Δευτέρα 19 Απριλίου 2010
SAN MICHELE AVEVA UN GALLO (1972), των Paolo & Vittorio Taviani
Ένα χρόνο πριν το Allonsanfan που για πολλούς αποτελεί το αριστούργημα των δύο σκηνοθετών, οι Taviani παρέδιδαν ένα σφιχτοδεμένο στοχασμό πάνω στο είδος και την σημασία της πολιτικής στράτευσης. Το δίπολο στο οποίο προβληματίζονται είναι η αναρχική - ένοπλη επαναστατική δράση από την μία πλευρά, και η μαρξιστική παιδεία – ιδεολογία από την άλλη. Δομικά η ταινία είναι εμφανώς χωρισμένη σε τρία μέρη τα οποία αν και συγκεντρωμένα στο χώρο (το χωριό, ένα κελί και η βάρκα αντίστοιχα), εκτείνονται χρονικά σε ένα διάστημα δέκα ετών. Αφορμή για την ταινία αποτέλεσε, κατά πάσα πιθανότητα, η «ευρωκομμουνιστική» πολιτική που άρχισε να υιοθετεί το 1971 το Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου μέλη ήταν ο Paolo και ο Vittorio.
Έτσι, στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τη δράση μιας επαναστατικής ομάδας διεθνιστών (αυτοαποκαλούνται «Πιζακάνε») που κάνουν επιδρομές στα χωριά της Ιταλίας προκειμένου να αφυπνίσουν τον απλό λαό και τους αγρότες (“η πυριτιδαποθήκη της χώρας”, όπως θα τους αποκαλέσει κάποιος στην πορεία). Ηγέτης τους είναι ο Giulio, που από την συντομότατη εισαγωγή πληροφορούμαστε ότι από μικρός ήταν ένα «ανυπάκουο παιδί». Η στράτευσή του είναι συναισθηματικής τάξεως. Σαν ακούει τις καμπάνες του χωριού που σημαίνουν και την έναρξη της αποστολής τους, το πρόσωπό του φωτίζεται από μια πολυπόθητη ψυχική ανάταση. Οι σκηνοθέτες συμπαθούν τον Giulio και την ομάδα του, κάτι που θα μας απασχολήσει και παρακάτω, και η βασική αιτία είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους των πράξεων.
Σε μια εποχή που η δειλία των πάσης φύσεως θεωρητικών και φιλοσόφων, που κρύβονται πίσω από μάλλον ασφαλή για το κατεστημένο θεωρητικά κατασκευάσματα, μοιάζει ακόμα πιο επίκαιρη, οι Taviani τάσσονται με το μέρος των ανθρώπων που αποφασίζουν να δράσουν. Άλλωστε η στράτευση του Giulio έχει μία ακόμα σημαντική διάσταση. Ο ήρωας προέρχεται από μία οικογένεια γαιοκτημόνων και η εναρκτήρια σεκάνς αποκαλύπτει την οικονομική ευμάρεια του σπιτιού που ανατράφηκε. Όμως, όπως ακριβώς οι αστοί Taviani είναι «αποστάτες» της τάξεώς τους, έτσι και ο Giulio εγκαταλείπει τις ανέσεις (σπούδασε μαθηματικός, αλλά προτίμησε να είναι παγωτατζής) για έναν ευρύτερο σκοπό. Ωστόσο, η δράση των «Πιζακάνε» είναι ξεκάθαρα αναρχική. Οι κινήσεις τους σε αυτό το χωριό προδίδουν ανθρώπους αγανακτισμένους από την εξουσία, που, δίχως σχέδιο, αναλαμβάνουν την ανακατανομή του πλούτου (καταστρέφουν τα κτηματολόγια και τα πάσης φύσεως έγγραφα με τα οποίο το Κράτος δεσμεύει τους πολίτες, μοιράζουν το σιτάρι στο λαό, κ.α.). Οι χωριανοί τους αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα. Δειλά-δειλά κάποιοι αρχίζουν να τους βοηθούν, γρήγορα όμως όλοι τους εγκαταλείπουν όταν μαθαίνουν πως πλησιάζουν οι κατασταλτικές δυνάμεις της εξουσίας. Το σχέδιό τους αποτυγχάνει και το ευφυές τράβελινγκ λίγο πριν τη σύλληψή τους εικονογραφεί το προσπέρασμά τους από την Ιστορία.
Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στα δέκα χρόνια που περνάει ο Giulio στην απομόνωση (αρχικά είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά ο Βασιλιάς του χάρισε την αμνηστία προκειμένου να φέρει με το μέρος του το λαϊκό αίσθημα). Για περισσότερο από τριάντα λεπτά η κάμερα μένει εγκλωβισμένη στο ασφυκτικό κελλί και παρακολουθεί τον συνταρακτικό αγώνα του ήρωα αφ’ ενός να ισορροπήσει πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη λογική από την τρέλλα και αφ’ ετέρου να μείνει πιστός στα ιδανικά του. Η ερμηνεία του Giulio Brogi πλημμυρίζει με συναισθήματα τον ήρωά του, φέρνοντας έτσι ένα καθαρό σύμβολο στα ανθρώπινα μέτρα, απαραίτητα για την συναισθηματική (πέραν της διανοητικής) ταύτιση του θεατή με τον κεντρικό χαρακτήρα. Σε αυτό το σημείο αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρος ο προβληματισμός των Taviani. Πρόκειται για τη θέση του ατόμου στην Ιστορία, η οποία προϋπήρχε της υπάρξεώς του και θα συνεχίζει να προχωράει ακόμα και όταν η ανάμνησή εκείνου πάψει να υφίσταται. Ποιο είναι το χρέος μας απέναντί της και ποιο το προσωπικό κόστος για τον καθένα; Με την ευφυέστατη ιδέα του εγκλωβισμού, οι σκηνοθέτες αντιπαραβάλλουν την ύπαρξη του Giulio με το απρόσωπο «υπάρχει», όπως ορίζεται από τον Levinas, που υφίσταται έξω από το κελλί και επομένως εκτός κάδρου. Και συμπορευόμενοι με τον φιλόσοφο, θα αποδείξουν ότι για να υπάρξει λύση θα πρέπει να καθαιρέσουμε τον εαυτό μας και να επιδιώξουμε την κοινωνική (και συνεπακόλουθα πολιτική) ένωση με τους άλλους. Βλέπουμε πως ο Giulio διακατέχεται από κατάλοιπα της αστικής νοοτροπίας που υπογραμμίζουν την προτεραιότητα του Ατόμου απέναντι στην Ιστορία (ονειρεύεται ότι θα αποφυλακιστεί και θα υμνείται σαν ήρωας). Αυτές οι σκέψεις θα έρθουν σε ανοιχτή σύγκρουση με τις απόψεις των μαρξιστών που θα συναντήσει ο Giulio στο τρίτο και τελευταίο μέρος του φιλμ, σύμφωνα με τις οποίες η ατομική αναγνώριση είναι ήσσονος σημασίας και η μονάδα πρέπει να θυσιάζεται για το όλον.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, ο Giulio μεταφέρεται από την απομόνωση σε μια φυλακή της Βενετίας . Κατά την μεταφορά του, συναντά μια ομάδα φυλακισμένων αντικαθεστωτικών που επίσης μεταφέρονται στο ίδιο μέρος. Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνοι δεν ενθουσιάζονται στο άκουσμα του ονόματός του – για αυτούς είναι απλώς ένας ακόμη άνθρωπος ταγμένος στον κοινό στόχο. Πέρα από αυτόν τον στόχο όμως, οι διαφορές τους είναι εμφανείς και πλέον η συναισθηματική στράτευση του αναρχικού έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση με την μαρξιστική φιλοσοφική/επιστημονική τους θέση. Για αυτούς (και για τους μαρξιστές Taviani), δεν αρκεί η αγανάκτηση του λαού που υποφέρει, χρειάζεται εκείνος να αποκτήσει κοινωνική και ταξική συνείδηση, χρειάζεται παιδεία και, φυσικά, σχέδιο. Έτσι, η αυτοκτονία του Giulio στο τέλος δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως η ηρωοποίηση ενός ανθρώπου που έμεινε πιστός στις ιδέες του μέχρι τέλους. Αντίθετα είναι η συμβολική παραίτηση της παλιάς φρουράς που πρέπει να αφήσει το χώρο στην νέα ιδεολογία. Φυσικά, ο Giulio χαίρει της συμπάθειας του σκηνοθετικού διδύμου. Σε μια έξοχη διαπλοκή της πολιτικής σκέψης με έναν προβληματισμό υπαρξιστικού χαρακτήρα, ο ήρωας του Brogi είναι ένας ακόμα άνθρωπος αντιμέτωπος με έναν κόσμο που τον ξεπερνά.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου