Όπως πληροφορούν οι υπέρτιτλοι της «αποκατεστημένης» κόπιας του Greed, στις 12 Ιανουαρίου του 1924, μια μικρή ομάδα ανθρώπων παρακολούθησε το φιλμ στην αρχική του εκδοχή συνολικής διάρκειας εννιάμιση ωρών ύστερα από απαίτηση του ίδιου του σκηνοθέτη. Μέχρι την οριστική του κυκλοφορία στις αίθουσες περίπου ένα χρόνο μετά, η διάρκεια είχε ψαλιδιστεί σε κάτι παραπάνω από δύο ώρες. Το υπόλοιπο υλικό καταστράφηκε από τους ιθύνοντες του στούντιο και σήμερα, έναν ολόκληρο αιώνα μετά, εξακολουθεί να θεωρείται ως το ιερό δισκοπότηρο του σινεμά, ο χαμένος θησαυρός και μαζί μια από τις μεγαλύτερες ενδοκινηματογραφικές τραγωδίες. Ο ίδιος ο Stroheim θα δήλωνε τη βραδιά της πρεμιέρας στη Νέα Υόρκη: «Ακόμα κι αν σου μιλούσα για τρεις συνεχόμενες βδομάδες, δε θα μπορούσα να σου περιγράψω τον πόνο καρδιάς που ένιωσα από την κατακρεούργηση της δουλειάς μου».
Παραδόξως, ακόμα και η κομμένη βερσιόν του Greed συναντά αποθεωτικές κριτικές και για χρόνια κατατάσσεται ανάμεσα στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης. Γεγονός που μόνο εντείνει τα ερωτήματα (και μαζί το γνήσιο σινεφιλικό παράπονο) για το πόσο σπουδαίο έργο τέχνης θα ήταν η αυθεντική εκδοχή της ταινίας που ποτέ δε θα δούμε. Μετά από χρόνια ερευνών και σκληρής δουλειάς, κυκλοφόρησε μια νέα τετράωρη κόπια, βασισμένη σε σημειώσεις και φωτογραφικό υλικό του Stroheim που υποτίθεται πως βρίσκεται εγγύτερα στο αρχικό του όραμα. Το οποίο ακόμα και σήμερα δε θα μπορούσε παρά να μοιάζει πρωτοποριακό.
Είναι εντυπωσιακή για τα αφηγηματικά δεδομένα της εποχής, η ψυχρή, σχεδόν κλινική ματιά με την οποία ο Stroheim παρατηρεί από απόσταση τους βυθισμένους στην υπαρξιακή (και ως εκ του αποτελέσματος ηθική) διαφθορά χαρακτήρες του. Διόλου τυχαία, ούτε ο McTeague ούτε ο Marcus μπορούν να διεκδικήσουν με αξιώσεις τη συμπάθεια του θεατή και η σκηνή της τελικής τους αναμέτρησης μοιάζει βγαλμένη από την κόλαση εντός μας. Ωστόσο, δεν υπάρχει εδώ καμία πρόθεση κοινωνικής, οικονομικής ή ιδεολογικοπολιτικής ανάλυσης. Ο Stroheim είναι αρκετά σοφός ώστε να αφήσει τέτοιου είδους κρίσεις και συμπεράσματα εκτός της αίθουσας κι εντός του θεατή, όσο ο ίδιος, σαν επιστήμονας που αντλεί σαρδόνια απόλαυση παρακολουθώντας τα πειραματόζωά του να σφάζονται, αρκείται στην νατουραλιστική παρουσίαση των δρώμενων.
Το σκοτάδι κυριαρχεί από τους τίτλους αρχής κιόλας, προειδοποιώντας για τα όσα πρόκειται να αντικρύσει ο θεατής στον καθρέφτη του σελυλόιντ. Μια σειρά από αισθητικές επιλογές έρχονται για να σφίξουν τη θηλιά – προσέξτε την επισήμανση του λαμπερού χρώματος του χρυσού και των νομισμάτων, «ηχηρό» οπτικό εφέ για τα δεδομένα του ασπρόμαυρου, βωβού κινηματογράφου. Το φιλμ ασκεί αδυσώπητη κριτική σε όλα τα αστικά ιδεώδη με μια σειρά συμβολικές σκηνές (όπως εκείνη της γαμήλιας τελετής, ξεκάθαρος πρόδρομος του Bunuel) και δε θα μπορούσε παρά να σοκάρει και να προκαλέσει την μανιασμένη αντίδραση των μεγάλων κεφαλιών στο Hollywood της εποχής, τον κατεξοχήν τόπο όπου οι καπιταλιστικοί μύθοι γιγαντώνονταν.
Ο Stroheim κεντάει εν συντομία τον ιστό της δράσης για να επικεντρωθεί, από το τέλος της πρώτης ώρας κιόλας, στο πραγματικό του θέμα. Τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων υπό τη σαρωτική επίδραση του χρήματος. Ο ατομικισμός που έρχεται ως αναπόφευκτο επακόλουθο της μανιασμένης επιδίωξης του κέρδους δεν μπορεί παρά να οδηγεί στον ανταγωνισμό, στη βία και στο θάνατο. Το Greed σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η κινούμενη εικόνα, με την εγγενή δυναμική της, περιέγραψε με οδυνηρή γλαφυρότητα αυτό το ταξίδι καταβύθισης για το ανθρώπινο γένος. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως πρόκειται για μια ταινία καταδικασμένη να είναι αυτόματα κλασική και με μια αξία αναμφισβήτητης διαχρονικότητας.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Παραδόξως, ακόμα και η κομμένη βερσιόν του Greed συναντά αποθεωτικές κριτικές και για χρόνια κατατάσσεται ανάμεσα στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης. Γεγονός που μόνο εντείνει τα ερωτήματα (και μαζί το γνήσιο σινεφιλικό παράπονο) για το πόσο σπουδαίο έργο τέχνης θα ήταν η αυθεντική εκδοχή της ταινίας που ποτέ δε θα δούμε. Μετά από χρόνια ερευνών και σκληρής δουλειάς, κυκλοφόρησε μια νέα τετράωρη κόπια, βασισμένη σε σημειώσεις και φωτογραφικό υλικό του Stroheim που υποτίθεται πως βρίσκεται εγγύτερα στο αρχικό του όραμα. Το οποίο ακόμα και σήμερα δε θα μπορούσε παρά να μοιάζει πρωτοποριακό.
Είναι εντυπωσιακή για τα αφηγηματικά δεδομένα της εποχής, η ψυχρή, σχεδόν κλινική ματιά με την οποία ο Stroheim παρατηρεί από απόσταση τους βυθισμένους στην υπαρξιακή (και ως εκ του αποτελέσματος ηθική) διαφθορά χαρακτήρες του. Διόλου τυχαία, ούτε ο McTeague ούτε ο Marcus μπορούν να διεκδικήσουν με αξιώσεις τη συμπάθεια του θεατή και η σκηνή της τελικής τους αναμέτρησης μοιάζει βγαλμένη από την κόλαση εντός μας. Ωστόσο, δεν υπάρχει εδώ καμία πρόθεση κοινωνικής, οικονομικής ή ιδεολογικοπολιτικής ανάλυσης. Ο Stroheim είναι αρκετά σοφός ώστε να αφήσει τέτοιου είδους κρίσεις και συμπεράσματα εκτός της αίθουσας κι εντός του θεατή, όσο ο ίδιος, σαν επιστήμονας που αντλεί σαρδόνια απόλαυση παρακολουθώντας τα πειραματόζωά του να σφάζονται, αρκείται στην νατουραλιστική παρουσίαση των δρώμενων.
Το σκοτάδι κυριαρχεί από τους τίτλους αρχής κιόλας, προειδοποιώντας για τα όσα πρόκειται να αντικρύσει ο θεατής στον καθρέφτη του σελυλόιντ. Μια σειρά από αισθητικές επιλογές έρχονται για να σφίξουν τη θηλιά – προσέξτε την επισήμανση του λαμπερού χρώματος του χρυσού και των νομισμάτων, «ηχηρό» οπτικό εφέ για τα δεδομένα του ασπρόμαυρου, βωβού κινηματογράφου. Το φιλμ ασκεί αδυσώπητη κριτική σε όλα τα αστικά ιδεώδη με μια σειρά συμβολικές σκηνές (όπως εκείνη της γαμήλιας τελετής, ξεκάθαρος πρόδρομος του Bunuel) και δε θα μπορούσε παρά να σοκάρει και να προκαλέσει την μανιασμένη αντίδραση των μεγάλων κεφαλιών στο Hollywood της εποχής, τον κατεξοχήν τόπο όπου οι καπιταλιστικοί μύθοι γιγαντώνονταν.
Ο Stroheim κεντάει εν συντομία τον ιστό της δράσης για να επικεντρωθεί, από το τέλος της πρώτης ώρας κιόλας, στο πραγματικό του θέμα. Τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων υπό τη σαρωτική επίδραση του χρήματος. Ο ατομικισμός που έρχεται ως αναπόφευκτο επακόλουθο της μανιασμένης επιδίωξης του κέρδους δεν μπορεί παρά να οδηγεί στον ανταγωνισμό, στη βία και στο θάνατο. Το Greed σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η κινούμενη εικόνα, με την εγγενή δυναμική της, περιέγραψε με οδυνηρή γλαφυρότητα αυτό το ταξίδι καταβύθισης για το ανθρώπινο γένος. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως πρόκειται για μια ταινία καταδικασμένη να είναι αυτόματα κλασική και με μια αξία αναμφισβήτητης διαχρονικότητας.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
1 σχόλιο:
Εντάξει τι να πω για μία εκ των 20 καλύτερων, κατά εμέ, ταινιών στην ιστορία του κινηματογράφου, έστω κι αν αυτή είναι κατακρεουργημένη καθώς ήταν τόσο δυνατό το όραμα του Stroheim που πιστεύω ότι ξεπερνάει τα πάντα. Ειλικρινά πρωτόγνωρος για την εποχή του ο νατουραλισμός του Stroheim. Κάτι ανάλογο θεωρώ ότι είχε κάνει κι ο μέγας Victor Sjostrom προ εξαετίας στο αριστουργηματικό “Berg-Ejvind och hans hustru” με την πρωτόγνωρη χρήση του φυσικού τοπίου ως βασικό κι αναπόσπαστο στοιχείο της δραματουργίας της, χαρίζοντάς μας κι ένα φινάλε που συναγωνίζεται αυτό του “Greed”.
Και τι δεν θα έδινα για να έβλεπα την original version των εννιάμιση ωρών! Κρίμα που τελείωσε τόσο πρόωρα κι άδοξα η καριέρα ενός τόσο σπουδαίου οραματιστή. Το Χόλιγουντ φοβήθηκε την μεγαλομανία και τελειομανία του Stroheim, και για αυτό τον τελείωσε. Κι έπρεπε να περάσει περίπου μια δεκαετία για να ξανά ορθώσει κάποιος σκηνοθέτης το ανάστημα του ενάντια στο κατεστημένο του χόλιγουντ.
5/5: Αριστούργημα
Δημοσίευση σχολίου