Φυσικά, υπήρξαν αρκετές φορές που η κριτική της μπουρζουαζίας ήταν πολύ πιο άμεση. Και ακριβώς επειδή η αφήγησή του Sautet πάντα λαμβάνει χώρα στο γνώριμο έδαφος της καθημερινότητας, η κριτική αυτή εντυπώνεται εντονότερα, χωρίς την αποστασιοποιητική ασφάλεια της ειρωνείας (Chabrol) ή των ονειρικών παρεμβάσεων (Bunuel). Στο Vincent, Francois, Paul …et les autres (1974), φιλμ κομβικής σημασίας για την κατανόηση των προθέσεων του σκηνοθέτη, είναι εξαιρετικά ευφυής η αντίστιξη των βασικών ηρώων με το χαρακτήρα του Depardieu, Jean. Ο τελευταίος, εργάτης και άσημος πυγμάχος, είναι μακράν ο πιο ισορροπημένος συναισθηματικά και ψυχολογικά χαρακτήρας και ο μόνος που στο φινάλε αφήνει μια σαφέστατη ένδειξη προόδου. Αντίθετα, ο Vincent του Yves Montand, ο Francois του Michel Piccoli και ο Paul του Serge Reggiani βυθίζονται στη χρεωκοπία, το συναισθηματικό και το συγγραφικό αδιέξοδο αντίστοιχα. Η σκηνή που η δηλωμένα άπιστη σύζυγος του Francois, Lucie, του φωνάζει πως ζει απλά για να βγάζει και να ξοδεύει λεφτά, είναι βασανιστική στην παρακολούθησή της. Το αποκορύφωμα έρχεται όμως στο δεύτερο μισό της ταινίας, όπου όλοι οι φίλοι μαζεύονται στο εξοχικό για ένα πλούσιο, κυριακάτικο γεύμα. Σε μια έξαρση ειλικρίνειας και αυτολύπησης, ο ένας θα προσβάλει τον άλλον ξεμπροστιάζοντας το συλλογικό τους ξεπούλημα.
Στο Mado (1976), ο Sautet σκαρφίζεται και στήνει την πλέον πρόδηλη φάρσα: τα αυτοκίνητα των μπουρζουάδων κολλάνε στις λάσπες, αναγκάζονται να περάσουν τη νύχτα στο δρόμο υπό καταρρακτώδη βροχή, τα κουστούμια τους βρωμίζουν ανεπανόρθωτα και οι ίδιοι, σε μια ξεδιάντροπη επιστροφή σε «πρωτόγονα» ένστικτα, το ρίχνουν στο γλέντι και το χορό. Η σκηνή είναι αποκαλυπτική της άποψης του Sautet για τους ήρωες του φιλμ, αλλά θα έφτανε και η σκληρή γλώσσα της Mado απέναντι στον Simon του Piccoli: «θέλεις να νικάς παντού, θέλεις να σε θαυμάζουν, αλλά δεν μπορείς να αγαπήσεις γιατί αγαπάς υπερβολικά τον εαυτό σου». Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από σκηνές ιδιωτικής συνδιαλλαγής, ο Sautet γίνεται πιο ξεκάθαρος στο μήνυμά του. Δεν είναι τυχαίο πως στο συγκεκριμένο φιλμ, όπως και στον πρόδρομό του, το Max et les ferrailleurs (1971), οι σκηνές του κεντρικού ήρωα - ενσαρκωμένου σε αμφότερα τα φιλμ από τον Michel Piccoli - με μία πόρνη (η Lily της Romy Schneider και η Mado της Ottavia Piccolo) κατοικούν στην καρδιά της αφήγησης και στέκουν έξοχα σύμβολα της πάσης φύσεως εκπόρνευσης ως πάγια τακτική της κομφορμιστικής αστικής τάξης.
Αξίζει πάντως να υπογραμμιστεί πως η απάτη, σε όλες τις εκφάνσεις της και ιδιαίτερα στο πλαίσιο του γάμου, συνιστά μόνιμη σταθερά στο αστικό σύμπαν των ταινιών του Sautet. Όπως και οι σαφείς ενδείξεις αποπροσανατολισμού σε έναν κόσμο που θεοποιεί το κέρδος: μετά από μια ζωή απλόχερων απολαύσεων, έρχεται μια απόλυση για να στείλει τον Jerôme στην αυτοκτονία (Une Histoire Simple – 1978). Το σχόλιο φαντάζει τρομερά επίκαιρο στη σύγχρονη εποχή της οικονομικής κρίσης, ωστόσο φαίνεται πως δεν έπεισε τους κριτικούς των Cahiers du Cinema που, διαχρονικά, αντιπάθησαν τον Sautet για την ενασχόλησή του με την καθημερινότητα των σύγχρονών του αστών και έφτασαν στο σημείο να μην συμπεριλάβουν στο τεύχος τους ούτε την είδηση του θανάτου του σημαντικού αυτού δημιουργού.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου