Ο Georges
Méliès γεννήθηκε το 1861 στο Παρίσι, τρίτος γιος ενός υποδηματοποιού που
προόριζε τα παιδιά του για κληρονόμους της οικογενειακής επιχείρησης. Η
εκπαίδευση του διακόπηκε προσωρινά λόγω του γαλλοπρωσικού πολέμου, ωστόσο
ολοκληρώθηκε στα καλύτερα και πιο φημισμένα σχολεία. Αρκετά αργότερα, το σινεμά
θα εμπλακεί σε μια πολύχρονη μάχη για να αναγνωριστεί ως μία εκ των τεχνών και
μια από τις πλέον διαδεδομένες κατηγορίες που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η
υποτιθέμενη έλλειψη καλλιέργειας των κινηματογραφιστών – ο Méliès αρεσκόταν να
προβάλει τη δική του κλασικότροπη παιδεία ως απάντηση. Γεγονός είναι, βέβαια,
ότι κλήθηκε πολλές φορές να απολογηθεί στους καθηγητές του που στα τετράδιά
του, αντί για λυμένες ασκήσεις, έβρισκαν πάσης φύσεως σκίτσα.
Κανείς δεν
μπορούσε να τον αποθαρρύνει από την αληθινή του κλίση. Ήδη σε ηλικία δέκα ετών
είχε κατασκευάσει το δικό του κουκλοθέατρο και περίτεχνες μαριονέτες. Μετά από
μια τρίχρονη στρατιωτική θητεία, θα επιδιώξει να σπουδάσει ζωγραφική, ο πατέρας
του όμως είχε αντίθετη άποψη και θα τον στείλει στο Λονδίνο ως υπάλληλο. Εκεί
θα ενθουσιαστεί από τον μάγο John Nevil Maskelyne, παρακολουθώντας αμέτρητες
φορές τις παραστάσεις του στο διάσημο Egyptian Hall. Όταν επέστρεψε στο
Παρίσι, έγινε συχνός θαμώνας του Théâtre Robert-Houdin, κάνοντας παράλληλα και
μαθήματα ως ταχυδακτυλουργός. Μόλις ο πατέρας του απεβίωσε, πούλησε το μερίδιό
του από την επιχείρηση στα αδέρφια του και μαζί με την προίκα της γυναίκας του,
κατάφερε να αγοράσει στο όνομά του το Théâtre Robert-Houdin.
Ως
διευθυντής, σκηνοθέτης και παραγωγός, κατάφερε να προσελκύσει το κοινό με
θεατρικά έργα, σόου μαγείας, επίδειξη οπτικών εφέ αλλά και παραστάσεις …ρομπότ.
Το 1895 παρευρέθηκε εντελώς συμπτωματικά σε μια από τις πρώτες προβολές των
αδελφών Lumière. Ο έρωτάς του με τον κινηματογράφο ήταν κεραυνοβόλος.
Διαισθάνθηκε αμέσως τις άπειρες δυνατότητες του νέου μέσου και ζήτησε από τους
εφευρέτες του να συνεργαστούν. Εκείνοι αρνήθηκαν θεωρώντας ότι δεν υπήρχε
κανένα μέλλον για το σινεμά. Πεπεισμένος για το λάθος των Lumière, όχι απλά δεν
πτοήθηκε αλλά κατασκεύασε τη δική του κάμερα ενώ σύντομα είχε χτίσει και το
δικό του κινηματογραφικό στούντιο.
Ασχολούμενος
προσωπικά με όλα τα στάδια της παραγωγής ενός φιλμ (μέχρι την εμφάνιση και τον
επιχρωματισμό του στο χέρι!), ο Méliès θα δημιουργήσει μέσα στην επόμενη
δεκαετία περισσότερες από πεντακόσιες ταινίες, καλύπτοντας (και πολύ συχνά
εφευρίσκοντας) κάθε κινηματογραφικό είδος: κωμωδίες, ιστορικά και θρησκευτικά
δράματα, ντοκιμαντέρ στο ύφος των Lumière, ακόμα κι έργα πολιτικής
επικαιρότητας όπως η Υπόθεση Dreyfus (1899). Οι μεγαλύτερες επιτυχίες
του ωστόσο βρίσκονταν στο πεδίο του φανταστικού. Η αυξανόμενη δημοτικότητά του
ήταν τέτοια που ο Thomas Edison προσπάθησε να εμποδίσει την εισαγωγή των έργων
του Γάλλου πρωτοπόρου στις αίθουσες των ΗΠΑ. Προκειμένου να προστατευθεί, ο
Méliès ίδρυσε το Συνδικάτο των Κινηματογραφιστών, διατελώντας χρέη προέδρου
μέχρι και το 1912.
Μετά από μια
ακανθώδη διαδρομή, γεμάτη νομικές και οικονομικές δυσκολίες απέναντι σε μια
βιομηχανία σε στάδιο ακόμα νηπιακό, ήρθε σε συμφωνία με το στούντιο Pathé.
Πίστεψε πως έτσι θα κέρδιζε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με μεγαλύτερης διάρκειας
και προϋπολογισμού φιλμ. Ωστόσο, οι διαρκείς παρεμβάσεις των νέων αφεντικών στο
μοντάζ, οι εσφαλμένες από εμπορικής απόψεως επιλογές και το σαρωτικό πέρασμα
του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησαν τον Méliès στη χρεοκοπία. Το 1923 έμελε να
έρθει το τελειωτικό, και μάλιστα διπλό, χτύπημα. Οι αρχές γκρέμισαν το
αγαπημένο του Théâtre Robert-Houdin, την ίδια στιγμή που το προσωπικό του
στούντιο εξαγοράστηκε. Εξοργισμένος και βαθύτατα απογοητευμένος, έκαψε τα
αρνητικά των φιλμ του, μαζί με όλα τα διάσημα κουστούμια και σκηνικά του. Από
καθαρή τύχη, διασώθηκαν και φτάνουν μέχρι τις μέρες μας περίπου διακόσια από τα
έργα του – ένας πραγματικός θησαυρός της κινηματογραφικής κληρονομιάς .
Ο πρώτος auteur complet στα κινηματογραφικά χρονικά
Στα εκατό
χρόνια που ακολούθησαν το έργο του Méliès, η κινηματογραφική θεωρία πολλές
φορές διχάστηκε στην αντιμετώπισή του. Το περίφημο auteur theory απέκρουσε
εξονυχιστικά τους ισχυρισμούς που υποβίβαζαν το Γάλλο σε απλό συνεχιστή της
θεατρικής παράδοσης και αμφισβητούσαν τον κινηματογραφικό χαρακτήρα της
δουλειάς του. Επισημάνθηκε η συνέχεια στη φιλμογραφία του σε χαρακτήρες και
θεματολογία, όπως συμβαίνει με την επανεμφάνιση του Αστρονόμου στο La Lune A
Un Metre (1898) και, φυσικά, το διάσημο Le Voyage dans la Lune
(1902), μια επική -για τα δεδομένα της εποχής - παραγωγή που κόστισε
περισσότερα από δέκα χιλιάδες φράγκα.
Επίσης, στην
καριέρα του Méliès συνοψίζονται πολλά από τα κατοπινά κεφάλαια της ιστορίας του
σινεμά. Από την τακτική των sequel – η παγκόσμια επιτυχία του Le Voyage Dans
la Lune έφερε μετά από δύο χρόνια το Voyage à travers l’impossible
(1904) – μέχρι την μοναχική πορεία ανόδου και πτώσεως σκηνοθετών που
απομονώθηκαν από τη βιομηχανία επειδή δεν εγκατέλειψαν το όραμά τους – παρόμοια
με αυτόν τύχη θα έχουν στο μέλλον σκηνοθέτες όπως ο Buster Keaton ή ο Orson
Welles.
Ένα από τα
πλέον διάσημα διλήμματα της κριτικής συνοψίζεται στο δίπολο Lumière ή Méliès.
Οι υπέρμαχοι της πρώτης «σχολής» κατηγόρησαν τη δεύτερη για την παντελή απουσία
ρεαλισμού και την προσήλωση στον κινηματογράφο της απόδρασης κι όχι του
προβληματισμού. Σήμερα, ωστόσο, είμαστε σε καλύτερη θέση να κρίνουμε την
επιμονή του Méliès να τονίζει την τεχνητή φύση της δουλειάς του. Ερωτευμένος με
τις δυνατότητες της τέχνης του, δεν επιθυμεί να κρύψει το ρόλο του δημιουργού
(πρώιμη τεχνική αποστασιοποίησης;). Αντιθέτως, κάθε φιλμ του αποτελεί μια
πρόσκληση στο θεατή να ονειρευτεί μαζί με ένα αχαλίνωτο γητευτή της φαντασίας.
Οι
σουρεαλιστές θα τον εκθειάσουν ως ύψιστο ποιητή και δεν είναι δύσκολο να
καταλάβουμε το γιατί. Στις ταινίες του καταργούνται όλα τα σύνορα: χρονικά
– παρελθόν, παρόν και μέλλον συμπυκνώνονται, αλλά και χωρικά - από την
κατάρα των δύο διαστάσεων που τυραννούσε τους υπόλοιπους, σύγχρονους και
επόμενους, σκηνοθέτες μέχρι την αφηγηματική απελευθέρωση του μοντάζ. Την ίδια
στιγμή, θόλωσε τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, τη ζωή και
το θάνατο. Τα έβαλε ακόμα και με τη σκλαβιά του σώματος, βάζοντας τους ήρωές
του να εξαφανίζονται, να πολλαπλασιάζονται, ακόμα και να τεμαχίζονται επί της
οθόνης.
Σήμερα
μπορεί να θεωρείται πατέρας της επιστημονικής φαντασίας, το ίδιο ωστόσο
συμβαίνει με το είδος του horror (αν και το χιούμορ βρισκόταν πάντα στην πρώτη
γραμμή). Την παραμονή Χριστουγέννων 1896, στο Théâtre Robert-Houdin, πάνω στη Boulevard
des Italiens στο Παρίσι, έγινε η προβολή της πρώτης ταινίας τρόμου στην
ιστορία, με τον τίτλο Le Manoir du Diable. Θα ακολουθήσουν οι
περιπέτειες του Διαβόλου σε πολλές συνέχειες (ενδεικτική προβολή το Le
Diable Noir του 1905), αλλά στοιχεία του genre συναντά κανείς και στα
υπόλοιπα φιλμ του. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις το σκετς στο Le Mélomane
(1903), όπου ο κεντρικός ήρωας …ξεριζώνει το κεφάλι του, το εναποθέτει δια
ρίψεως στο πεντάγραμμο που σχηματίζουν τα καλώδια του ρεύματος στο δρόμο, πριν
επαναλάβει το ίδιο στο κεφάλι που φύτρωσε εκ νέου, εωσότου συνθέσει μια
πραγματική μελωδία;
Η παραπάνω
περιγραφή συγκεντρώνει με μοναδικό τρόπο τη διορατικότητα του Méliès, την
ικανότητά του να εμπνέεται εκ του μηδενός και να δημιουργεί μαγευτικά
αποτελέσματα με τα φτωχότερα των υλικών. Προκειμένου να ζωντανέψει το όραμά
του, πρωτοπόρησε κι εξέλιξε (συνειδητά κι ασυνείδητα) τη γραμματική και το
συντακτικό της κινηματογραφικής γλώσσας: διπλοτυπίες, cross-cutting, πολλαπλή
έκθεση, πρώιμα οπτικά εφέ. Σε ένα μέσο που βρισκόταν ακόμα εν τη γενέσει του,
τεράστιο θαυμασμό προκαλεί η εξαιρετική αίσθηση του timing και η τεχνική
αρτιότητα των τρικ (ενδεικτικά παραδείγματα, τα The Vanishing Lady του
1896 και L’ Impressioniste Fin de Siècle του 1899).
Τι μπορεί να
πει κανείς σήμερα για τον τρόπο που μπορούσε να χωρέσει μέσα σε λιγότερο από
δύο λεπτά μια αφήγηση για την μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, το φως και το
σκοτάδι σε μια αέναη δυαδικότητα, όπως στο εμπνευσμένο Le Papillon
Fantastique (1909); Ή για την εύστοχη αξιοποίηση συμβόλων, όπως είναι
στο Cinderella (1899) η μεφιστοφελική φιγούρα με το ρολόι; Μια προβολή
του L’ Homme a la Tête en Cahoutchouc (1901) αρκεί για να μας πείσει
για την εκπληκτική του αντίληψη στη σύνθεση του κάδρου και στην αξιοποίηση του
τρισδιάστατου χώρου μπροστά από την κάμερα (χρόνια πριν το βάθος πεδίου του
Renoir και του Welles ή τη 3D τεχνολογία).
Επίλογος
Το μακρινό
και το άπιαστο ήταν το όριο για τον Méliès και διόλου τυχαία το φεγγάρι
εμφανίζεται ως χαρακτήρας σε πολλά από τα φιλμ του. Όπως, φυσικά, στο περίφημο
Ταξίδι στη Σελήνη, προφητικό αν μη τι άλλο, μισό αιώνα και βάλε πριν την
πρώτη «απόβασή» μας στη σεληνιακή επιφάνεια. Εν έτη 1967, ο Γκοντάρ θα έβαζε
έναν ήρωα στην Κινέζα του να επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητα του Méliès: «Κάποτε
θεωρούσαμε τις ταινίες του φαντασίας, επιστημονικής και μη. Τώρα διαπιστώνουμε
πως δεν ήταν παρά ρεαλισμός». Σήμερα, η προβολή των ταινιών του μας επιστρέφει
σε μια αθώα εποχή όπου το σινεμά δεν ήταν το μέσο του εμπορίου και της
βιομηχανίας αλλά η τέχνη της έμπνευσης. Σε αυτήν και μόνο οφείλονταν τα μαγικά
που σκάρωνε στην μεγάλη οθόνη ο Γάλλος δημιουργός, ικανά να κρατήσουν σε όλη τη
διάρκεια της προβολής τα στόματα των θεατών ανοιχτά και να στοιχειώσουν τον
ύπνο πολλών εξ αυτών για νύχτες μετά. Για έναν αιώνα μετα.
Αχιλλέας
Παπακωνσταντής