Έχοντας ήδη μακρά προϋπηρεσία στην τηλεόραση, ο Lumet στράφηκε στην μεγάλη οθόνη στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 κι επέδειξε εξαρχής τις πληθωρικές του τάσεις. Μέσα σε τρία χρόνια είχε ήδη σκηνοθετήσει τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες που, παρά την επιμονή σε ορισμένα στιλιστικά μοτίβα, ακολουθούσαν τελείως διαφορετικό ύφος μεταξύ τους. Τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του ανεμικού That Kind of Woman, η υπογραφή του Νεοϋορκέζου σκηνοθέτη συνόδεψε την έξοδο στις αίθουσες μίας ακόμα ταινίας με σημείο αναφοράς τον Tennessee Williams. Σε μια εποχή που το αμερικανικό σινεμά έμοιαζε να έχει εξαντλήσει τη "συνεργασία" του με τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα (A Streetcar Named Desir, Cat on a Hot Tin Roof, Baby Doll, κ.α.), ο Lumet πήρε το ρίσκο να μεταφέρει στο σελιλόιντ ένα από τα πιο ιδιότροπα κι "αντικινηματογραφικά" δημιουργήματα του Williams, το Orpheus Descending. Σαγηνευμένος, θα υποκύψει στη συμβολιστική διάθεση του πρωτότυπου υλικού του και παρά την πομπώδη υιοθέτηση μυθολογικών σχημάτων που εκ φύσεως λειτουργούν καλύτερα στο σανίδι, το The Fugitive Kind αποδεικνύεται ένα ασθενικό αριστούργημα, ένα κινηματογραφικό παράδοξο από τα πλέον δυσερμήνευτα στην ιστορία της έβδομης τέχνης.
Σε μια επιλογή
σήμα-κατατεθέν του σκηνοθέτη, το φιλμ θα ανοίξει με ένα μονοπλάνο επικεντρωμένο
στο βασικό ήρωα, Valentine Xavier, καθώς αποκαλύπτει κάποιες αποσπασματικές
πληροφορίες για το παρελθόν του. Ωστόσο, η κάμερα μοιάζει απλά να ...ξεχάστηκε
"ανοιχτή" για τον ίδιο λόγο που και ο θεατής θα χάσει την ανάσα του
σε αυτά τα πρώτα λεπτά: αμφότεροι μένουν να χαζεύουν έναν ηθοποιό να δοκιμάζει
τα όρια της τέχνης του και να κάνει τον όρο "ερμηνεία" και όλους τους
παρόμοιούς του (ηθοποιία, acting, και πάει λέγοντας) να μοιάζουν ευτελιστικά μικροί για να περιγράψουν αυτό
που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας. Ο Marlon Brando ενσαρκώνει εδώ την ωρίμανση και την κορύφωση της Μεθόδου, ενώ παράλληλα
ωθεί στα άκρα τον κλασικό αρσενικό ήρωα που συναντάμε συχνά στο έργο του Williams. Απειλητικός κι εκρηκτικά απρόβλεπτος, κάθε
του ενέργεια βρίθει σεξουαλικής φόρτισης στην οποία οι - εξίσου κλασικά - νευρωτικές,
καταπιεσμένες και τραυματισμένες ηρωίδες του συγγραφέα αδυνατούν να
αντισταθούν. Εκείνος, απόλυτα συνειδητοποιημένος περί της ξεχωριστής του ισχύος,
θα υποκύψει με τη σειρά του στην Μοίρα και στην Τιμωρία που εκείνη του
επιφυλάσσει. Ένας απροσδιόριστος φαταλισμός κατοικεί το φιλμ από τα πρώτα του
κάδρα ως την πύρινη κλιμάκωση των τελευταίων λεπτών, συμβάλλοντας στη συνολικά
εκκεντρική ατμόσφαιρα.
Ωστόσο, αυτή η
τελευταία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του, εξορισμού αλλόκοτου, πρωταγωνιστικού
ζευγαριού της ταινίας. Πλάι στο Brando, η Anna Magnani θα υποδυθεί την ώριμη γυναίκα με το
βαρύ παρελθόν που στο νεαρό Xavier θα συναντήσει την από καιρό χαμένη προσδοκία διαφυγής από
την κόλαση της ζωής. Αν και δεν αποφεύγει τις φάλτσες νότες σε ορισμένες υψηλά
δραματικές στιγμές, η μεγάλη Ιταλίδα ηθοποιός θα δώσει μια στιβαρή ερμηνεία και
θα σταθεί ως ισότιμο αντίβαρο του σαρωτικού παρτενέρ της, κυρίως χάρη στο
απρόσμενο των επιλογών της. Ο ίδιος ο Williams είχε σκαρφιστεί την ηρωίδα έχοντας
την Magnani στο
μυαλό (εκείνη, βέβαια, αρνήθηκε το θεατρικό ρόλο), αν κι ο Brando θα αναφέρει χρόνια αργότερα στην
αυτοβιογραφία του ότι η επιλογή της ήταν τελείως λανθασμένη. Το ότι μάλλον δεν
έχει άδικο συνηγορεί, κατά ένα περίεργο τρόπο, υπέρ της ταινίας που χτίζει πάνω
σε αυτές τις στραβοτιμονιές για οικοδομήσει ένα σύμπαν αινιγματικό κι ολότελα
πρωτότυπο. Ο αλληγορικός λόγος του Williams σκοντάφτει πολλές φορές στις
απαιτήσεις μιας κινηματογραφικής ταινίας, αλλά το νευρικό ντεκουπάζ του Lumet, σε συνδυασμό με τους εξαιρετικούς
ηθοποιούς του (πλάι στον Brando και την Magnani, προσθέστε και την over the top μα απολαυστική Joanne Woodward), την κοφτερή ασπρόμαυρη φωτογραφία και
τη γοτθική τρέλα του ντεκόρ, θα χαράξουν το The Fugitive Kind ως έναν μπαρόκ παροξυσμό, σημείο
συνάντησης ανάμεσα στην αρχαιοελληνική τραγωδία κι ένα επίκαιρο, καυστικό
πολιτικό σχόλιο για την Αμερική της εποχής.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου