Sidney Lumet
Ο Fred Zinnemann γεννήθηκε στη Βιέννη στις 29 Απριλίου του 1907. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Oscar, γιατρός στο επάγγελμα, και της Anna Zinnemann. Το αρχικό του όνειρο να ακολουθήσει μια καριέρα στη μουσική εγκαταλείφθηκε γρήγορα και κατέληξε να σπουδάζει στη Νομική σχολή της Βιέννης. Παράλληλα με τις σπουδές του, άρχισε να ανακαλύπτει το σινεμά. Το Greed (1923) του Erich Von Stroheim, το Battleship Potemkin (1925) του Sergei Eisenstein, το The Big Parade (1925) του King Vidor και το The Passion of Joan of Arc (1928) του Carl Theodore Dreyer ήταν οι ταινίες που τον οδήγησαν στην απόφαση να γίνει σκηνοθέτης. Καθώς η απόκτηση του πτυχίου της νομικής ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, μια εξαιρετικά βαρετή διαδικασία, η καριέρα στον κινηματογράφο ήταν μονόδρομος. Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Αντιδρώντας στην απόφασή του αυτή, οι γονείς του ξεκίνησαν μια μακροχρόνια προσπάθεια να μεταπείσουν τον νεαρό Fred και κάλεσαν για βοήθεια συγγενείς και φίλους προκειμένου να του κάνουν ...πλύση εγκεφάλου. Τα συντηρητικά ήθη της Βιέννης εκείνης της εποχής αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη το χώρο της έβδομης τέχνης. Όμως η αξιοθαύμαστη επιμονή του Fred - και αυτός ο αγώνας του απέναντι στον πρώτο των κοινωνικών θεσμών, την οικογένεια, συνιστά σαφή προοικονομία του έργου του - έφερε καρπούς και το 1927, σε ηλικία είκοσι ετών, ξεκίνησε τις κινηματογραφικές σπουδές στο Παρίσι. Στη συνέχεια, πήγε στο Βερολίνο κι εργάστηκε σε ορισμένες ταινίες, κυρίως ως βοηθός οπερατέρ. Μια από αυτές ήταν το Menschen am Sonntag (1929), καρπός του ενθουσιασμού και της συνεργασίας μερικών εκ των ανερχόμενων ονομάτων του ευρωπαϊκού σινεμά που όλοι τους έμελλε να κάνουν καριέρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: Robert Siodmak και Edgar G. Ulmer στη σκηνοθεσία, Billy Wilder στο σενάριο και ο Zinnemann ως οπερατέρ.
Τον Οκτώβρη του 1929 έφτασε στην Αμερική. Με την πολύτιμη βοήθεια του αφεντικού των Universal Studios, Carl Laemmle (στον ίδιο πιστώνεται και η «ανακάλυψη» του William Wyler), ο Fred βρήκε δουλειά αρχικά ως κομπάρσος. Κάπου εκεί ήρθε η γνωριμία, σταθμός για τη ζωή και το έργο του, με τον κορυφαίο ντοκιμαντερίστα, Robert Flaherty. Ο σκηνοθέτης του Nanook of the North (1922) ήταν μια επιβλητική προσωπικότητα που επηρέασε βαθύτατα τον Zinnemann και σημάδια αυτής της επιρροής μπορούν να βρεθούν ακόμα και σε ταινίες της ύστερης περιόδου του. Όπως ο ίδιος παραδέχεται, η συνεργασία του με τον Flaherty του γέννησε την επιθυμία να ασχοληθεί αποκλειστικά με το ντοκιμαντέρ. Έτσι, η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά - The Wave (1936) - αποτελεί ένα χρονικό της καθημερινότητας ψαράδων του Μεξικό με σαφείς πολιτικούς προσανατολισμούς (δώδεκα χρόνια πριν τον Βισκόντι). Ωστόσο, η περιφρόνηση που το σύστημα των στούντιο έδειχνε προς το συγκεκριμένο είδος τον έστρεψε σε άλλες κατευθύνσεις. Βρήκε δουλειά στο shorts department της MGM και άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες της μια μπομπίνας (one reels), που η διάρκεια τους δηλαδή δε ξεπερνούσε τα δέκα λεπτά. Γρήγορα ξεχώρισε από τους υπόλοιπους και το 1938 κέρδισε το πρώτο του όσκαρ, στην κατηγορία μικρού μήκους με το That Mothers Might Live. Το 1942 πήρε την πολυπόθητη προαγωγή και με το Kid Glove Killer ουσιαστικά ξεκίνησε η καριέρα του στην μεγάλου μήκους σκηνοθεσία.
Σήμερα ο Zinnemann αγνοείται επιδεικτικά από την κατεστημένη κριτική. Το πολύκροτο auteur theory (που λίγο έλειψε να καταδικάσει και τον Wyler) τον κατηγοριοποίησε με χαρακτηριστική άνεση ως απλό τεχνίτη, οι ταινίες του οποίου δεν είχαν προσωπική σφραγίδα. Σε αντίθεση όμως με τον Michael Curtiz (για παράδειγμα), ο Zinnemann δεν έβαλε την υπογραφή του σε εκατό φιλμ - αναθέσεις. Ανάμεσα στο ντεμπούτο του, Kid Glove Killer (1942) και το κύκνειο άσμα του, Five Days One Summer (1982), δηλαδή σε ένα διάστημα σαράντα ετών, παρέδωσε μόλις είκοσι δύο ταινίες. Ήταν από τους ελάχιστους που είχαν την τόλμη να απορρίπτουν σενάρια (σε μια εποχή που μια τέτοια πρακτική ήταν σχεδόν ανήκουστη) και να τα βάζουν με τους μεγαλοπαραγωγούς των studio, με αποτέλεσμα να δει περισσότερα του ενός project του να εγκαταλείπονται στη μέση. Δεν ήταν μόνο η απαράμιλλη τεχνική του (αυτή τουλάχιστον δεν αμφισβητήθηκε ποτέ) που τον ξεχώριζε, αλλά και ο μέγιστος σεβασμός που έδειχνε στους ηθοποιούς και τον θεατή. Αναφορικά με τους πρώτους, ας μη ξεχνάμε ότι πολύ μεγάλα ονόματα, όπως ο Marlon Brando, o Montgomery Clift και η Meryl Streep, πραγματοποίησαν το ντεμπούτο τους υπό τη σκηνοθετική του μπαγκέτα, ενώ συνολικά δεκαεννέα ηθοποιοί απέσπασαν οσκαρική υποψηφιότητα πρωταγωνιστώντας σε ταινία του (οι επτά εξ αυτών βραβεύτηκαν κιόλας). Όλοι τους υπηρέτησαν την έμμονη ιδέα που σα βασικό μοτίβο διαπερνάει ολόκληρη τη φιλμογραφία του και συνοψίζεται στη φράση: ο Χαρακτήρας είναι το Πεπρωμένο.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
2 σχόλια:
Χαίρομαι πολύ για αυτή την ανάρτηση. Ξέρεις είναι λίγοι εκείνοι που ασχολούνται πραγματικά με το κλασικό Χόλιγουντ με αποτέλεσμα αρκετοί σπουδαίοι κι αξιόλογοι σκηνοθέτες να αγνοούνται επιδεικτικά. Ένας από αυτούς φυσικά είναι ο κι Fred Zinnemann που μόνο ένας "απλός τεχνίτης" δεν ήταν. Από τους πιο παραγνωρισμένους σκηνοθέτες του κλασικού Χόλιγουντ θεωρώ τον Wyler. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα δεν χαίρει της εκτίμησης και της αναγνώρισης που θα του άξιζε καθώς δεν είναι τόσο διαδεδομένο το πολύ σπουδαίο και καινοτόμο αυτό σινεμά του. Από τους πολύ πολύ αγαπημένους μου σκηνοθέτες.
Ευχαριστώ για το σχόλιο argiris. Για τον Wyler, τι να πω. Κατά την προσωπική μου γνώμη είναι ένας εκ των 2-3 καλύτερων σκηνοθετών στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου (μαζί με Welles και Scorsese ίσως). Τον λατρεύω όσο λίγους. Πάντως είναι σαφέστατα πιο "αναγνωρισμένος" από τον Zinnemann, αρκεί να σου πω ότι το AFI τον έχει ανακηρύξει δεύτερο κορυφαίο σκηνοθέτη πίσω μόνο από τον John Ford.
Δημοσίευση σχολίου