Βασισμένο σε μυθιστόρημα του José Giovanni (συγγραφέας του Le Deuxième Souffle και σκηνοθέτης ο ίδιος), το Classe Tous Risques (1960) είναι μια σφιχτοδεμένη όσο και στιλιζαρισμένη περιπέτεια στα πρότυπα του Melville και του Becker. Ο Sautet ήταν προσωπική επιλογή του πρωταγωνιστή, Lino Ventura, και η συνεργασία τους εδώ αποτέλεσε την αρχή μιας μακρόχρονης φιλίας. Μαζί αγωνίστηκαν και πέτυχαν την πρόσληψη του άγνωστου τότε Jean-Paul Belmondo (το A Bout De Souffle δεν είχε ακόμα κυκλοφορήσει στις αίθουσες) και με την παρουσία της Sandra Milo, τρία χρόνια πριν το φελλινικό 8 ½, συμπληρώθηκε ένα δυνατό cast που βοήθησε στη δημιουργία της εκπληκτικής ατμόσφαιρας του φιλμ. Ειδικά η είσοδος του Belmondo, με το larger than life σακάκι του, μοιάζει να σηματοδοτεί το χαμένο σύνδεσμο ανάμεσα στη nouvelle vague και τα αμερικάνικα b-movies που αποτέλεσαν τη βάση των πειραματισμών της . Όμως το «συγχρονισμένο» χτύπημα της παρέας των Godard, Truffaut, Rivette και Chabrol στα κινηματογραφικά ήθη, καταδίκασε το Classe Tous Risques σε κριτική και εμπορική αποτυχία. Παρασυρμένοι από την - ασύλληπτη έως τότε - φρεσκάδα του Νέου Κύματος, οι περισσότεροι καταδίκασαν το στυλ του Sautet ως ξεπερασμένο. Απογοητευμένος, αποφάσισε να αποσυρθεί από τις σκηνοθετικές του βλέψεις . Διατήρησε, όμως, έναν κρυφό αλλά ουσιαστικό ρόλο στη γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία. Σκηνοθέτες του βεληνεκούς των Marcel Ophüls, Jacques Deray και Jean Becker απευθύνονταν σε αυτόν για να «χτενίσει» τα σενάριά τους, ενώ πολλοί αποδίδουν την επιτυχία του ντεμπούτου του Jean-Paul Rappeneau, La Vie de Château, στις επεμβάσεις του Sautet. Αυτός είναι και ο λόγος που οδήγησε τον Truffaut να τον χαρακτηρίσει ως τον «μεγάλο επισκευαστή του γαλλικού σινεμά». Χρειάστηκε το πέρασμα ορισμένων χρόνων μέχρι μια παρέα σινεφίλ, με μπροστάρη το νεαρό τότε Bertrand Tavernier, να ανακαλύψει και να αποθεώσει το Classe Tous Risques. Ο εξαιρετικός ρυθμός, το φροντισμένο σασπένς και η εντυπωσιακή του δομή απλά υπογραμμίζουν κάποιες βασικές σταθερές που θα χαρακτηρίσουν το έργο του σκηνοθέτη μέχρι το τέλος. Σε θεματικό επίπεδο, βρίσκουμε τον μοναχικό άντρα που αν και καταδικασμένος, συνεχίζει να πιστεύει σε έναν παραδοσιακό, συντηρητικό κώδικα αντρικής φιλίας. Σε φορμαλιστικό επίπεδο, ξεχωρίζει η επιμονή του να αφήνει χρόνο στα πλάνα, δίνοντας στους χαρακτήρες του την άδεια να αναπνεύσουν. Με τη βοήθεια της σιωπής, ο θεατής γίνεται συμμέτοχος στα δρώμενα με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό, κάτοικος στο εκλεπτυσμένο αυτό φιλμικό κόσμο, και όχι απλός εξωτερικός παρατηρητής. Έτσι, η ραθυμία αντικαθίσταται από την αγωνία της εμπλοκής. Χαρακτηριστικά είναι τα πλάνα στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα, Abel Davos, όπου απλά συλλογίζεται την επόμενή του κίνηση.
Ο Ventura ήταν εκείνος που, εκμεταλλευόμενος την ανοδική πορεία της δικής του καριέρας, χάρισε στο Sautet μία δεύτερη ευκαιρία αναθέτοντάς του το σενάριο του L’ Arme à Gauche (1965). Το αποτέλεσμα ήταν μια εξωτική περιπέτεια με το πρώτο μέρος της να μοιάζει βγαλμένο από το Touch of Evil (1958, Orson Welles), ενώ το δεύτερο να εκτυλίσσεται ολόκληρο πάνω σε ένα σκάφος, θυμίζοντας την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του Key Largo (1948, John Huston). Η υποδοχή της ταινίας, όμως, ήταν πάλι αποκαρδιωτική και ο Sautet αποφάσισε για δεύτερη (αλλά όχι τελευταία) φορά ότι η σκηνοθεσία δεν ήταν για αυτόν. Μετά από τέσσερα μόλις χρόνια θα άλλαζε πάλι γνώμη, αλλά θα τηρούσε την απόφαση αποχής μόνο αναφορικά με τα crime films από όπου και ξεκίνησε. Ολόκληρες δεκαετίες μετά, ο Lino Ventura θα εξέφραζε τη μεγάλη του στενοχώρια που δε ξανασυνεργάστηκε με τον Sautet. Όπως δήλωνε σε κάθε ευκαιρία, τον θεωρούσε ως τον τέλειο σκηνοθέτη για το είδος των ταινιών που ο ίδιος αγαπούσε.
Μπορεί το Les Choses De La Vie (1969) να έμοιαζε εκείνη την εποχή σαν …«κόντρα» ρόλος για τον Sautet λόγω πρότερου βίου, αποτέλεσε όμως, αν όχι την καλύτερη, σίγουρα τη σημαντικότερη στιγμή της καριέρας του. Είναι το φιλμ που τον βοήθησε να βρει τον εαυτό του και να κατασταλάξει στο κινηματογραφικό είδος που θα υπηρετήσει στο εξής: εξονυχιστικές, λεπτομερειακές μελέτες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και διάδρασης, σε επίπεδο καθημερινό, ερωτικό και φιλικό. Οι μεγάλες αλήθειες στο σινεμά του Sautet κρύβονται στις επιθυμίες, τις μετάνοιες, τις ενοχές, όλα όσα μας «κλείνουν» και δυσκολεύουν την επικοινωνία μας, όλα εκείνα που θα θέλαμε να φωνάξουμε αλλά τελικά εγκλωβίζονται εντός μας, με έναν τρόπο οδυνηρό, μα αναπόφευκτο. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως όλες οι σεναριακές ίντριγκες στα φιλμ του δεν είναι παρά απλές αφορμές για να χαθούμε σε ένα πολύπλοκο πλέγμα δράσεων και αντιδράσεων, σε ένα σύμπαν άλλοτε διαλογικό κι άλλοτε γεμάτο λιγωτικές σιωπές, εύγλωττες χειρονομίες και βλέματα απρόσμενα.
Κάποτε ο Tarantino είχε εκθειάσει το Rio Bravo (1959, Howard Hawks) ως το κορυφαίο hang-out movie. Δηλαδή το είδος εκείνο των ταινιών όπου η πλοκή παίζει μηδαμινό ή πολύ μικρό ρόλο και αυτό που μετράει είναι η φιλική ατμόσφαιρα που φτιάχνουν οι χαρακτήρες με τον θεατή, μια παρέα που ο τελευταίος συναντά και περνά λίγες ώρες μαζί της. Ίσως αυτά τα λόγια μπορούν να περιγράψουν με τον καλύτερο τρόπο τα περισσότερα φιλμ του Sautet τη δεκαετία του ’70, ειδικά αν σημειωθεί η επιμονή σε σταθερούς συνεργάτες: Romy Schneider, Michel Piccoli, Yves Montand, Philippe Sarde στη μουσική, Jean Boffety στη φωτογραφία, Jacqueline Thiédot στο μοντάζ, Jean-Loup Dabadie στο σενάριο. Η εμπορική αποτυχία όμως του Un Mauvais Fils (1980) και η αυτοκτονία της πολυαγαπημένης του Schneider, θα βυθίσουν τον Sautet στην κατάθλιψη. Το τελειωτικό χτύπημα θα έρθει με το Garcon! (1983), με το οποίο κι έλαβε τις χειρότερες κριτικές της καριέρας του, πιάνοντας παράλληλα και πάτο σε εισπρακτικό επίπεδο. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα αποφασίσει για τρίτη φορά να αποσυρθεί.
Θα ανακαλέσει ξανά μετά από πέντε χρόνια και με το Quelques Jours Avec Moi (1988) θα εισέλθει στην τελευταία φάση της φιλμογραφίας του. Αφήνοντας το …καλύτερο για το τέλος, η τριλογία που αποτελείται από το προαναφερθέν φιλμ καθώς και από τα Un Coeur en Hiver (1992) και Nelly & Monsieur Arnaud (1995) θα φέρει ένα θριαμβευτικό κλείσιμο στην καριέρα του. Με νέες συνεργασίες και φιλίες (Daniel Auteuil και Emmanuelle Béart στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, Jacques Fieschi ως συν-σεναριογράφος), θα κερδίσει βραβεία, ευρύτατη κριτική αποδοχή και την καταξίωση στο σινεφίλ κοινό που οδήγησε σε αναθεώρηση ολόκληρου του έργου του. Σε μια σπάνια περίπτωση «καλλιτεχνικής δικαιοσύνης», πρόλαβε να γίνει μάρτυρας αυτής της θετικής μεταστροφής, πριν αποβιώσει τον Ιούλιο του 2000 στο Παρίσι, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο του ήπατος.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου