Η βιογραφία του Hoover ήταν πολυαναμενόμενη για αρκετούς λόγους. Η
ζωή και το έργο μιας προσωπικότητας από τις πλέον σκοτεινές κι
αμφιλεγόμενες στην αμερικανική (κι όχι μόνο) ιστορία, δίνει πλούσιο
υλικό στον κινηματογράφο. Τόσο σε επίπεδο δραματικό, όσο και σε ένα
βαθύτερο, συμβολικό, μα άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνικοπολιτική
επικαιρότητα των ημερών μας. Άλλωστε, αν σήμερα θεωρούμε δεδομένους
κάποιους περιορισμούς στις ελευθερίες μας υπό την πρόφαση της ασφάλειας
και ενός γενικότερου καλού, ο εν λόγω κύριος είναι σε μεγάλο βαθμό
υπαίτιος. Ωστόσο, το φιλμ του Eastwood αφήνει την αίσθηση της χαμένης
ευκαιρίας, θύμα μιας σειράς ατυχών επιλογών που εντοπίζονται στη
ραχοκοκαλιά της αφήγησης του.
Η βασικότερη ένσταση κρύβεται στην υιοθέτηση μιας αποκλειστικά ψυχαναλυτικής ερμηνείας πίσω από τα λόγια και τις πράξεις του επί δεκαετιών επικεφαλή του FBI. Η εμμονή του με τα μυστικά των άλλων παρουσιάζεται ως συνέπεια του φόβου μήπως τυχόν αποκαλυφθούν τα δικά του (όπως αυτό της λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας) – ειδικά μπροστά στα πανταχού παρόντα μάτια της μάνας του. Εδώ ο Clint «παίζει» έξυπνα με το μοτίβο της χιτσκοκικής μητέρας, μια φιγούρα καταπιεστική που ωστόσο δικαιολογημένα ελκύει την, κάπως αφύσικη, προσκόλληση σε αυτήν. Κι αν η θεσπέσια Judi Dench βγάζει ασπροπρόσωπο το σκηνοθέτη της με μια μοντέρνα ενσάρκωση της Lady Macbeth, δεν υπάρχει εύκολη δικαιολογία για την απουσία ουσιαστικού αντιλόγου στην πολιτική του Hoover. Δεν επρόκειτο για ένα απλό ανδρείκελο των άλλων και της αδυναμίας του να συνάψει σχέσεις μαζί τους, αλλά για τον ουσιαστικό ενσαρκωτή – κι εν τέλει σύμβολο – μιας ολόκληρης ιδεολογίας. Προσωποποίησε τη συγκέντρωση της εξουσίας στη μονάδα του ατόμου κι έδωσε πολυάριθμες μάχες για να συντηρηθεί η, απαραίτητη για το αμερικάνικο όνειρο, διάκριση ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» (που ο Eastwood άλλοτε ενστερνίζεται ενθέρμως κι άλλοτε απορρίπτει πλήρως στη διάρκεια της φιλμογραφίας του).
Μέσα από το διόλου πρωτότυπο, ακαδημαϊκό όχημα της εξιστόρησης των απομνημονευμάτων του, εύκολα διακρίνει κανείς μια διάθεση υπονόμευσης της εικόνας του Hoover. Όμως, η σκιαγράφηση ενός ανθρώπου – θύματος της ίδιας της φενάκης του δεν αρκεί, ούτε παρουσιάζεται με την απαραίτητη δυναμική που θα ξεδιάλυνε τις προθέσεις της ταινίας. Ακόμα κι έτσι, δεν παύει να αποτελεί ένα πανέξυπνο εύρημα, ειδικά από τη στιγμή που εφαρμόζεται σε ένα πρόσωπο με ενδιαφέρον σχεδόν …εμμονοληπτικό για το ποια θα είναι η θέση του στην Ιστορία. Ο Eastwood σοφά υπογραμμίζει αυτή την αντιστικτική σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα με φόντο την αιώνια ανάγκη του αμερικανικού έθνους για τη δημιουργία μύθων. Δεν καταφέρνει ποτέ όμως να το εντάξει πλήρως στην αφήγηση της ταινίας, συνέπεια μάλλον αναγκαία της γνωστής αγάπης του σκηνοθέτη για έναν εκφραστικό μινιμαλισμό που δίνει την πρωτοκαθεδρία στην ιστορία και τους χαρακτήρες. Ακόμα κι αν η αφηγηματική σύγχυση είναι εκούσια, παραμένει αποπροσανατολιστική και, εν τέλει, δεν καταφέρνει να περάσει παρά ελάχιστα την καταδιωκτική παράνοια του Hoover και της εποχής που τόσο προσδιόρισε.
Η σεναριακή επιμονή στη σχέση του ήρωα με το συνεργάτη κι επιστήθιο φίλο του, Clyde Tolson, δε βοηθάει καθόλου την ταινία, ειδικά από τη στιγμή που αναλώνεται σε χλιαρούς υπαινιγμούς για την ερωτική της φύση. Αν προσθέσουμε και μια σειρά από κατασκευαστικές ατέλειες (το …εξόφθαλμο make-up μόνο ως inside joke για το κρυφτούλι των χαρακτήρων μπορεί να το χωρέσει ο νους) και κάποιες μάλλον αδύναμες ερμηνείες (όπως εκείνη του Armie Hammer/Clyde που στις πιο δραματικές σκηνές καταλήγει φαιδρός), γίνεται κατανοητό γιατί ούτε η στιβαρή ερμηνεία του DiCaprio δεν αρκεί για να απογειώσει την ταινία. Ο τελευταίος έχει προ πολλού αποδείξει στους μη εθελοτυφλούντες ότι πρόκειται για έναν εκ των σπουδαιότερων ερμηνευτών της γενιάς του και η παρουσία του εδώ απλά το επιβεβαιώνει εκ νέου. Ωστόσο, αν στεκόμασταν στα αναμενόμενα θα έμοιαζε σα να μιλούσαμε συγκαταβατικά για τους δημιουργούς του J. Edgar - και κάτι τέτοιο ποτέ δε θα αρμόζει στο σοφό-Clint.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Η βασικότερη ένσταση κρύβεται στην υιοθέτηση μιας αποκλειστικά ψυχαναλυτικής ερμηνείας πίσω από τα λόγια και τις πράξεις του επί δεκαετιών επικεφαλή του FBI. Η εμμονή του με τα μυστικά των άλλων παρουσιάζεται ως συνέπεια του φόβου μήπως τυχόν αποκαλυφθούν τα δικά του (όπως αυτό της λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας) – ειδικά μπροστά στα πανταχού παρόντα μάτια της μάνας του. Εδώ ο Clint «παίζει» έξυπνα με το μοτίβο της χιτσκοκικής μητέρας, μια φιγούρα καταπιεστική που ωστόσο δικαιολογημένα ελκύει την, κάπως αφύσικη, προσκόλληση σε αυτήν. Κι αν η θεσπέσια Judi Dench βγάζει ασπροπρόσωπο το σκηνοθέτη της με μια μοντέρνα ενσάρκωση της Lady Macbeth, δεν υπάρχει εύκολη δικαιολογία για την απουσία ουσιαστικού αντιλόγου στην πολιτική του Hoover. Δεν επρόκειτο για ένα απλό ανδρείκελο των άλλων και της αδυναμίας του να συνάψει σχέσεις μαζί τους, αλλά για τον ουσιαστικό ενσαρκωτή – κι εν τέλει σύμβολο – μιας ολόκληρης ιδεολογίας. Προσωποποίησε τη συγκέντρωση της εξουσίας στη μονάδα του ατόμου κι έδωσε πολυάριθμες μάχες για να συντηρηθεί η, απαραίτητη για το αμερικάνικο όνειρο, διάκριση ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» (που ο Eastwood άλλοτε ενστερνίζεται ενθέρμως κι άλλοτε απορρίπτει πλήρως στη διάρκεια της φιλμογραφίας του).
Μέσα από το διόλου πρωτότυπο, ακαδημαϊκό όχημα της εξιστόρησης των απομνημονευμάτων του, εύκολα διακρίνει κανείς μια διάθεση υπονόμευσης της εικόνας του Hoover. Όμως, η σκιαγράφηση ενός ανθρώπου – θύματος της ίδιας της φενάκης του δεν αρκεί, ούτε παρουσιάζεται με την απαραίτητη δυναμική που θα ξεδιάλυνε τις προθέσεις της ταινίας. Ακόμα κι έτσι, δεν παύει να αποτελεί ένα πανέξυπνο εύρημα, ειδικά από τη στιγμή που εφαρμόζεται σε ένα πρόσωπο με ενδιαφέρον σχεδόν …εμμονοληπτικό για το ποια θα είναι η θέση του στην Ιστορία. Ο Eastwood σοφά υπογραμμίζει αυτή την αντιστικτική σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα με φόντο την αιώνια ανάγκη του αμερικανικού έθνους για τη δημιουργία μύθων. Δεν καταφέρνει ποτέ όμως να το εντάξει πλήρως στην αφήγηση της ταινίας, συνέπεια μάλλον αναγκαία της γνωστής αγάπης του σκηνοθέτη για έναν εκφραστικό μινιμαλισμό που δίνει την πρωτοκαθεδρία στην ιστορία και τους χαρακτήρες. Ακόμα κι αν η αφηγηματική σύγχυση είναι εκούσια, παραμένει αποπροσανατολιστική και, εν τέλει, δεν καταφέρνει να περάσει παρά ελάχιστα την καταδιωκτική παράνοια του Hoover και της εποχής που τόσο προσδιόρισε.
Η σεναριακή επιμονή στη σχέση του ήρωα με το συνεργάτη κι επιστήθιο φίλο του, Clyde Tolson, δε βοηθάει καθόλου την ταινία, ειδικά από τη στιγμή που αναλώνεται σε χλιαρούς υπαινιγμούς για την ερωτική της φύση. Αν προσθέσουμε και μια σειρά από κατασκευαστικές ατέλειες (το …εξόφθαλμο make-up μόνο ως inside joke για το κρυφτούλι των χαρακτήρων μπορεί να το χωρέσει ο νους) και κάποιες μάλλον αδύναμες ερμηνείες (όπως εκείνη του Armie Hammer/Clyde που στις πιο δραματικές σκηνές καταλήγει φαιδρός), γίνεται κατανοητό γιατί ούτε η στιβαρή ερμηνεία του DiCaprio δεν αρκεί για να απογειώσει την ταινία. Ο τελευταίος έχει προ πολλού αποδείξει στους μη εθελοτυφλούντες ότι πρόκειται για έναν εκ των σπουδαιότερων ερμηνευτών της γενιάς του και η παρουσία του εδώ απλά το επιβεβαιώνει εκ νέου. Ωστόσο, αν στεκόμασταν στα αναμενόμενα θα έμοιαζε σα να μιλούσαμε συγκαταβατικά για τους δημιουργούς του J. Edgar - και κάτι τέτοιο ποτέ δε θα αρμόζει στο σοφό-Clint.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
6 σχόλια:
Με βρίσκεις απολύτως σύμφωνο για τις χτυπητές αδυναμίες της ταινίας, σίγουρα απογοητευτικής δεδομένων των δυνατοτήτων του θέματός της. Αυτό που λείπει κατ' εμέ από την στέρεη μεν, αλλά άνυδρη δεν, αφήγηση του Eastwood είναι η απάντηση στο εξής απλό ερώτημα; Πώς κατάφερε αυτό το συμπλεγματικό ανθρωπάκι (γιατί περί τέτοιου πρόκειται) να προξενεί τόσο μεγάλο φόβο στην εκλεγμένη εξουσία ώστε ακόμη και 5-6 διαφορετικοί Πρόεδροι να μην μπορούν να τον απολύσουν (ο υπαινιγμός ότι επειδή κρατούσε αρχείο για την εξωσυσυγική ζωή ορισμένων υποτιμά την νοημοσύνη του θεατή). Άστοχη και η επιλογή των περισσότερων ιστορικών στιγμιοτύπων της αφήγησης (με εξαίρεση αυτό της σύλληψης του Dillinger), και η προσωπική ζωή μιας φιγούρας με τέτοια ανεξέλεκτη εξουσία ελάχιστη σημασία έχει. Πιο πολύ σαν ψυχανάλυση του καφενένειου φαντάζει η ερμηνεία της συμπεριφοράς του που προσδίδει η ταινία.
Έτσι ακριβώς φίλε Μπουκ. Το φιλμ του Clint θέτει ως βασικό αφηγηματικό άξονα μια ψυχαναλυτική εξήγηση που θα προτιμούσα να έβλεπα απλά ως υπαινικτικές (και σινεφιλικές λόγω της χιτσκοκικής αναφοράς) πινελιές σε ένα έργο πιο διαλεκτικό και στέρεο. Άραγε ο Eastwood αποδεικνύει ξανά ότι δεν μπορεί να υπερβεί ένα κακογραμμένο σενάριο ή μήπως τούτη τη φορά είναι και θέμα ...ιδεολογίας;
Πιστεύω ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι και θέμα ιδεολογίας. Σε τελική ανάλυση αποτελεί ιδεολογικό άλλοθι η καταφυγή στην ατομική ψυχοπαθολογία προκειμένου οι διαβρωτικοί και καταπιεστικοί μηχανισμοί εξουσίας να μείνουν στο απυρόβλητο. Είναι πολύ πιο βολικό να απομυθοποιείς πρόσωπα παρά θεσμούς και μηχανισμούς....
einai entypwsiako to poso apolyta symfwnoume kai oi treis. einai apisteyto oti, of all people, o Clint ekane mia toso xliari tainia gia ton Hoover, of all people.
(edw i diki mou poly xrliari gnwmi gia tinn tainia, pou aggizei vevaia poly ligotero tis adynamies tou ergou ap'oso kaneis esy sto keimeno sou http://www.cinemanews.gr/v5/movies.php?n=7995 )
*sorry gia ta greeklish, den exw elliniko pliktorlogio sto grafeio
mpoukatsas,
Φίλε μου το περιγράφεις τέλεια στο σχόλιό σου. Δεν είναι τυχαίο που το συγκεκριμένο φαινόμενο το συναντάμε σε τόσες και τόσες ταινίες του - καταφανώς ατομοκεντρικής ιδεολογίας - hollywood. Και ξέρω πως μοιραζόμαστε την ίδια ενόχληση σε αυτό. Απλά είμαι λίγο πιο επιεικής με τον Clint.
neutrino,
Είμαστε ομαδάρα γι' αυτό, χεχε. Μπαίνω να σε διαβάσω.
Δημοσίευση σχολίου