Σήμερα, το Κουτί της Πανδώρας θεωρείται ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα κινηματογραφικού αισθησιασμού. Ο ερωτισμός πλημμυρίζει κάθε κάδρο, φωτίζει τις σκιερές γωνίες του φθαρμένου σελιλόιντ και διεγείρει με έναν εντυπωσιακό τρόπο το θεατή που το συναντά έναν ολόκληρο αιώνα μετά. Η Λούλου, περισσότερο από ένα πρωτόλειο δείγμα femme fatale του μεταγενέστερου χρονικά film noir, ενσαρκώνει την σταθερή μέσα στα χρόνια συναισθηματική ήττα του ανδρός από τη γυναίκα. Η Louise Brooks μαγνητίζει με μια άνευ προηγουμένου ισχύ την οθόνη και ερμηνεύει με βωβή τραγικότητα μια γυναίκα ελεύθερου πνεύματος, καταδικασμένη από τον ίδιο της τον εαυτό σε βαθιά μοναξιά.
Πριν από τη συνεργασία της με τον σπουδαίο G. W. Pabst, η ηθοποιός ήταν μια ασήμαντη στάρλετ. Τώρα πια, θεωρείται ένα είδωλο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ηρωίδα της στο Pandora’s Box. Αν ο D.W. Griffith ανακάλυψε το κοντινό κάδρο, θαμπωμένος από την ομορφιά του προσώπου της Lillian Gish, ο Pabst απογείωσε αυτό το εργαλείο της κινηματογραφικής γλώσσας σε επίπεδα ξεκάθαρης σαγήνης με αντικείμενο την Brooks. Μάστορας της υφής των κάδρων, ο Αυστριακός δημιουργός γεννά εικόνες ικανές να ερεθίζουν όλες τις αισθήσεις μαζικά. Μπορεί να λείπει ο ήχος, το πλάνο της Λούλου όμως με το όπλο στο χέρι να καπνίζει ισοδυναμεί με την πιο ηχηρή έκρηξη, από αυτές που μας συνήθιζε η Jazz Age την οποία και το φιλμ απηχεί.
Κι όμως η μοντέρνα, φυσική της ερμηνεία (απόρροια της έλλειψης όποιας υποκριτικής παιδείας), αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ειδικά στη Γερμανία όπου η επιλογή της για το ρόλο έναντι της Marlene Dietrich προκάλεσε σάλο. Σα να μην έφτανε αυτό, στην Αμερική η ταινία υπέφερε από σοβαρές παρεμβάσεις της λογοκρισίας που αλλοίωναν σε μεγάλο βαθμό τη μυστηριώδη γοητεία της. Η καταξίωση θα έρθει από την κριτική γενιά της δεκαετίας του 50’ που θα εξυμνήσει – δικαίως – την ατμοσφαιρική, σκοτεινή αφήγηση του Pabst που πολύ σοφά κρατά μια ελλειπτικότητα στη χαρακτηρολογία: η πατρική φιγούρα του Schigolch προσεγγίζει μάλλον το ρόλο ενός νταβατζή, την ώρα που η κόμισσα Geschwitz είναι πιθανότατα η πρώτη ομοφυλόφιλη γυναίκα στην ιστορία του σινεμά. Πέρα από όλα, όμως, το φιλμ κέρδισε την αθανασία χάρη στο ανεπανάληπτο tour de force της Brooks, ικανό να στοιχειώσει το θεατή κάθε εποχής.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Πριν από τη συνεργασία της με τον σπουδαίο G. W. Pabst, η ηθοποιός ήταν μια ασήμαντη στάρλετ. Τώρα πια, θεωρείται ένα είδωλο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ηρωίδα της στο Pandora’s Box. Αν ο D.W. Griffith ανακάλυψε το κοντινό κάδρο, θαμπωμένος από την ομορφιά του προσώπου της Lillian Gish, ο Pabst απογείωσε αυτό το εργαλείο της κινηματογραφικής γλώσσας σε επίπεδα ξεκάθαρης σαγήνης με αντικείμενο την Brooks. Μάστορας της υφής των κάδρων, ο Αυστριακός δημιουργός γεννά εικόνες ικανές να ερεθίζουν όλες τις αισθήσεις μαζικά. Μπορεί να λείπει ο ήχος, το πλάνο της Λούλου όμως με το όπλο στο χέρι να καπνίζει ισοδυναμεί με την πιο ηχηρή έκρηξη, από αυτές που μας συνήθιζε η Jazz Age την οποία και το φιλμ απηχεί.
Κι όμως η μοντέρνα, φυσική της ερμηνεία (απόρροια της έλλειψης όποιας υποκριτικής παιδείας), αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ειδικά στη Γερμανία όπου η επιλογή της για το ρόλο έναντι της Marlene Dietrich προκάλεσε σάλο. Σα να μην έφτανε αυτό, στην Αμερική η ταινία υπέφερε από σοβαρές παρεμβάσεις της λογοκρισίας που αλλοίωναν σε μεγάλο βαθμό τη μυστηριώδη γοητεία της. Η καταξίωση θα έρθει από την κριτική γενιά της δεκαετίας του 50’ που θα εξυμνήσει – δικαίως – την ατμοσφαιρική, σκοτεινή αφήγηση του Pabst που πολύ σοφά κρατά μια ελλειπτικότητα στη χαρακτηρολογία: η πατρική φιγούρα του Schigolch προσεγγίζει μάλλον το ρόλο ενός νταβατζή, την ώρα που η κόμισσα Geschwitz είναι πιθανότατα η πρώτη ομοφυλόφιλη γυναίκα στην ιστορία του σινεμά. Πέρα από όλα, όμως, το φιλμ κέρδισε την αθανασία χάρη στο ανεπανάληπτο tour de force της Brooks, ικανό να στοιχειώσει το θεατή κάθε εποχής.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου