφέας) έχουν αποδημήσει 400 χρόνια τώρα. Τα έργα όμως μένουν και η αξία τους εξακολουθεί να λάμπει και θα εξακολουθεί, είτε αλλάξει το όνομα του δημιουργού τους είτε ακόμα κι αν αλλάξει το δικό τους όνομα (ο τίτλος).
Το δεύτερο ζήτημα που φέρνει στην επιφάνεια το Anonymous, με πιο άμεσο ακόμα τρόπο, αφορά την Τέχνη ως μέσο πολιτικής. Ο de Veer ακούγεται να χαρακτηρίζει το λόγο ως το ισχυρότερο όπλο, ικανό να ρίξει ή έστω να επηρεάσει βασιλείες και κυβερνήσεις. Η ευθύνη του καλλιτέχνη σε εποχές αναταραχής (κι όχι μόνο) είναι μια υπόθεση διαχρονική και στη δεδομένη στιγμή (και δη στη χώρα μας) δε θα έπρεπε να χρήζει περισσότερης επεξήγησης. Η ειρωνεία του πράγματος εντοπίζεται στον πομπό αυτού του μηνύματος. Ο Emmerich έχει αποδείξει στην έως τώρα καριέρα του ότι πολύ λίγο τον έχει απασχολήσει η κοινωνικοπολιτική ευθύνη του δημιουργού και ο ιστορικός χωροχρόνος ήταν μια απλή λεπτομέρεια στα ανώδυνα, ψυχαγωγικά (με τη διεστραμμένη έννοια του όρου) έπη του. Και δυστυχώς, φροντίζει να το αποδείξει πάλι.
Τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα θα μπορούσαν να δώσουν ένα έργο – σημείο αναφοράς στον κινηματογραφικό μεταμοντερνισμό, ωστόσο ο Emmerich βλέπει σε αυτά μια ευκαιρία για ένα ακόμα φανφαρώδες φιλμ, φωνακλάδικο κράμα σεξ, βίας, προδοσίας και κάθε λογής σαπουνοπερατικής ίντριγκας. Κουστούμια και σκηνικά είναι σε στιγμές εντυπωσιακά (η αισθητική βέβαια φωνάζει τη CGI καταγωγή της), ωστόσο οι ηθοποιοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι αξίζουν την προσοχή μας εξουθενώνοντας τα λαρύγγια τους (και τα αυτιά μας), πιστοί θαρρείς στην υπερβολή του σκηνοθέτη τους. Ο Rafe Spall παρουσιάζει το χαρακτήρα του Shakespeare σαν μια καρικατούρα πολύ κοντά στο γελοίο, βγαλμένη από μια άλλη ταινία (μια σάτιρα ίσως;), ενώ ούτε η αυτού μεγαλειότητα της Redgrave διασώζεται. Μοναδική εξαίρεση ο Edward Hogg ως ο δαιμονικός, καμπούρης Cecil, βγαλμένος από τα καλύτερα έργα του ίδιου του Shakespeare. Έτσι κι αλλιώς, οι καλύτερες στιγμές του Anonymous είναι τα highlights από τα θεατρικά του βάρδου που ερμηνεύονται επί σκηνής. Κατά τα λοιπά, κάτι σάπιο υπάρχει στο κινηματογραφικό βασίλειο του Emmerich.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Το πρώτο αφορά την πατρότητα στην τέχνη. Ποια είναι η θέση του δημιουργού μετά την ολοκλήρωση ενός έργου και κατά πόσον η αξία του δεύτερου επηρεάζεται (καθορίζεται;) από την ταυτότητα του ανθρώπου που το παρήγαγε; Η σύνδεση του καλλιτέχνη με το προϊόν της εργασίας του ήταν σχεδόν δεδομένη για αιώνες. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι θεωρητικοί του κινηματογράφου ένιωσαν την ανάγκη να χτίσουν το λεγόμενο auteur theory (το φιλμ όχι ως προϊόν συλλογικό αλλά ενός ανθρώπου, του σκηνοθέτη) για να πετύχουν την ευρύτερη αναγνώριση του σινεμά ως μια εκ των τεχνών. Αυτή η πολυδιάστατη εξάρτηση ενός θεατρικού, ενός ποιήματος, ενός πίνακα, ενός φιλμ από τον άνθρωπο που το «συνέλαβε» οδηγεί σε περιπλοκές ηθικής κι αισθητικής τάξεως. Η ζωή και οι επιλογές του Pound επιδρούν πάνω στην αξία που έχουν τα ποιήματά του καθαυτά στον αναγνώστη; Ή, για να γυρίσουμε στο σινεμά, τι συμβαίνει στις περιπτώσεις του Polanski, του Woody, κι άλλων πολλών; Η περίπτωση Shakespeare, χάρη στη «ψυχραιμία» της μεγάλης χρονικής απόστασης, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα διδακτική για την προσήλωσή μας στο Όνομα. Τόσο ο βάρδος William όσο και ο de Veer (που στο φιλμ παρουσιάζεται ως ο πραγματικός συγγραφέας) έχουν αποδημήσει 400 χρόνια τώρα. Τα έργα όμως μένουν και η αξία τους εξακολουθεί να λάμπει και θα εξακολουθεί, είτε αλλάξει το όνομα του δημιουργού τους είτε ακόμα κι αν αλλάξει το δικό τους όνομα (ο τίτλος).
Το δεύτερο ζήτημα που φέρνει στην επιφάνεια το Anonymous, με πιο άμεσο ακόμα τρόπο, αφορά την Τέχνη ως μέσο πολιτικής. Ο de Veer ακούγεται να χαρακτηρίζει το λόγο ως το ισχυρότερο όπλο, ικανό να ρίξει ή έστω να επηρεάσει βασιλείες και κυβερνήσεις. Η ευθύνη του καλλιτέχνη σε εποχές αναταραχής (κι όχι μόνο) είναι μια υπόθεση διαχρονική και στη δεδομένη στιγμή (και δη στη χώρα μας) δε θα έπρεπε να χρήζει περισσότερης επεξήγησης. Η ειρωνεία του πράγματος εντοπίζεται στον πομπό αυτού του μηνύματος. Ο Emmerich έχει αποδείξει στην έως τώρα καριέρα του ότι πολύ λίγο τον έχει απασχολήσει η κοινωνικοπολιτική ευθύνη του δημιουργού και ο ιστορικός χωροχρόνος ήταν μια απλή λεπτομέρεια στα ανώδυνα, ψυχαγωγικά (με τη διεστραμμένη έννοια του όρου) έπη του. Και δυστυχώς, φροντίζει να το αποδείξει πάλι.
Τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα θα μπορούσαν να δώσουν ένα έργο – σημείο αναφοράς στον κινηματογραφικό μεταμοντερνισμό, ωστόσο ο Emmerich βλέπει σε αυτά μια ευκαιρία για ένα ακόμα φανφαρώδες φιλμ, φωνακλάδικο κράμα σεξ, βίας, προδοσίας και κάθε λογής σαπουνοπερατικής ίντριγκας. Κουστούμια και σκηνικά είναι σε στιγμές εντυπωσιακά (η αισθητική βέβαια φωνάζει τη CGI καταγωγή της), ωστόσο οι ηθοποιοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι αξίζουν την προσοχή μας εξουθενώνοντας τα λαρύγγια τους (και τα αυτιά μας), πιστοί θαρρείς στην υπερβολή του σκηνοθέτη τους. Ο Rafe Spall παρουσιάζει το χαρακτήρα του Shakespeare σαν μια καρικατούρα πολύ κοντά στο γελοίο, βγαλμένη από μια άλλη ταινία (μια σάτιρα ίσως;), ενώ ούτε η αυτού μεγαλειότητα της Redgrave διασώζεται. Μοναδική εξαίρεση ο Edward Hogg ως ο δαιμονικός, καμπούρης Cecil, βγαλμένος από τα καλύτερα έργα του ίδιου του Shakespeare. Έτσι κι αλλιώς, οι καλύτερες στιγμές του Anonymous είναι τα highlights από τα θεατρικά του βάρδου που ερμηνεύονται επί σκηνής. Κατά τα λοιπά, κάτι σάπιο υπάρχει στο κινηματογραφικό βασίλειο του Emmerich.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου