Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

PUBLIC ENEMIES (2009), του Michael Mann


Από την εποχή του The Musketeers of Pig Alley (1912, D.W. Griffith), την οριστική εδραίωσή του στις αρχές του ’30 με την θεμέλια τριάδα (Scarface, The Public Enemy, Little Caesar) και μέχρι τις μέρες μας - έναν ολόκληρο αιώνα μετά, το γκανγκστερικό φιλμ διατηρεί αμείωτη την αίγλη και την απήχησή του στο κοινό. Στο σύμπαν του συγκατοικούν ο κίνδυνος της διαρκώς ετοιμόγεννης βίας και η αφθονία/σπατάλη κάθε είδους. Εκεί βρίσκουν τροφή και έκφραση τα αναρχικά και ανυπότακτα κομμάτια στο ατομικό υποσυνείδητο και η αιώνια λαϊκή ανάγκη για ήρωες και θρύλους. Πέρα από τις όποιες θεωρητικές διαμάχες για την αναγνώρισή του ως ξεχωριστό genre, δε θα ήταν άτοπο να υποστηριχθεί ότι, μετά το western (φυσικά), πρόκειται για το κατεξοχήν κινηματογραφικό είδος. Μόνο στη μεγάλη οθόνη χωρούν οι larger than life χαρακτήρες με τη τολμηρή ζωή και τον μυθικό θάνατο. Mόνο ο συνδυασμός της κάμερας, της μουσικής, των σκηνικών και των κουστουμιών μπορεί να αναδείξει την αστραφτερή πλευρά του υποκόσμου. Οι πρόσφατες προσπάθειες προς ένα πιο ρεαλιστικό γκανγκστερικό φιλμ μπορεί να υπερηφανεύονται για την τιμιότητά τους, ωστόσο καμμιά τους δεν το πέτυχε χωρίς το ανάλογο τίμημα στην αναμέτρησή με το θεατή.

Όλα αυτά μέχρι να αναλάβει δράση ο Michael Mann. Ο σπουδαίος Αμερικάνος δημιουργός παίρνει στο public enemies ενα μεγάλο ρίσκο και βγαίνει θριαμβευτής. Χρησιμοποιεί για σεναριακή βάση όλα τα κλισέ και τις συμβάσεις του είδους, κλείνοντας τα μάτια (και χαμογελώντας σαρδόνια) μπροστά στην εξέλιξη και τη θεωρητική ωρίμανση των crime films. Η ιστορία του John Dillinger είναι ένα χρονικογράφημα με αφηγηματικό στυλ στα πρότυπα των ασπρόμαυρων φιλμ των Warner Bros. Δεν υπάρχει εκείνη η εξαιρετικά υπολογισμένη ανάπτυξη χαρακτήρων που διακρίνει το Heat ή το Collateral και η τίμια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο καλό και το κακό μένει αυτή τη φορά στο βάθος – ο αστυνόμος Melvin Purvis αρκείται στη μικρή γωνία που του άφησε ο πληθωρικός ήρωας του Johnny Depp. Και εδώ έρχεται η φορμαλιστική καινοτομία που σα ξυράφι διαπερνάει όλα τα επίπεδα της ταινίας και φτάνει μέχρι την καρδιά του. Με την υφή του φιλμ (παρά τη δεδομένη μαεστρία του Mann ανεξαρτήτως μέσου), το Public Enemies θα έμοιαζε αφόρητα ρετρό. Στο καθαρό σα κρύσταλλο όμως ψηφιακό βλέμμα του Dante Spinotti, όλα μοιάζουν σύγχρονα και, επομένως, όλα γίνονται αληθινά. Οι μύθοι ζωντανεύουν χωρίς να χάνουν τη γοητεία τους. Τα όνειρα που δε ζήσαμε (αλλά ερωτευτήκαμε) μοιάζουν να χτίζονται από την αρχή, αυτή τη φορά με τα υλικά της καθημερινότητας.

Έτσι απλά, ο σύγχρονος θεατής που πίστευε ότι τα έχει δει όλα, παγιδεύεται στα βασικά σχήματα, τα αναγόμενα στις απαρχές της έβδομης τέχνης. Στέκει σαγηνευμένος και ανίκανος να ξεχωρίσει τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το σινεμά. Μέχρι το ευφυέστατο φινάλε, όταν ο Dillinger θα βρεθεί στη σκοτεινή αίθουσα να χαμογελάει βλέποντας τον Clark Gable στο πανί. Εμπνευστής του κινηματογραφικού ήρωα ή επηρεασμένος από αυτόν; Δεν έχει σημασία. Άλλωστε για τα λίγα λεπτά αυτής της σκηνής, ο Dillinger είναι ταυτόχρονα θεατής και θέαμα: Johnny (Depp) και John (Dillinger). Κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι το Public Enemies είναι η πιο προσωπική εξομολόγηση ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Κι εγκαταλείπεις την δική σου σκοτεινή αίθουσα αισιόδοξος, γιατί υπάρχουν ακόμα ταινίες ικανές να σε μαγέψουν σαν την πρώτη φορά που έκλεισαν τα φώτα και έπεσαν τα γράμματα…

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

6 σχόλια:

argiris-cinefil είπε...

Καλή ταινία, με άρτια παραγωγή κι έναν Τζόνι Ντεμπ ιδιαίτερα φαντεζί. Ομολογώ ότι περίμενα περισσότερα από την ταινία και κυρίως από το Μάικλ Μαν. Όμως δεν φταίει αυτός αλλά το σενάριο που δεν μπήκε ποτέ πιο βαθιά μέσα στα πράγματα, απλά τα κοίταζε από απόσταση και πιο επιφανειακά ώστε να μας δώσουν μια καλοδουλεμένη, εμπορική, χολιγουντιακή ταινία.

Μου άρεσε η προσέγγισή σου για αυτήν την ταινία, ωστόσο όσο μάστορας και αν είναι ο Μαν, κατά την γνώμη μου, δεν μπόρεσε να καλύψει τις αδυναμίες που παρουσίαζε το σενάριό της.

3: Καλή

0: Κακή / 1: Μετριότατη / 2: Απλώς ενδιαφέρον / 3: Καλή / 4: Πολύ καλή / 5: Αριστούργημα

theachilles είπε...

Φίλε Αργύρη, είδαμε διαφορετική ταινία. Για μένα, το Public Enemies δεν είναι όυτε εμπορικό ούτε χολιγουντιανό (με την κοινότοπη χρήση του όρου), ενώ χαρακτηρισμοί όπως φαντεζί δεν θα μου έρχονταν ποτέ στο μυαλό για τον Dillinger του Depp. Στα μάτια μου, τούτο το φιλμ είναι η προσωπική εξομολόγηση του Mann για τη σημασία της Τέχνης του, σε ένα εντελώς προσωπικό (γι αυτό και εν τέλει καθολικό) επίπεδο. Σκηνές σαν το φινάλε εδώ, δεν έχω βιώσει πολλές φορές σε αίθουσα. Η άποψη που εκφράζεις στο σχόλιο, αν και καθόλα σεβαστή (εννοούνται αυτά μεταξύ μας, σωστά;)είναι και η ανάγνωση εκείνη που πίστευα θα ήταν και η συχνότερη για την ταινία ανάμεσα στους σινεφίλ. Προσωπικά, όμως, είδα κάτι άλλο εκεί. Θα ήμουν εξαιρετικά χαρούμενος, λοιπόν, αν έπειθα με το κείμενό μου τον οποιονδήποτε να ξαναδεί την ταινία και να επαναπροσδιορίσει τη σημασία της στη φιλμογραφία ενός εκ των σπουδαιότερων εν ζωή δημιουργών.

theachilles είπε...

Και φυσικά δεν την είδα σαν ταινία σεναρίου, όπως μάλλον κατάλαβες. Μη ξεχνάς ότι ο Mann συνέγραψε το σενάριο εδώ.

Annie_Hall είπε...

Αχιλλέα, μου τη δίνει άσχημα αυτό που κάνεις. Γράφεις τόσο ωραία για ταινίες που αγαπάς που με κάνεις να τις ξαναβλέπω και συνήθως να αλλάζω γνώμη προς το καλύτερο. Η προπαγάνδα δεν θα περάσει!

Εδώ έχουμε να κάνουμε για μια ταινία που με έκανε να περάσω τρομερά καλά, να αγοράσω το DVD, να θυμάμαι αρκετές σκηνές. Αλλά δεν μπορώ να μοιραστώ τον ενθουσιασμό σου. Όμως την κρατάω σε πολύ υψηλή θέση στην καρδιά μου για τη σκηνή μεταφοράς του Dillinger(δεν θύμιζε λίγο σταρ του σινεμά προς το κόκκινο χαλί; -για να είμαι και κοντά στο κείμενό σου-), το εκπληκτικό φινάλε και την τελευταία σκηνή της Cotillard που ήταν υπέροχη και όλα όσα περίμενα να δω από εκείνη στο Inception αλλά δεν τα έδειξε!

argiris-cinefil είπε...

Βρε την ίδια ταινία είδαμε, απλά εσένα σου μίλησε-σε άγγιξε με διαφορετικό τρόπο. Μου αρέσει να βλέπω να παθιάζονται με μια ταινία, άσχετα εάν εγώ συμφωνώ η όχι. Για το φινάλε θα συμφωνήσω μαζί σου, ήταν υπέροχο και αποτελεί σεκανς ανθολογίας. Μπροστά από τα “καλοδουλεμένη, εμπορική, χολιγουντιακή ταινία” θα ήθελα να βάλω την λέξη “καλλιτεχνική” γιατί πρώτα είναι αυτό και μετά όλα τα άλλα, πάντα σύμφωνα με ‘μένα. Τον Μάικλ Μαν τον έχω σε πολύ μεγάλη εκτίμηση και τον θεωρώ, μαζί με τους Φίντσερ, Κοέν, Μπάρτον, από τους καλύτερους σκηνοθέτες που βγήκαν από την δεκαετία του ’80 κι έπειτα. Όχι το κατάλαβα ότι δεν την είδες σαν ταινία σεναρίου. Απλά εγώ έδωσα μεγαλύτερη βάση στο σενάριο και όχι στην κατά τα άλλα άψογη κινηματογράφηση του Μαν.

theachilles είπε...

annie,
περιμένω γνώμη επαναπροβολής!! Μην αργείς! Και ευχαριστώ...

argiris,
Γουστάρω πολύ Fincher, οι Κοέν είναι φοβεροί, αλλά ο Mann ανήκει σε άλλο επίπεδο. Τεράστιος. Αν το ξαναδείς, ξέχνα το σενάριο. Θα παρασυρθείς...

Δημοσίευση σχολίου