Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

EDWARD YANG Part I - Η ανεξερεύνητη κορυφή της ταϊβανέζικης νουβέλ βαγκ

Ο Edward Yang γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1947 στη Σαγκάη της Κίνας, σε μια χώρα που εξακολουθούσε να μαστίζεται από τον εμφύλιο πόλεμο. Με την επικράτηση της Κομμουνιστικής παράταξης, χιλιάδες Κινέζοι εγκατέλειψαν την ενδοχώρα και εγκαταστάθηκαν στην Ταϊβάν. Ανάμεσά τους ήταν και η οικογένεια του Yang. Η περιοχή βρισκόταν υπό Ιαπωνική κυριαρχία για περίπου τέσσερις αιώνες, αλλά με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Δημοκρατία της Κίνας (εκπροσωπώντας τις συμμαχικές δυνάμεις) αποδέχτηκε την παράδοση του ιαπωνικού στρατού. Έτσι, η 25η Οκτωβρίου 1945 ορίστηκε ως εθνική γιορτή για την επανάκτηση της Ταϊβάν. Κάποιοι ντόπιοι υποδέχτηκαν τους Κινέζους ως απελευθερωτές. Άλλοι εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν τους Ιάπωνες και για χρόνια διατηρήθηκε μια νοσταλγία των Ταϊβανέζων για την ιαπωνική κουλτούρα (όπως μας δείχνει και το –εκτυλισσόμενο τη δεκαετία του ’60 – A Brighter Summer Day).

Μεγαλώνοντας στην Ταϊπέι, ο Yang ενθουσιάζεται με τα Manga και αρχίζει σιγά – σιγά να γράφει τις δικές του ιστορίες, καθώς και τα πρώτα του σενάρια. Αφού σπούδασε μηχανολόγος, έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στον ίδιο κλάδο στην Αμερική, συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο της Florida. Αντί να προχωρήσει σε διδακτορικές σπουδές, αποφασίζει να αλλάξει κατεύθυνση και να ασχοληθεί με το σινεμά. Το 1974 γράφεται στο κινηματογραφικό τμήμα του UCLA. Γρήγορα όμως τα παράτησε, απογοητευμένος από την εμπορική νοοτροπία που το πανεπιστήμιο εμφυσούσε στους επίδοξους καλλιτέχνες. Με τα δικά του λόγια, «I decided that I didn’t have what it takes…». Μετακομίζει στο Seattle, όπου βρισκόταν ήδη η υπόλοιπη οικογένειά του, και αρχίζει να εργάζεται σε εργαστήρια πληροφορικής πάνω σε ζητήματα Εθνικής Άμυνας. Ωστόσο, μία συνηθισμένη επίσκεψή του σε κάποια από τις σκοτεινές αίθουσες της πόλης έμελλε να αλλάξει τη ζωή του. Παρακολουθώντας το Aguirre του Werner Herzog, ο Yang συνειδητοποίησε ότι το σινεμά ήταν στην πραγματικότητα ο μόνος δρόμος που ήθελε να ακολουθήσει. Διαπίστωσε ότι το να μελετάει μόνος του τα έργα μεγάλων σκηνοθετών ήταν πολύ πιο εποικοδομητικό από τις καθιερωμένες κινηματογραφικές σπουδές. Ας υπογραμμισθεί εδώ και μία χωρική συγκυρία: στο Seattle της δεκαετίας του ’70 σημειωνόταν μια ξεχωριστή κίνηση στο avant-garde κύκλωμα με μεγάλες προσωπικότητες του ανεξάρτητου χώρου να επιδίδονται σε πειραματισμούς και «έρευνες» πάνω στην κινηματογραφική γλώσσα.

Ο Yang εισέρχεται στην κινηματογραφική βιομηχανία γράφοντας σενάρια, με σημαντικότερο εκείνο του The Winter of 1905 (1981), μια τηλεταινία παραγωγής Χονγκ-Κονγκ. Τον επόμενο χρόνο επιστρέφει στην Ταϊβάν και συμμετέχει στο In Our Times, μια σπονδυλωτή ταινία, μαζί με σκηνοθέτες που έμελλε να αποτελέσουν μέρος του Ταϊβανέζικου Νέου Κύματος. Κυριότεροι εκπρόσωποι του σημαντικού αυτού κινήματος που θα ανθίσει στα επόμενα είκοσι χρόνια, είναι ο Hou Hsiao Hsien, ο Tsai Ming Liang και, φυσικά, ο Edward Yang. Όλοι τους μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες και αντιμετώπιζαν κοινά προβλήματα στην ανεύρεση χρηματοδότησης και διανομής. Θυμίζοντας αρκετά την παρέα της γαλλικής nouvelle vague, είχαν στενές σχέσεις εντός και εκτός γυρισμάτων (ο Hou Hsiao Hsien κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Taipei Story) και, όπως θυμάται ο Yang, περνούσαν όλη την μέρα ο ένας στα σπίτια του άλλου συζητώντας και προετοιμάζοντας τα επόμενα σχέδιά τους.

Στην πορεία, αν και παρέμειναν φίλοι, οι τρεις πρωτεργάτες του κινήματος ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους. Παραδόξως, αν και πιο κοντά στη δυτική κουλτούρα από τους άλλους, οι ταινίες του Yang έφτασαν πιο καθυστερημένα στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ακόμα και σήμερα, παρά την έξαρση του ενδιαφέροντος για το ασιατικό σινεμά, ο Yang παραμένει σχεδόν άγνωστος, ενώ οι λίγοι που έχουν ξανακούσει το όνομά του, γνωρίζουν μόνο το τελευταίο του φιλμ, Yi Yi (2000), με το οποίο και απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες. Ωστόσο, σε ένα διάστημα περίπου είκοσι χρόνων, ο σπουδαίος "Ταϊβανέζος" δημιουργός έδωσε επτά συνολικά μεγάλου μήκους ταινίες, η μία καλύτερη από την άλλη. Δυστυχώς, ο καρκίνος τον πρόλαβε και του πήρε τη ζωή σε ηλικία μόλις 59 ετών, κι ενώ ετοίμαζε ήδη δύο ταινίες (μία εκτυλισσόμενη στο Seattle και μία ιστορία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ταϊβάν).

Ζωντανή απόδειξη της εξίσωσης που ο Godard τόνιζε στην Περιφρόνηση (μοντέρνος = κλασικός), οι ταινίες του Yang ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την αστική ζωή και οι ήρωες του κατοικούν την σύγχρονη Ταϊπέι (με εξαίρεση το A Brighter Summer Day). Οι επιρροές του είναι πολύπλευρες (ο ίδιος έχει εκφράσει το θαυμασμό του για σκηνοθέτες όπως ο Lynch και ο Tarantino) αλλά συνδυάζονται με μοναδικό τρόπο σε μια κινηματογραφική φωνή ολότελα πρωτότυπη. Ειδικά στην πρώτη περίοδο της φιλμογραφίας του, πολλοί έσπευσαν να τον αποκαλέσουν Antonioni της Ανατολής. Παρά όμως τις προφανείς ομοιότητες, καθώς και ο Yang είναι ένας ποιητής της αποξένωσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε την ουμανιστική διάθεση των ταινιών του που γίνεται όλο και πιο έντονη στην πορεία, φέρνοντας στο νου τον Jean Renoir και τον Robert Altman. Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τα φιλμ του σε τρεις ομάδες – περιόδους: α) τα That Day On The Beach (1983), Taipei Story (1985) και Terrorizer (1986), που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως φορμαλιστικές μελέτες πάνω στην αστική αποξένωση, β) τα A Confucian Confusion (1994) και Mahjong (1996), σύγχρονες σάτιρες που μέσα από τη λογική του παραλόγου διαλογίζονται πάνω στα μόνιμα θέματα του Yang, όπως η αναζήτηση ταυτότητας για τον πληθυσμό της Ταϊβάν, η σύγκρουση τέχνης – εμπορίου και οι διαπροσωπικές σχέσεις, και γ) τα A Brighter Summer Day (1991) και Yi Yi (2000), πολυπρόσωπα δράματα που απλώνονται σε έναν επικό καμβά και αποτελούν τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματά του.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου