Εκκίνηση νυχτερινή. Δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά άλλωστε. Η Πόλη των Αγγέλων ντυμένη με τον ηλεκτρικό μανδύα των neon φωτισμών της επιβεβαιώνει ηχηρά τη θέση της ως η απόλυτη πατρίδα για (μετα)μοντέρνες noir ιστορίες. Εδώ όμως δε θα διαβούμε τις «μεγαλοπιασμένες» γειτονιές που εξερεύνησε μια και καλή για όλους ο Michael Mann, αλλά τις περιθωριακές, νοσηρές μέσα στις ματαιωμένες ελπίδες τους συνοικίες που ίσως συναντήσαμε κάποια στιγμή στο Body Double (1984, Brian DePalma).
Η ταινία λέγεται Drive και, αναμενόμενα, ξεκινάει με ένα κυνηγητό στους τέσσερις τροχούς. Χαρακτηρισμός που, σύντομα, αποκαλύπτεται (τουλάχιστον) λειψός για να περιγράψει ένα σοφά υπολογισμένο κρυφτούλι, συνδυασμός άριστου σχεδιασμού κι αψεγάδιαστου ενστίκτου – βλέπεις, το κινηματογραφικό του ανάλογο βρίσκεται στον μελβιλικό Σαμουράι ή στον περσινό Αμερικάνο. Στην υπόλοιπη ταινία δε θα μάθουμε τίποτα για το παρελθόν του οδηγού, ούτε καν το όνομά του (τιμώντας την παράδοση του μοναχικά απροσδιόριστου ηρωισμού που εισήγαγε ο Leone). Δε χρειάζεται κιόλας. Αυτή η πρώτη σκηνή μας έχει ήδη κάνει κοινωνούς στο σύμπαν του (αντι)ήρωα και μας αποκαλύπτει το μέγεθος του ταλέντου του Nicolas Winding Refn, ενός στιλίστα τόσο έξυπνου ώστε με γνήσιους όρους αισθητικής να χτίζει χαρακτήρες που θα κόστιζαν ώρες διαλόγων σε άλλους.
Οδηγός κασκαντέρ επικίνδυνων κινηματογραφικών σκηνών τη μέρα, οδηγός διαφυγής για δουλειές του υποκόσμου το βράδυ, ο Ryan Gosling κατοικεί το φάντασμα ενός Alain Delon ή ενός DeNiro, καθώς στέκει λιγομίλητος κι αφοσιωμένος σε μια ζωή ασκητική, σχεδόν μηχανική. Ετεροχρονισμένος με το περιβάλλον του, δένει απόλυτα με το εθιστικό 80’s soundtrack που ντύνει τις εικόνες ενός κόσμου όπου το millennium είναι ήδη μακρινό παρελθόν. Ο φουτουρισμός που γνώρισε την κινηματογραφική του έκρηξη τριάντα χρόνια πριν φαντάζει εδώ, σε ένα άνευ προηγουμένου ονοματολογικό οξύμωρο, παρωχημένος. Ακριβώς όπως ο Οδηγός που έμαθε να κουβαλά στους ώμους του το φορτίο της εγγενούς παραδοξότητάς του.
Η αναπάντεχη διασταύρωσή του με το απλό κορίτσι της διπλανής πόρτας θα δώσει μία φευγαλέα ελπίδα συγχρονισμού. Χωρίς να το φωνάξει, ένα όνειρο γεννήθηκε εντός του. Ο Gosling κατορθώνει με το λακκάκι στα χείλη του μετά από ένα αυθόρμητο χαμόγελο ή το σκαρδάμυσμα των ματιών του να πει όσα οι υπόλοιποι παλεύουν μια ζωή να ξεστομίσουν. Οι συχνότητές του όμως είναι ξένες στους ανθρώπους και τη ζωή ολόγυρα. Γι’ αυτό κι όταν ερωτεύεται, το κάνει με την αφέλεια μικρού αγοριού. Γι’ αυτό κι όταν επιτίθεται, το κάνει με κτηνώδη βία. Ο Refn αφήνει τον ηθοποιό του να μεγαλουργήσει και, ακριβώς σαν τον ήρωα της ταινίας του, υιοθετεί στα δρώμενα μια υπολογισμένη μα άψογα cool στάση. Οι pulp καταβολές στην αφήγηση συγχρωτίζονται με ένα καθαρό σινεμά υψηλής αισθητικής. Στην εποχή των υπερ-σκηνοθετημένων, υπερ-μονταρισμένων ταινιών δράσης, το Drive έρχεται να δοξάσει την αθωότητα ενός κινηματογράφου που χτίζει πάνω στις λιγωτικές σιωπές, χωρίς να γκρεμίζει στις καίριες εκρήξεις αδρεναλίνης.
Φιλμ λατρευτικό μιας απόκληρης κινηματογραφικής μυθολογίας, το μικρό διαμάντι του πολλά υποσχόμενου Δανού σκηνοθέτη έχει τη σφραγίδα εκείνων των ταινιών με προορισμό να αφήνουν εποχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αρνείται τις καταβολές του. Αρκεί μια ματιά στους δεύτερους ρόλους και στις σκανδαλωδώς ευφυείς επιλογές του casting. Ο Albert Brooks, πρώην παραγωγός ταινιών (μαντέψτε το είδος…) και νυν νονός της νύχτας, τσακίζει κόκκαλα σε κάθε μονόλογό του, ενώ η b-movie κληρονομιά γνωρίζει την αποθέωσή της στον καταλλήλως over the top Ron Perlman. Η διαφορά με τις ταινίες του σωρού από όπου και κατάγεται βρίσκεται στον αιματοβαμμένο φαταλισμό που κατοικεί τα σινεμασκόπ κάδρα του και στην απαισιοδοξία που πηγάζει από μία απλή διαπίστωση: για να ταξιδέψεις εκεί που έχουν ήδη φτάσει οι προθέσεις σου, πρέπει να διασχίσεις το δρόμο που πολεμάς.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
(το κείμενο δημοσιεύτηκε στο www.movieworld.gr στις 22/9/2011)
Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Καλημέρα.
"το Drive έρχεται να δοξάσει την αθωότητα ενός κινηματογράφου που χτίζει πάνω στις λιγωτικές σιωπές, χωρίς να γκρεμίζει στις καίριες εκρήξεις αδρεναλίνης."
Συναντηση δύο εντασεων λοιπόν: της εσωτερικής έντασης -εκφραστικότητα των βλεμμάτων και των σιωπών, εσωτερική ευγλωττία των εικόνων- και της εξωτερικής έντασης -δύναμη και οξύτητα της δρασης.
Ιδιαιτερη και τη χρήση των διαστασεων του cinemascope (όπως αναφερατε κι εσεις), που προσφέρεται για σύνθεση και παραθεση γεγονότων και κινησεων στο χώρο. Ο τροπος που συνθετει τις σχεσεις του πρωταγωνιστή με τους υπολοιπους χαρακτηρες ειναι εξαιρετικό δειγμα αυτης της εμφατικοτητας του χώρου (υπαρχει σχεδον παντα ενας κενος χωρος αναμεσα στους χαρακτηρες που καλουνται να καλυψουν, με την κινηση και το πλησιασμα, με βιαια ξεσπασματα, ή με βλέμματα).
Το Body Double δεν το έχω δει (να μια καλή ευκαιρία) ο Mann όμως μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό. Για λίγο όμως διότι μετά έφυγε. Δεν ήθελε να μείνει i guess. Θεωρώ την πρώτη σκηνή τουλάχιστον αριστουργηματική στο χτίσιμό της, αποδεικνύοντας πόσο μεγάλος μάστορας είναι ο Refn. Και πόσο μεγάλος είσαι και εσύ που έκανες τον «Αμερικάνικο» παραλληλισμό ανεβάζοντας την ταινία στα ύψη. Χτες πίστεψα ότι ναι μεν το Drive ελάχιστη σχέση έχει με υπερ-μονταρισμένες ταινίες δράσης, αλλά κάτι έλειπε από την 80’s, εθιστική τελικά, αισθητική της αφήγησης. Πλέον πιστεύω ότι σημάδεψε και πέτυχε ακριβώς εκεί που έπρεπε μέσα μου.
Thanks man..
fidelio,
Εξαιρετική παρατήρηση για τις αποστάσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες και χωροθετικά μιλώντας. Στιλιζαρισμένη μεν, όχι χωρίς ουσία όμως η σκηνοθεσία του Refn.
Chris Z.,
Είναι γεγονός ότι αυτή η ταινία μεγαλώνει μέσα σου μέρες μετά. Εγώ ευχαριστώ μαν, εγώ ευχαριστώ.
το drive είναι για τους λάτρεις της νυχτερινής διαδρομής, των φώτων και των επιγραφών στις άκρες του δρόμου... όμως σε ένα κόσμο σκληρό που δεν αφήνει ελπίδα σε κανένας μετανόημένο...
Δημοσίευση σχολίου