Υπάρχει ένα πολύ
συγκεκριμένο κι ακανθώδες ιστορικό υπόβαθρο που κάνει τα Inglourious Basterds και Django Unchained να ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο έργο
του σκηνοθέτη τους. Γνήσιος σινεφίλ που διδάχτηκε τα βασικά μαθήματα της ζωής
στο σκοτεινό (κι ενίοτε κρυφό) σχολειό του κινηματογράφου, ο Ταραντίνο
αρέσκεται να χτίζει ένα σύμπαν κραυγαλέα μυθοπλαστικό και να ρίχνει μέσα του
μια χούφτα (γοητευτικότατους) χαρακτήρες που δε θα μπορούσαν να υπάρξουν παρά
μόνο στην επιφάνεια του σελιλόιντ. Για εξωφιλμικές αναφορές ούτε λόγος,
μετατρέποντας τις ταινίες του από το Reservoir Dogs ως το Death Proof σε απολαύσεις φορμαλιστικές όπου ο
όποιος ουσιαστικός προβληματισμός είναι αναγκαστικά ενδογενής. Στα δύο
τελευταία του πονήματα, ωστόσο, ο πλέον επιδραστικός Αμερικανός δημιουργός της
εποχής μας θα στραφεί σε μείζονα κι επίμαχα κεφάλαια της παγκόσμιας ιστορίας - τη
ναζιστική θηριωδία και τη δουλεία - για να εμπνευστεί τα (πρωτότυπα και στις
δύο περιπτώσεις) σενάριά του. Το γεγονός πως μάλλον πρόκειται για τα καλύτερα φιλμ
της έως τώρα καριέρας του, πρέπει να πιστωθεί στην αυξημένη ωριμότητα ενός
ανθρώπου κατεξοχήν "κινηματογραφικού" που διαπιστώνει εκ των έσω τη
διαπλοκή της τέχνης του με την αληθινή ζωή και, συνεπακόλουθα, τη συναρπαστική
της ικανότητα να ξαναγράφει εκ νέου την Ιστορία, αμφισβητώντας δημιουργικά την
αιώνια πίστη μας στο αμετάβλητο του παρελθόντος.
Προς αποφυγήν
παρεξήγησης, ο Κουέντιν Ταραντίνο θα ήταν αναγκαίος για το σινεμά και χωρίς το
εν προκειμένω ύστερο στάδιο της φιλμογραφίας του. Κατά πρώτον, διότι ίσως είναι
η πρώτη φορά που η περσόνα ενός σκηνοθέτη/σεναριογράφου κατακτά διαστάσεις
εικονικές, μετατρέποντας την έξοδο κάθε καινούριας ταινίας του, από την εποχή
του Pulp Fiction έως και σήμερα, σε ένα πρώτης
τάξεως γεγονός για την ποπ κουλτούρα - οι σκοτεινές αίθουσες πλημμυρίζουν από
ανθρώπους κάθε ηλικίας, ενασχόλησης, πεποίθησης και προέλευσης, όπως κάποτε οι Beatles γέμιζαν στάδια κι αρένες. Κατά
δεύτερον, επειδή το "προϊόν" στο οποίο τους καθιστά κοινωνούς, είναι
ένας φόρος τιμής (αναμφισβήτητης αισθητικής κι ευφυΐας, φρονώ) στο ίδιο το
κινηματογραφικό μέσο, στην ιστορία και στις παραδόσεις του, προσηλυτίζοντας με
τον καλύτερο τρόπο σημερινούς πιστούς και μελλοντικούς υπηρέτες της έβδομης
τέχνης. Όμως, αυτός ο μεταμοντέρνας υφής προσανατολισμός παύει να είναι
ναρκισσιστικά μονομερής από τη στιγμή που το σινεμά αναδύεται ως μέσο "διόρθωσης"
πραγματικών ατοπημάτων της ανθρωπότητας - τα οποία, βεβαίως, η κάμερα έχει
προηγουμένως εκθέσει στο σύγχρονο θεατή σε όλη τους την ωμότητα. Με αυτόν τον
τρόπο, τόσο το Inglourious Basterds, όσο και το Django Unchained, διαθέτουν μια βαρύτητα ιστορική, ενώ εγείρουν ζητήματα πολιτικά και ηθικά
με έναν τρόπο που το Kill Bill δε θα γνώριζε ούτε καν πώς να αρθρώσει.
Σε αυτό το σημείο
βρίσκεται και το βασικό πρόβλημα του Django σε σχέση με τον άμεσο προκάτοχό του. Στους Άδωξους
Μπάστερδους, οι σελίδες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου θα ξαναγραφτούν χάρη σε μια
προσπάθεια συλλογική, με τη συνδρομή μάλιστα και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών,
αναδεικνύοντας τελικά σε πραγματικό πρωταγωνιστή της ιστορίας το ίδιο το
σινεμά. Στο τελευταίο του φιλμ, όμως, ο Ταραντίνο υποκύπτει στο μύθο του ενός
και μοναδικού ήρωα που διόλου τυχαία μοιάζει βγαλμένος από μια blaxploitation ονείρωξη (κατεξοχήν κινηματογραφικό
είδος επιφανειακού προβληματισμού). Ο Django είναι ένας στους δέκα χιλιάδες,
όπως περήφανα δηλώνει στην τελευταία σεκάνς, κι ως τέτοιος θα κατορθώσει έναν
εντυπωσιακό, ατομικό άθλο, αλλά θα κάνει ελάχιστα για το κεντρικό πρόβλημα που
θίγει η ταινία, δηλαδή το ρατσισμό και τη δουλεία. Φυσικά, ο Ταραντίνο είναι
αρκετά έξυπνος ώστε να ξέρει ότι ο κόσμος δεν αλλάζει με τις κατά μόνας
επιτυχίες, ωστόσο με αυτήν την επιλογή του, το φιλμ καταλήγει να είναι μια
ιστορία προσωπικής απελευθέρωσης όπου το ιστορικό υπόβαθρο περιορίζεται σε ρόλο
συνοδευτικό. Πρέπει να σημειωθεί, ασφαλώς, ότι σε δύο πολύ μικρές στιγμές στα
τελευταία λεπτά, ο Κουέντιν θα επιχειρήσει, σε επίπεδο υπαινικτικό πάντα, να
ανοίξει την το φιλμ από το ειδικό στο γενικό. Η πρώτη είναι ο μονόλογος του Stephen (Samuel L. Jackson) στον - ξανά - αιχμαλωτισμένο
Django όπου τον απειλεί όχι
με θάνατο, αλλά με αιώνια σκλαβιά, δηλαδή με την μοίρα όλων των φυλετικά όμοιών
του, η οποία ορθώς παρουσιάζεται γλαφυρά ως η πιο σκληρή τιμωρία από όλες. Η
δεύτερη είναι το πολυσήμαντο βλέμμα που ένας έτερος έγχρωμος φυλακισμένος θα
κατευθύνει προς τον Django, αποκαλυπτικό
θαυμασμού που καθιστά τον ήρωα του Jamie Foxx φιγούρα
ηγετική, ικανή να εμπνεύσει μιαν επανάσταση κατά των λευκών.
Πέρα από κάθε ένσταση,
το Django Unchained αποτελεί ένα ακόμα παράσημο στο
στήθος του ικανότερου αφηγητή που ανέδειξε το Hollywood από την εποχή του Howard Hawks, μετατρέποντας όπως μόνο αυτός ξέρει τις σχεδόν τρεις ώρες προβολής σε ένα
απολαυστικό κινηματογραφικό ταξίδι. Αποδομεί στιλιστικά το είδος του σπαγγέτι
γουέστερν και καθηλώνει με τα εκπληκτικά (για άλλη μια φορά) διαλογικά μέρη,
την εντυπωσιακή φωτογραφία του Robert Richardson, το απρόβλεπτο
soundtrack και μια
ομάδα χαρακτήρων τόσο καλογραμμένων που δε χορταίνεις να τους βλέπεις να μιλούν
και να δρουν. Κι ως είθισται στο σινεμά του, οι ερμηνείες των ηθοποιών θα
αποτελέσουν σημείο αναφοράς για τα επόμενα χρόνια. Ο Christoph Waltz συνεχίζει από εκεί που άφησε τον Hans Landa και με όπλο
πάλι την ευφυέστατη χρήση του προφορικού λόγου, θα σαγηνεύσει αντιπάλους και
θεατές, δημιουργώντας παράλληλα έναν ήρωα παράξενα "ηθικό", δείγμα
θαρρείς αυτοκριτικής του Ταραντίνο που υποκλίνεται στην Ιστορία και στο πνεύμα
της Ευρώπης. Όμως, αυτή τη φορά, την παράσταση κλέβει ο Leonardo Di Caprio. Αρπάζει την ευκαιρία και ζωγραφίζει με
γκροτέσκο πινελιές έναν εξαιρετικό, κόντρα ρόλο που κανείς, ούτε καν ο
Σκορσέζε, δεν του είχε προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια. Από τη στιγμή που ο Calvin Candie εμφανίζεται στην οθόνη, μεταγγίζει το φιλμ με έναν ηλεκτρισμό από
εκείνον με τον οποίο χτίζονται οι κινηματογραφικοί θρύλοι. Όσο για το περιβόητο
θέμα της βίας, η αλήθεια είναι ότι ο Ταραντίνο μοιάζει εδώ πιο υπερβολικός από
ποτέ στην αιματοχυσία του φιλμικού του κόσμου. Ο προσεκτικός θεατής, όμως, θα
διακρίνει μιαν άκρως ενδιαφέρουσα αισθητική αντίστιξη στο εσωτερικό του Django Unchained. Η "ιστορικά αληθινή" βία, εκείνη της καταπίεσης των μαύρων από
τους λευκούς, παρουσιάζεται με μια χαρακτηριστική (για τα δεδομένα του
σκηνοθέτη) εγκράτεια, θαρρείς από σεβασμό προς την Αλήθεια. Αντιθέτως, η καθαρά
"μυθοπλαστική βία" με την οποία το σινεμά παίρνει την εκδίκησή του
για τα κακώς κείμενα των ανθρώπων, θα είναι καθαρτικά γραφική κι ασυγκράτητη,
καρτουνίστικη και καθόλου μα καθόλου ρεαλιστική. Το αντίθετο θα αλλοίωνε το
μήνυμα όχι μόνο της ταινίας, αλλά ολόκληρου του ταραντινικού έργου.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής