Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

BIUTIFUL (2010), του Alejandro Gonzalez Inarritu


Το Biutiful είναι μια ταινία μεταβατική στην καριέρα του Inarritu. Πίσω από τις διαδοχικές συμβάσεις συναισθηματικού εκβιασμού και κραυγαλέας σχηματικότητας, βρίσκεται μια μικρή μεν αλλά σημαντική αλλαγή πλεύσης: από το άτομο στην κοινωνία, από το καθαρά υπαρξιακό στο έντονα πολιτικό. Ίσως το πέρασμα στην Ευρώπη να επηρέασε τον Μεξικανό σκηνοθέτη, βλέποντας σε αυτήν μια ήπειρο μεταναστών και κατ'όνομα ανοιχτών συνόρων. Οι σκηνές των υπό εκμετάλλευση Αφρικανών κι Ασιατών, που βρέθηκαν στην Ισπανία αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, φαντάζουν ανατριχιαστικά οικείες και η κινητική κάμερα καταργεί τις αποστάσεις προοικονομώντας το μέλλον σε έναν πλανήτη όπου, μιλώντας για αφθονία, γέρνει επικίνδυνα. Ωστόσο, εδώ έχουμε μόνο τα πρώτα δειλά βήματα προς τη μεταστροφή του Inarritu, γι'αυτό και στο τέλος είναι η ιστορία του (μικροκακοποιού, καρκινοπαθούς, φτωχού, διαζευγμένου, κερατά, ορφανού και ό,τι άλλο μπορεί να συμβεί σε έναν άμοιρο άνθρωπο) Uxbal που καταλαμβάνει το προσκήνιο. Ιστορία που όμως χάνει κάθε μέτρο, μετατρέποντας την αρχική καταθλιπτική διάθεση του θεατή σε πλήξη και στο τέλος σε αγωνιώδη προσμονή των τίτλων τέλους. Αν μπροστά από την κάμερα βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος ηθοποιός από τον συγκλονιστικό Bardem, το Biutiful θα κατέρρεε παρασέρνοντας και το εξαιρετικά επίκαιρο πολιτικό του σχόλιο.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

LAST NIGHT (2010), της Massy Tadjedin


Στο ήρεμο, υπόγειας έντασης, ντεμπούτο της, η Massy Tadjedin στοχεύει ξεκάθαρα στην οικειότητα του θεατή με συγκεκριμένες καταστάσεις πόνου, ενοχής κι επιλογών στο εξ ορισμού οδυνηρό πεδίο των ερωτικών σχέσεων. Ο πειρασμός, η εκδίκηση, ο φόβος, η πίστη, ο συμβιβασμός, όλα όσα καλούνται να αντιμετωπίσουν ο Michael και η Joanna στη διάρκεια μιας και μόνο νύχτας είναι γνωστά σε όλους, εξασφαλίζοντας στην ταινία μια εκ των αποδυτηρίων νίκη στο σημαντικό επίπεδο της συναισθηματικής ταύτισης. Το δυστύχημα είναι ότι η έλλειψη νεύρου που διακρίνει ουκ ολίγες φορές την «τηλεοπτική» σκηνοθεσία της Tadjedin (παρά την κατάχρηση των jump cuts) συμπληρώνεται με την ναρκισσιστική ερμηνεία των ηθοποιών (με την εξαίρεση του έτσι κι αλλιώς αταίριαστου Guillaume Canet που πάντως ξεχωρίζει) καθιστώντας τους χαρακτήρες μάλλον αντιπαθητικούς κι αφαιρώντας από το αμφίσημο τελευταίο πλάνο τη δύναμη ενός διαχρονικού σχολίου.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

SHANGHAI (2010), του Mikael Håfström


Γλαφυρή από την πρώτη της σκηνή αλλά τίμια όσο ένα φιλμ νουάρ περασμένων δεκαετιών, τούτη εδώ η καλύτερη ταινία του Σουηδού Μίκαελ Χάφστρομ, αρέσκεται να κινείται στην κόψη των ειδών, των χαρακτήρων, των νοημάτων. Λίγο πολιτικό θρίλερ, λίγος ιστορικός γρίφος, πολλή βία και ένα ελαφρύ πέπλο μυστηρίου ντύνουν μια ταινία που απλώνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, 6 κεντρικούς χαρακτήρες πάνω από ένα φτηνό αλλά άψογα στημένο σετ εποχής ενώ ταυτόχρονα ερευνά μέσω των υποπλοκών της την αυθεντικότητα των ανθρώπινων σχέσεων, της ηθικής και της αδυναμίας. Χτισμένο σαν μυθιστόρημα πολλών σελίδων που επιθυμεί να διαβαστεί σε μια βραδιά, αναγκάζεται να γλιστρίσει με στιλ ανάμεσα στα είδη, ακόμα κι αν αυτό κοστίσει την ολοκλήρωση της κάθε ιστορίας που κινεί τη δραματουργία. Με στιλ, γιατί ενώ ο αδύναμος Τζον Κιούζακ δεν είναι ένας νεός μοιραίος Μπόγκαρτ, κι ας περιφέρεται στους δρόμους της Σανγκάης γοητεύοντας με μια του κίνηση, η ιλουστρασιόν ατμόσφαιρα υποβοηθά ένα πάσχον δράμα που κινδυνεύει κάθε στιγμή να χαθεί. Όπως οι κατάσκοποί του, ο Χάφστρομ επενδύει στον έρωτα ως κλειδί της εξέλιξης που αμβλύνει τις αντιστάσεις, τις ιδεολογίες, ακόμη και τις αντοχές. Κοντά στο φινάλε, αναζητήστε το βλέμμα ενός από τους σπουδαιότερους Ασιάτες ηθοποιούς και αποδώστε τα εύσημα εκεί που ανήκουν, σε ένα δράμα που κορυφώνει σωστά κρατώντας ένα φινάλε που σιγοβράζει για 100 λεπτά και εκρήγνυται στα... μουλωχτά, δίχως μουσικές, δίχως εύκολη λύτρωση, δίχως απαραίτητα αίσιο τέλος και με ένα The Killer δάνειο, προορισμένο να χάνεται και να βρίσκεται ανάμεσα σε απαιτητικούς, καλογραμμένους διαλόγους.

Πάνος Τράγος

CARLOS (2010), του Olivier Assayas


Στο ξεδιάλεγμα των σκηνών για τη theatrical version του Carlos (που, καθαρά με όρους τηλεοπτικούς, πρέπει ήδη να θεωρείται αριστούργημα), ο Ασάγιας κρατάει ακριβώς όσα πρέπει: Οι θριαμβευτικότερες "μπίζνες" (ο όρος δεν επιλέχθηκε τυχαία), οι γυναίκες της ζωής του σε απλή αναφορά, οι συναντήσεις με τον ιερό ιδρυτή του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, άλλοτε με θαυμασμό στον στρατιώτη και άλλοτε με κατσάδιασμα για την απειθαρχία του, όλα είναι εδώ για να φτάσει στο στόχο του επιβλητικού έπους ο Ασάγιας. Στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ο άνθρωπος που περιβάλλεται από το μύθο, ως οφείλει η τέχνη του κινηματογράφου: ο ιδεολόγος της Κουβανέζικης Επανάστασης και του Μάη του ‘68, έγινε σταρ που πoζάρει με στιλ απέναντι από τους φωτογραφικούς φακούς, που στρατιώτης και όχι “μάρτυρας” αρνείται το θάνατο και την επιτυχία της αποστολής του και συμβιβάζεται με 20 εκατομμύρια δολάρια και τη ματαίωσή της, που χτίζει τη συνέχεια της δράσης του πάνω στην υστεροφημία του, που διατηρεί καλές σχέσεις με τη STASI και την KGB των απάνθρωπων μεθόδων. Η διαλεκτική βρίσκει τη θέση που της αξίζει στο φιλμ του Ασάγιας: Θύτης του οργανωμένου εγκλήματος αλλά και θύμα του οικονομικού ιμπεριαλισμού, δε διστάζει να ρωτήσει ευθέως τον αστυνομικό που τον υποπτεύεται (πριν καθαρίσει με συνοπτικές διαδικασίες δυο-τριών σφαιρών) αν κρύβει αριστερές πεποιθήσεις. Γιατί όχι; "Είμαι με το δίκιο του πολίτη και για δρω την προστασία του" θα απαντήσει.

Πάνος Τράγος

MAJORITY (COGUNLUK) (2010), του Seren Yüce


Μαζί με το σαράκι του κατεστημένου που κατατρώει τον εκσυγχρονισμό της Κωνσταντινούπολης, στάσιμη και σε συνεχή υπαναχώρηση βρίσκεται ολόκληρη η τουρκική κοινωνία, μια κοινωνία δύο ταχυτήτων: της παράδοσης, που έχει τις βάσεις της στη μουσουλμανική ακαμψία, και της προόδου, που δρομολογείται από την ανάγκη αποδοχής από το δυτικό κόσμο, σύγκρουση που δίνει χαρακτήρα σχιζοφρενικό στη γείτονα για το δυτικό μάτι. Ηγεμονικά, η παράδοση χαϊδεύει την αυταρχικότητα αλλά και την απολυταρχία του πατέρα. Τόσο στα βάθη της Ανατολής, όσο και στις σύγχρονες πόλεις, όπως μας λέει εύστοχα ο νεαρός Σερέν Γιούτσε, οι απολιθωμένες ηθικές αξίες είναι ο μπούσουλας της οπισθοδρόμησης - της οποίας ο παραδοσιακός πατέρας γίνεται θιασώτης: φανατικός πατριωτισμός, θρησκευτική αφοσίωση, δομές απολύτως αναχρονιστικές. Η διάλυσή τους ξεφεύγει από τα στενά όρια της ατομικής ευθύνης και απλώνεται σε μία ευθύνη συλλογικότερη, μια ανατροπή της μάζας, της πλειοψηφίας που μέχρι σήμερα μένει στη σιωπή. Της πλειοψηφίας που επικροτεί τον αναιμικό ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία, που αρνείται να αφυπνιστεί, που κλείνει τα μάτια μπροστά στο φόβο της αγνώστου προόδου και επιμένει να συντηρεί τη νοοτροπία κάτω από την οποία βρίσκεται θαμμένη η κοινωνική αλλαγή. Μια μόνιμη ανισορροπία μεταξύ του πεσιμιστικού προβληματισμού και της ελπίδας δίνει στο φιλμ τη διαλεκτική που έκρυψε νωρίτερα, κραυγάζοντας με μονοδιάστατους χαρακτήρες: ο πατέρας αφέντης, η υποταγμένη γυναίκα, ο νεαρός γιος που ενηλικιώνεται σύμφωνα με το πρότυπο. Πριν αναχθεί σε οικουμενικό σύμβολο, η μπουρζουαζία του πολύ ενδιαφέροντος φιλμ του Γιούτσε, αποκαθηλώνεται μόνη της, μετατρέποντας απλές καθημερινές αποφάσεις σε αποφάσεις ζωής, ορίζοντας μόνη το αδιέξοδό της. "Ποιο είναι το πιο τρελό όνειρό σου;", ρωτάει η Γκιουλ το Μερτκάν, μόνο για να τη ρωτήσει πίσω εκείνος: "Πες μου εσύ πρώτη". Στέρηση ονείρων, στέρηση στόχων, στέρηση μέλλοντος.

Πάνος Τράγος

SUPER 8 (2011), του J.J. Abrams


Εκτός από ένα εξαιρετικό θρίλερ φαντασίας, με τον Πόλεμο των Κόσμων του, ο Σπίλμπεργκ προχωρουσε και σε μία μεγάλη αλλαγή: συμπορευόμενος με τη μοντέρνα φαντασία, άφηνε πίσω το ανθρώπινο δράμα που είχε, στην αποθέωση του οξύμωρου, προσγειώσει στους επισκέπτες από τον ουρανό και έτρεφε την τρομολαγνεία της πανταχού παρούσας εξωτερικής απειλής, που εδώ εστίαζε στην οικογενειακή διάλυση. Και ενώ οι αγνές προθέσεις των κατοίκων του διαστήματος (Ε.Τ., Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου) έμεναν στο κινηματογραφικό παρελθόν μαζί με αντιρατσιστικά μηνύματα θαυμαστών εξαιρέσεων (District 9), οι εξωγήινοι κατέστρεφαν στην επεκτατική πορεία τους στο σύμπαν, έναν εύκολο αντίπαλο όπως οι κάτοικοι της Γης που πάντα ήταν, τεχνολογικά και όχι μόνο, υποδεέστεροι. Επαναφέροντας την τάση των b-movies της δεκαετίας του ‘50 και του ‘60 που έτρεμε τη γενική απειλή, η ανησυχία διαμοιραζόταν και στην πιο σύγχρονη εποχή του κινηματογράφου επεκτείνοντας το πολεμικό κλίμα. Ίσως γι'αυτό η πιο φανατική γενιά κινηματογραφόφιλων (αυτή δηλαδή που ενηλικιώθηκε κινηματογραφικά στα τέλη της δεκαετίας του 70), θα λατρέψει αυτό το θαυμάσια νοσταλγικό έργο του Τζέι Τζέι Έιμπραμς σε παραγωγή Στίβεν Σπίλμπεργκ, τη ρετρό αναφορά στα παιδικά όνειρα μιας ταινίας που είναι μεν παιδική αλλά αναζητά το κοινό της στους σημερινούς 35άρηδες. Τότε, βλέπετε, η εφηβεία επέτασσε κλεφτές εξόδους στα συνοικιακά σινεμά και αστρικά ταξίδια, τότε τα όνειρα δεν είχαν ημερομηνία λήξης, τότε το σινεμά ήταν όντως ο Παράδεισος. Τότε ένας άνθρωπος σημάδευε την κουλτούρα της εποχής με μια σειρά ταινιών για λόγους που κανείς δε χρειαζόταν να αναζητήσει. Το Super 8 δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την έκπληξη στην πλοκή του, αλλά να ενώσει στη σινεφίλ αγκαλιά του το Stand by Me στο μοτίβο της παιδικής αθωότητας του Ε.Τ. και όλα αυτά με το ανοιχτό στόμα που μας άφησε η τελική σκηνή στις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου. Κάθε άλλο παρά κινηματογραφικός αχταρμάς, ο φόρος τιμής του ικανότατου Έιμπραμς περνάει από το συναίσθημα της παιδικής μας θύμησης (σε ποιο συρτάρι έχουμε άραγε όλοι μας από μια -ζόμπι;- ταινία όπως των πιτσιρικάδων;) στο απόλυτα διασκεδαστικό μπλοκμπάστερ και από το αστυνομικό σασπένς στο ψυχαγωγικό επιμύθιο ενός παραμυθιού που ακόμα "περνάει η μπογιά του": ο σεβασμός της διαφορετικότητας άλλωστε, αναζητείται ακόμα.

Πάνος Τράγος

FAIR GAME (2010), του Doug Liman


Είναι αλήθεια πως το Fair Game, βασισμένο στην πραγματική ιστορία της Valerie Plame, δεν μας αποκαλύπτει τίποτα καινούριο. Κανείς πλέον δεν εκπλήσσεται με τις ολοένα και περισσότερες αποδείξεις ότι ο πρόσφατος πόλεμος στο Ιράκ στηρίχτηκε σε πλαστά στοιχεία, ούτε με τη κατάφωρη επίθεση που δέχεται ο ατομικός ιδεαλισμός σε μια χώρα αυτάρεσκα αφοσιωμένη στο ρόλο της ιμπεριαλιστικής μηχανής. Ωστόσο, λειτουργεί ως υπενθύμιση για τη δυνατότητα του κινηματογράφου στην άλλη άκρη του Ατλαντικού να ασχολείται με καυτά ακόμα ζητήματα χωρίς φόβο ή δειλία. Ο Doug Liman αφήνει κατά μέρους τις καθαρές περιπέτειες κι αναλαμβάνει να καλύψει το κενό του Sidney Pollack, τέμνοντας με σωστή αίσθηση ρυθμού το πολιτικό του θρίλερ κι ανοίγοντας άκρως ενδιαφέροντα θέματα, όπως τη συντηρητική ιδεολογία που κρύβεται πίσω από το όνειρο της οικογενειακής ευτυχίας και της ιδιωτικής γαλήνης. Δεν βρίσκεται τίποτα το επαναστατικό στην τελική δήλωση του φιλμ, το παραμικρό που στην ουσία του δεν κολακεύει το σύστημα που φαινομενικά μάχεται. Υπάρχουν όμως οι σωστές προθέσεις και καλό είναι να μην το υποτιμούμε εδώ, σε μια χώρα που ακόμα δεν τολμά να ασχοληθεί κινηματογραφικά με την πολιτική επικαιρότητα.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

CRIME D'AMOUR (2010), του Alain Corneau


Γυρισμένο με χειρουργική ακρίβεια εγγύτερη στον Haneke παρά στον Chabrol, το κύκνειο άσμα του παραγνωρισμένου Alain Corneau ιντριγκάρει ήδη από τον τίτλο του. Έγκλημα ενός έρωτα, λοιπόν, με αντικείμενο όχι κάποιο πρόσωπο, αλλά μία θέση: αυτή της επαγγελματικής επιτυχίας, της ανόδου, της επικράτησης στον ανταγωνιστικό στίβο των επιχειρήσεων. Το σαρκαστικό φινάλε λειτουργεί σαν ευφυής υπαινιγμός για το ανθρωποβόρο καπιταλιστικό σύστημα όπου ο δρόμος για την κορυφή είναι στρωμένος με πτώματα, δικαιολογώντας την κλινική, αποστασιοποιημένη σκηνοθετική ματιά της ταινίας. Με την καταλυτική συνδρομή της ανατριχιαστικά παράταιρης μουσικής, ο Corneau ξεπερνάει το σκόπελο της εξυπνακίστικης πλοκής και των επιδεικτικών ανατροπών χάρη στην ατμόσφαιρα ανησυχίας που απλώνει πάνω από τις σκηνές του, αλλά σκοντάφτει πάνω στην αδυναμία του δεύτερου μισού να καλύψει το κενό της εξαιρετικής Kristin Scott Thomas. Άξια συγχαρητηρίων για τις άκρως τολμηρές επιλογές της, η Ludivine Sagnier αδικείται όταν αναμετράται με μία ηθοποιό σαφέστατα ανώτερης κλάσης.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

THE ADJUSTMENT BUREAU (2011), του George Nolfi


Βασισμένο σε διήγημα του Philip K. Dick, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του σεναριογράφου George Nolfi (Ocean’s 12, The Bourne Ultimatum) χρησιμοποιεί το είδος του sci-fi θρίλερ ως πρόφαση για μία, πρωταρχική στη βάση της, ρομαντική ιστορία: αγόρι γνωρίζει κορίτσι, ερωτεύεται παράφορα και κινεί θεούς και δαίμονες για να την έχει στην αγκαλιά του. Η (στοιχειώδης έστω) χημεία των Damon και Blunt αποζημιώνει για την ελαφρώς τραβηγμένη ιστορία της ερωτικής τους έλξης, όπως ακριβώς και η επιδέξια αξιοποίηση πραγματικών ανοιχτών χώρων στη Νέα Υόρκη στέκει ως αντίδοτο στα ατελείωτα κυνηγητά που καταλαμβάνουν το δεύτερο μισό της ταινίας αντικαθιστώντας, ατυχώς, την (μεταφυσικής τάξεως) μυστηριώδη ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους. Για βαθύτερο προβληματισμό ούτε λόγος, σε μία πλοκή που φώναζε για ένα υπαρξιακό/πολιτικό σχόλιο πάνω στη δύναμη της επιλογής και την ελεύθερη βούληση ενάντια σε πάσης φύσεως ντετερμινισμούς. Ωστόσο, η εμμονή των blockbuster για κλειστού τύπου αφηγήσεις και στρογγυλεμένες απαντήσεις, οδηγεί τον προβληματισμό του The Adjustment Bureau σε καταδικαστική αυτοαναίρεση: ο αγώνας των David και Elise για να σώσουν τον έρωτά τους δεν είναι ύμνος στην ελευθερία, αλλά νομοτέλεια υπαγορευμένη από προηγούμενο σχέδιο των ρυθμιστών. Δε χρειάζεται να φτάσει το (εντελώς) απότομο φινάλε για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι ο Nolfi δεν είναι Nolan. Κι ας συνεπικουρείται από τον πάντα απολαυστικό Terrence Stamp.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

L'AGE DE RAISON (2010), του Yann Samuell


Πιστός στο ύφος με το οποίο τον πρωτοσυναντήσαμε οκτώ χρόνια πριν στο ντεμπούτο του, Jeux d’ Enfants, κάτι σαν ένας σπινταρισμένος Jeunet, ο Yann Samuel παρουσιάζει ένα ακόμα υπερ-ζαχαρωμένο παραμύθι πίστης στα παιδικά μας όνειρα και στην αθωότητα που αφήσαμε πίσω σαν ήρθαμε αντιμέτωποι με την κοινωνία του χρήματος και του ανταγωνισμού. Η Sophie Marceau ξεφαντώνει μέσα στον παλιμπαιδισμό της και η δήλωση της άρνησης απέναντι στην αλλοτριωμένη καπιταλιστική κοινωνία μας κάνει το φιλμ να μοιάζει με εισαγωγή στη φιλοσοφία για μαθητές δημοτικού. Πνιγμένο όμως στις αφόρητα κλισέ και μελό σκηνές και βουτηγμένο στην αφέλεια που ακόμα και τα παιδιά θα αποστρέφονταν, το ζήτημα είναι αν θα καταφέρει κάποιος να αντέξει μέχρι τους τίτλους τέλους.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής