Σάββατο 28 Αυγούστου 2010
INCEPTION (2010), του Christopher Nolan
Υπάρχει μία σαφέστατη συνέχεια στην προβληματική του Christopher Nolan, όπως αυτή αναπτύσσεται στη θεματολογία των ταινιών του μέσα στο χρόνο. Στην ουσία πρόκειται για μια μελέτη της σχέσης του κινηματογραφικού μέσου με τον θεατή και κατ’ επέκταση της δύναμης του σκηνοθέτη – δημιουργού. Στο Prestige, o τελευταίος παραλληλίζεται με έναν μάγο, έναν ταχυδακτυλουργό που δεν εξαντλεί ποτέ τους άσσους που κρύβει στα μανίκια, όντας έτσι διαρκώς σε θέση να εκπλήξει και να ξαφνιάσει το κοινό του. Στο Memento καταπιάνεται με το ζήτημα της μνήμης ως αναγκαίο (αλλά όχι επαρκή;) όρο για οποιαδήποτε δημιουργία (συνεπώς και της καλλιτεχνικής). Στο Inception, που αποτελεί το αναμφισβήτητο magnum opus του (τουλάχιστον μέχρι το επόμενο), ο Αμερικανός σκηνοθέτης προσπαθεί να διεισδύσει στη φύση και τους μηχανισμούς του ονείρου. Οι ομοιότητές του με την τέχνη του κινηματογράφου είναι καταφανείς: ως πρώτο υλικό χρησιμοποιούνται οι εικόνες, σε μία σύνθεση που αποτελεί δημιουργική ανάπλαση πραγματικών (μνήμες) και φανταστικών (σκέψεις, επιδιώξεις, κα) στοιχείων, όπως αυτά έχουν συσσωρευτεί στην αχανή και απροσδιόριστη περιοχή του υποσυνείδητου και υπακούοντας σε ένα εντελώς ιδιότυπο χρονικό σύστημα. Μελετώντας τη δομή του ονείρου, ο Nolan επιχειρεί μια αποδόμηση της κινηματογραφικής αφήγησης όπως τη γνωρίσαμε, σε μια προσπάθεια δημιουργικής επαν – εφεύρεσής της. Και με αυτήν την έννοια, το Inception (όπως και σε μικρότερο βαθμό οι προηγούμενες ταινίες του) αποτελεί μια ιστορική αναγκαιότητα στο σινεμά, η «παρέμβαση» της οποίας δεν αποκλείεται να αποδειχτεί σωτήρια.
Με το πανέξυπνο εύρημα του ονείρου μέσα στο όνειρο, το φιλμ μαρτυρά την πρόθεσή του να φιλοσοφήσει πάνω στις κατασκευαστικές αρχές ενός κινηματογραφικού έργου (μια ταινία μέσα στην ταινία). Εξερευνώντας τα επίπεδα της ονειρικής καταβύθισης, φανερώνει εκείνα μιας ταινίας και ταυτόχρονα προ(σ)καλεί τον θεατή μαζί του – το ταξίδι αυτό είναι ασφαλώς δύσκολο και σίγουρα όχι κατάλληλο για τον καθένα. Ουσιαστικά πρόκειται για μια έρευνα πάνω στα όρια του σινεμά, στη δύναμη της πειθούς ενός φιλμ και στο βαθμό που μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στο συνειδητό και το υποσυνείδητο του θεατή. Το Prestige είχε σε μεγάλο βαθμό προϊδεάσει για το τι θα επακολουθούσε και, όντως, το Inception τολμά κάτι ριζοσπαστικό. Επιχειρεί να ανοίξει διάλογο με τον θεατή, του παρέχει έναν ρόλο ενεργητικό και αναγνωρίζει ότι με τη στάση του, εκείνος τελικά, θα καθορίσει το βαθμό επιτυχίας ή όχι του ίδιου του έργου. Οι ήρωές του κατεβαίνουν το ένα μετά το άλλο τα επίπεδα του λαβυρίνθου, λες και περιμένουν να δουν μέχρι ποιο σημείο μπορεί να τους ακολουθήσει ο θεατής. Η ιδέα του Nolan κάθε επίπεδο να κινείται στο δικό του, διαφορετικό χρόνο, δίνει την ευκαιρία για μια νέα επαναστατική χρήση του cross cutting – γεγονότα που συμβαίνουν ταυτόχρονα αλλά όχι σύγχρονα, πλήρης ανακολουθία του αντικειμενικού με τον βιωμένο χρόνο. Η εμπειρία του τελευταίου είναι πρωτίστως ψυχολογικής τάξεως. Στα όνειρα, όπου το συνειδητό έχει αποσυρθεί, κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό ανεμπόδιστα (σε πέντε λεπτά ύπνου χωράνε ώρες και ώρες ονειρικής αφήγησης). Με ανοιχτά τα μάτια, μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να προσεγγίσει το φαινόμενο αυτό: ο σκηνοθέτης χειρίζεται το φιλμικό χρόνο μοιράζοντας συναισθηματικές, ψυχολογικές και νοητικές κατευθύνσεις στο θεατή – το πλέον προφανές παράδειγμα είναι ο μηχανισμός του σασπένς, η επιμήκυνση μιας στιγμής για την κορύφωση της αγωνίας.
Τα επίπεδα του ονείρου που εξερευνούν οι χαρακτήρες της ταινίας για χάρη της επικίνδυνης αποστολής τους δεν μπορούν παρά να παραπέμπουν στα επίπεδα μιας δουλεμένης, αφηγηματικής ταινίας. Η πρώτη επαφή είναι η αισθητική, δίνοντας τη θέση της στη συναισθηματική – ψυχολογική, για να καταλήξει στο τελευταίο στάδιο, το νοητικό. Φυσικά, δεν ενδιαφέρεται (ή δεν μπορεί) ο κάθε θεατής να ακολουθήσει αυτήν την πορεία, η οποία δεν είναι καινούρια και υφίσταται από τις απαρχές του αφηγηματικού σινεμά (όπου φυσικά υπάρχει και ενδιαφέρον από τον σκηνοθέτη να χτίσει μια τέτοια διαδρομή, ούτε αυτό συμβαίνει πάντα βλέπετε), αλλά ίσως εδώ, για πρώτη φορά γίνεται μέσω της πλοκής μια τόσο φανερή χαρτογράφηση της σχέσης ενός φιλμ με τον κάθε θεατή ατομικά. Η παραπομπή στη τριμερή διάκριση της ανθρώπινης ψυχής από τον Πλάτωνα είναι αναπόφευκτη: λογιστικό, θυμοειδές και επιθυμητικό. Το προβάδισμα δίνεται στην νόηση μέσω της οποίας το άτομο μπορεί να ξεπεράσει τη φενάκη του αισθητού κόσμου και να συλλάβει τις ιδέες στην καθαρή, πρωτογενή τους μορφή. Η αντίστιξη ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και τις κάλπικες προβολές του είναι, άλλωστε, ένας ακόμα προβληματισμός του φιλμ. Αν το δυϊστικό, ιεραρχικά μεταφυσικό σύστημα του φιλοσόφου διέκρινε σαφέστατα ανάμεσα στις ιδέες και τις ορατές στον άνθρωπο σκιές τους, ο κεντρικός ήρωας του Inception βρίσκεται μπλεγμένος κάπου στη μέση καθώς αρνείται να δεχτεί την απατηλή πραγματικότητα του ονείρου ως τέτοια. Η αιτία δεν είναι άλλη από την μνήμη, τη συνεπακόλουθη ενοχή και την αγάπη που με νύχια και με δόντια προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή. Και αν η θεματική σύνδεση με τα προηγούμενα φιλμ του Nolan γίνεται άμεσα αντιληπτή, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του θαυμάσιου πρωταγωνιστή, Leonardo DiCaprio. Η σύγχυση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, την αλήθεια και το ψέμα, ως μηχανισμός αντιμετώπισης της καταστρεπτικής θύμησης και της ανακυκλούμενης ενοχής, αποτελεί κοινό τόπο για τον Cobb του Inception και τον Teddy του Shutter Island φέρνοντας στην επιφάνεια το εξής ερώτημα: εκτός από σκηνοθέτες, μήπως έχουμε να κάνουμε και με auteur ηθοποιούς (στο πλαίσιο της δημιουργικής ανάπτυξης ενός κινηματογραφικού χαρακτήρα);
Δυστυχώς, η επιλογή του σκηνοθέτη για υιοθέτηση των αρχών ενός blockbuster, ενώ αναδεικνύει το αξιοθαύμαστο του κατορθώματος, ταυτόχρονα φανερώνει και τα εγγενή όρια του φιλμ. Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ως και επαναστατικές ιδέες καταπνίγονται από έναν ασταμάτητο και κουραστικό σαματά κυνηγητών και δράσης, ενώ η διαλογική φλυαρία του σεναρίου αλλά και της μουσικής θολώνει τον προβληματισμό του. Τα εφέ είναι εντυπωσιακά και, όπως έχει αποδείξει και στο πρόσφατο παρελθόν, ο Nolan μπορεί να χορογραφήσει τις σκηνές με έναν μοναδικό τρόπο. Άλλωστε, είναι προφανές ότι δεν ενέδωσε στις επιταγές του εμπορικού κινηματογράφου των multiplex από πίεση, αλλά από ξεκάθαρη επιλογή. Και πρέπει να αναγνωριστεί το επίτευγμά του: ίσως έχουμε να κάνουμε με το τέλειο blockbuster, με την ταινία που στο μέλλον θα αποδειχτεί ότι έσωσε αυτό το ταλαιπωρημένο είδος . Έτσι, το Inception καταλήγει ως κινηματογραφικό μανιφέστο να κλίνει περισσότερο προς το Matrix παρά προς το Citizen Kane. Δεδομένης της συνταγής της hi-tech, pop αισθητικής που κρύβει βαθύτερους, σχεδόν ελιτίστικους προβληματισμούς, η αναμενόμενη ευρεία απήχηση του φιλμ μόνο ευεργετική μπορεί να αποδειχτεί για την έβδομη τέχνη.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
20 σχόλια:
Βρε Αχιλλέα,γιατί είμαι βέβαιος ότι αν τελικά υποκύψω και πάω να δω την ταινία,το κείμενό σου θα μου φανεί καλύτερο απ'αυτήν; Δεν γνωρίζω αν ο Νόλαν ξέρει να σκηνοθετεί(μάλλον ξέρει,απ'ό,τι λέτε),αλλά εσύ σίγουρα ξέρεις να γράφεις!
Ετερώνυμος,
ευχαριστώ πάρα πολύ για τον καλό σου λόγο, αν και η αλήθεια είναι ότι η ταινία είναι αυτή που γεννάει τις σκέψεις.
Και γω πιστεύω ότι δε θα ενθουσιαστείς, αλλά να ξεκαθαρίσω κάτι. Σε καμία περίπτωση δεν συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό που επικρατεί για το Inception. Κατάφερε να με κουράσει με την παραφορτωμένη δράση της, αποσπώντας την προσοχή από τις άκρως ενδιαφέρουσες ιδέες της. Και, πίστεψε, δεν είχα καταφέρει ποτέ να ενθουσιαστώ με κάποια από τις προηγούμενες ταινίες του Nolan. Οι ιδέες του Following, του Memento και, κυρίως, του Prestige ήταν άκρως ενδιαφέρουσες, αλλά συνολικά καμία ταινία του δεν με έκανε να τον λατρέψω (με αποκορύφωμα την αφόρητη πλήξη του περίφημου Dark Knight). Ομολογώ ότι το Inception καταφέρνει περισσότερα κυρίως γιατί κάτω από την γυαλιστερή του επιφάνεια, έχει μπόλικη ουσία. Αλλά μέχρι εκεί. Είναι ένα τέλειο blockbuster κατάλληλο και για ...σκεπτόμενους, αλλά παραμένει blockbuster.
Συμφωνώ κυρίως με την τελευταία παράγραφο. Ερώτηση: η σύγκριση με το Citizen Kane πώς προέκυψε;;;
Τελείως αυθαίρετα, ίσως από μία εσωτερική παρόρμηση να μπουν τα πράγματα στη "θέση" τους γιατί έχουμε κατακλυστεί από υπερβολικές δηλώσεις για το Inception.
Θα ήθελα να ακούσω την ολοκληρωμένη σου άποψη για την ταινία.
Η άποψή μου βρίσκεται στο blog μου όπου και κάνω κριτική:
http://cinessence.blogspot.com/2010/08/inception.html
Καλημέρα.
επειδή είδα την ταινία, θα πω ότι το κείμενό σου είναι πιό καλό απ ό,το αξίζει το Inception.
Για τη σχέση του κινηματογραφικόυ μέσου με το θεατή, την αποδόμηση και την επανεφέυρεση, δε νομίζω οτι είναι αποκλειστικότητα ή πρωτοτυπία που μπορεί να χρεωθεί στον Νolan, αλλά πολύ παλιότερη. Απο το rear window του Χιτσκοκ, μέχρι την Persona του Bergman (όπου ακόμα και η παντοδυναμία του σκηνοθέτη ραγίζει, αναδεικνύοντας την ιδιότυπη αυτονομία της ζωής του έργου τέχνης που ξεπερνά τον δημιουργό του) και τις ταινίες του Goddard, αυτή η σχέση ανατέμνεται ολοένα και βαθύτερα. Πώς εννοείς την "ιστορική αναγκαιότητα" του Inception?
Νομίζω ότι τα όσα γράφεις για τις κατασκευαστικές αρχές του κινηματογράφου, ή την έρευνα πάνω στο σινεμα, διάλογος με τον θεατή, ενεργητικός ρόλος του θεατή, τριμερής χωρισμός της ψυχής κλπ. πέραν του ότι επίσης υπάρχει στις ταινίες που ανέφερα παραπάνω (άρα προγενέστερα του Nolan) είναι περισσότερο σκέψεις με αφορμή την ταινία και όχι πάνω στην ταινία, ή πολύ περισσότερο μέσα στην ταινία. Το σινεμα είναι πρωτίστως οπτική τέχνη και το Inception απλώς αφηγείται λεκτικά (o Nolan βάζει τους χαρακτήρες του να μας ανακοινώσουν -κοινώς με τους υπότιτλους- την ιδέα της εμφύτευσης) την εξαιρετικά πρωτότυπη ιδέα του. Αλλά το οπτικό μέρος της υποκύπτει στο γλίστριμα προς την blockbuster συνταγη, παρά συμπληρώνει ή ακόμα και ξεπερνά το αφηγηματικό μέρος (κάτι που συμ΄βαινει επίσης στην Persona ή στον Πολίτη Κέιν).
η ομοιότητα του Cobb στο Inception και του Teddy του Shutter Island είναι προφανής.Εντούτοις, η καταβύθιση και η αίσθηση κλειστότητας και εσωτερικής πάλης ανάμεσα σε πραγματικότητα, μνήμη, επιθυμία είναι σαφώς μεγαλύτερη στον Σκορτσέζε (είναι τυχαίο ότι στο Shutter Island, στο Aviator, στις Συμμορίες, μέχρι και στον Ταξιτζη, υπάρχει σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής μιλά στον εαυτό του μπροστά στον καθρέφτη προσπαθώντας να τον "τραβήξει" στην επιφάνεια της παραγματικότητας; ).
εν τέλει θα συμφωνήσω με την τελευταία σου παράγραφο. Μια εξαιρετική ιδέα αδικείται από το καταιγιστικό μοντάζ ειδικότερα στο δέυτερο μισό της ταινίας. Υπάρχει μια τάση του Hollywood προς την μονόπλευρη ανάπτυξη εξωτερικής δράσης και βίας που πνίγει την εσωτερικότητα της σκέψης των ταινιών (κάτι αντιστοιχο νομίζω συνέβη και στο Matrix).
επειδή το Inception κινείται σε αυτό το δρόμο, δνε ξέρω τελικά πόσο ευεργετική θα είναι η απήχησή της για την έβδομη τέχνη.
Αχιλλέα ξέρεις τι είναι αυτό που μου αρέσει πάντα στα κείμενά σου; Το πόσο κινηματογραφικά αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα! Πάντα βρίσκεις "ομοιότητες με την τέχνη του κινηματογράφου"!
Από εκεί και πέρα ψιλοδιαφωνούμε καθώς προσωπικά το λάτρεψα. Αφηγηματικά μου άρεσε πολύ, καθώς μοιάζει να ξεδιπλώνει ένα κουβάρι και ακολουθώντας το ο θεατής σχεδόν δεν αντιλαμβάνεται σε τι λαβύρινθο έχει βρεθεί. Α και βρήκα εξαιρετικά διασκεδαστικό τον μπλοκαμπαστερικό καταιγισμό :)
fidelio,
θα προσπαθήσω να απαντήσω σημείο - σημείο στο περιεκτικό σου σχόλιο, αφού σ'ευχαριστήσω για τον καλό λόγο στην αρχή του.
Δεν νομίζω ότι απέδωσα κάποια αποκλειστικότητα ή πρωτοτυπία στον Nolan για τη σχέση κινηματογράφου - θεατή και για την (απόπειρα) αποδόμηση(ς) της κινηματογραφικής αφήγησης. Για το πρώτο, μέχρι και ερασιτεχνικά μικρού μήκους ξέρω που να ασχολούνται με το θέμα. Για το δεύτερο, αν το Inception ήταν το πρώτο φιλμ που θα πειραματιζόταν με την αφήγηση, τότε το σινεμά θα είχε μείνει στις αρχές του Porter. Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, γιατί αυτό αποκλείει την ιστορική αναγκαιότητα του Inception. Είναι σα να λες πως επειδή βγήκε ο Pierrot το '65, η Persona ένα χρόνο αργότερα ήταν περιττή. 'Η ότι και τα δύο ήταν περιττά αφού μια δεκαετία πριν είχε γυρίσει ο Hitch το Rear Window. Οι ταινίες που αναμετρώνται με τα δεδομένα της εποχής τους (όπως έχουν διαμορφωθεί από όσες ταινίες έχουν προηγηθεί, προφανώς) και επιχειρούν να κάνουν ένα βήμα παραπέρα είναι πάντα ευπρόσδεκτες. ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν κάνω καμία σύγκριση καλλιτεχνικής αξίας των αναφερόμενων στο σχόλιο φιλμ με το Inception - άλλες ταινίες, άλλη κλάση, εαν θες. Ωστόσο, το blockbuster ως είδος κινηματογράφου (και όχι είδος φιλμ με την έννοια του genre) υφίσταται ως μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Και το Inception προχωράει παρακάτω αυτό το είδος κατά τη γνώμη μου, με μεγάλη απήχηση στο κοινό, κάτι που θα επιφέρει αποτελέσματα (θετικά ή αρνητικά, απομένει να δούμε) στο σινεμά ως σύνολο. Αυτή είναι η ιστορική αναγκαιότητα που βλέπω στο φιλμ.
Παραπάνω νομίζω ότι απαντάω και στο κατά πόσον τα ίδια θέματα υπάρχουν και σε παλαιότερες ταινίες (προφανώς και υπάρχουν). Δεν είναι υπέροχο όμως που τις βλέπεις σε ένα blockbuster που θα φέρει πολύ κόσμο στις αίθουσες; Άσχετα με τα εγγενή στο είδος προβλήματα, τα οποία άλλωστε αναγράφω και στο κείμενό μου (δεν έκρυψα ποτέ ότι σε πολλά σημεία βαρέθηκα στην προβολή της).
Δεν μπορώ να είμαι στο μυαλό του Nolan, ούτε υποστηρίζω ότι το κάνω. Κάποιες σκέψεις γεννήθηκαν σε μένα βλέποντας το έργο του, θα ήμουν αφελής να υποστήριζα ότι αυτό είναι τυχαίο και ότι η δομή και το θέμα του Inception βγήκαν αυτόματα. Ειδικά από τη στιγμή που ο Nolan κάνει αυτό το σινεμά από επιλογή, δεν μου δίνει καμία αφορμή να τον υποτιμήσω.
Για το πόσο το σινεμά είναι πρωτίστως οπτική τέχνη, σηκώνει κουβέντα. Ας πούμε ότι συμφωνώ στο τέλος - τέλος. Ο τρόπος που γυρίστηκε το Inception είναι καθρέφτης των ίδιων ιδεών που οι (συμφωνώ, παραφορτωμένοι) διάλογοι εκφράζουν. Το παράδειγμα του cross cutting είναι εντυπωσιακό. Συμφωνώ ότι δε γίνεται ένα άλμα επιπέδου Persona ή Kane, αλλά και αυτό που είδα δεν το περίμενα από μία τόσο εμπορική κατά τ'άλλα ταινία.
Δεν το συζητάω ότι συμφωνώ πέραν κάθε αμφιβολίας για τη σύγκριση Inception και Shutter Island. Τη γνώμη μου για το τελευταίο νομίζω την έχεις ακούσει πολλάκις και σε αυτό το blog, άλλο επίπεδο ταινίας και προβληματισμού.
Συμφωνώ και με την τάση του hollywood την οποία αναφέρεις, και στην οποία υποκύπτει και το Inception. Ωστόσο, ας μην κατεδαφίζουμε την ταινία. Είναι καλύτερο από το Matrix και από τον υπόλοιπο σωρό, δεν υπάρχουν καλά - καλά ταινίες "σινεφίλ" κατευθύνσεως που να φέρουν τόσες πολλές και ενδιαφέρουσες ιδέες, πόσω μάλλον blockbuster. Οπότε, είμαι αισιόδοξος ότι θα φέρει κόσμο και σε πιο υποψιασμένα κινηματογραφικά μονοπάτια, κανείς δεν ξεκίνησε στα δέκα του με Bergman.
annie hall,
Ευχαριστώ καμάρι, ίσως είναι η εμμονή του. Να ψιλοδιαφωνήσω με το ότι δεν αντιλαμβάνεται ο θεατής σε τι κουβάρι είναι. Η ταινία είναι υπερεπεξηγηματική αν και φλύαρη, κάτι που φυσικά βοηθάει το πρώτο μέρος της να επιδεικνύει μία αξιοθαύμαστη αφηγηματική πυκνότητα.
theachilles..
Έθεσες τα πράγματα σε μια θέση και με μια σειρά τετοια που δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σου. Δεν διαφωνώ καθόλου με το ότι ως blockbuster (την πραγματικότητα του οποίου ασφαλώς και αναγνωρίζω),με δηλωμένη την τέτοια πρόθεση του σκηνοθέτη, ίσως να πάει ένα βήμα παραπέρα το είδος (όπως το εννοείς).
Ευχαριστώ για την απάντηση και καλή συνέχεια:-)
Πραγματικα πολυ ωραιο το κειμενο αλλα διαφωνησω..η ταινια ηταν πολυ κακο για το τιποτα..
Τίποτα σπουδαίο η ταινία έως βαρετή. Περίμενα πραγματικά εκπληκτικό σενάριο αλλά είναι αρκετά προβλέψιμο και ανούσιο. Έργα του είδους έχουμε δει αρκετά κάνοντάς το σαφέστατα μη πρωτότυπο. Αναφέρω για παράδειγμα τα Dreamscape, Last Year at Marienbar κι ίσως και το Βιοτεχνία ονείρων του Τάσου Μπουλμέτη. Τα εφέ, χαρακτηριστικά του Νόλαν, μας απογειώνουν αλλά είναι απλά εφέ με κουραστική μάλιστα μουσική. Που είναι το στόρυ που θα μας ξεσηκώσει; Ο Ντι Κάπριο εμφανίζεται βολεμένος από την επιτυχία του Shutter Island και ερμηνεύει απελπιστικά τον ίδιο χαρακτήρα. Ίσως έπειτα από την εξάντληση των δύο υπερπαραγωγών δεν μπήκε στον κόπο να εξετάσει καλά τον νέο του ρόλο. Έχει βγει και παρωδία της ταινίας στο youtube, τρελό γέλιο!
Το Inception είναι από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει. Την βρήκα ψαγμένη, έξυπνη, πυκνή και καλοσκηνοθετημένη.Μου άρεσε πολύ όλο το concept περί ονείρων και οι ηθοποιοί. Ο Nolan έχει αποδείξει ότι ξέρει τι κάνει
Φραγκοkill,
χαίρομαι για τον πόνο που βγάζεις με την επιλογή ψευδωνύμου :P. Δε συμφωνώ προφανώς με το αφοριστικό "πολύ κακό για το τίποτα", υπάρχουν πάρα πολλά κάτω από την επιφάνεια του Inception σε βαθμό που να το αναλογίζομαι ως χαμένη ευκαιρία για κάτι πραγματικά αξέχαστο. Ευχαριστώ για τον καλό λόγο.
lne,
Δεν νομίζω ότι μπορείς κάποιος αβίαστα να χαρακτηρίσει το φιλμ προβλέψιμο και ανούσιο. Ίσως η υπερεπεξηγηματικότητά του να έκλεψε κάτι από το στοιχείο της έκπληξης, αλλά σίγουρα όχι σε μεγάλο βαθμό. Με το βαρετή θα συμφωνήσω περισσότερο, αλλά και πάλι μόνο για συγκεκριμένα σημεία του. Δε σχολιάζω καν τη σύγκριση με αβάσταχτες μετριότητες όπως το Dreamscape και Βιοτεχνία Ονείρων. Για το Μάριενμπαντ, δε νομίζω ότι η στόχευση των δύο ταινιών είναι η ίδια. Κάτι άλλο είχε στο μυαλό του ο Resnais, πολύ περισσότερα από το Nolan, αλλά είναι μάλλον άδικο να κρίνουμε το Inception απέναντι σε μία από τις σπουδαιότερες δημιουργίες από καταβολής κινηματογράφου, δε νομίζεις; Όσο για τον DiCaprio, απλά απορώ που τον είδες βολεμένο. Προφανώς υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, αλλά δε βλέπω γιατί αυτό είναι απαραίτητα κακό. Προσωπικά, ξεβολεύτηκα παρακολουθώντας τον..
Πολύ καλή κριτική -την διάβασα αφού είδα την ταινία.
Συμφωνώ μαζί σου ,κάποιες πολύ καλές ιδέες ''πνίγονται'' από την καταιγιστική δράση που μόνο κακό έκανε στην ταινία.
Καλησπέρα, μόλις ανακάλυψα το blog σας και έχω να δώσω πολλά συγχαρητήρια για τα πολύ όμορφα κείμενα σας...Σε ο,τι αφορά το συγκεκριμένο φιλμ, Φαίνεται πως δίνει άφθονες ποσότητες τροφής για σκέψη...
Παραθέτω το δικό μου κειμενάκι από το φρεσκοδημιουργημένο blog μου. Αν μπείτε στον κόπο να το διαβάσετε θα δείτε πως συμφωνούμε σε πολλά σημεία, κάτι που με χαροποιεί πολύ... Πλάτωνας και Freud σε αυτή την περίπτωση αποτελούν συνδιαλεγόμενες οπτικές. Νιώθω πως η ταινία βιώθηκε με παρόμοιο τρόπο και από τους δυο μας.
Ίσως τελικά το τοτέμ να μη σταμάτησε να γυρίζει…
Με αφορμή τις δύο τελευταίες ταινίες του Di Caprio, Shutter Island και Inception¸ θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως, κινηματογραφικά, είναι σε εξέλιξη μια επιστροφή στα ’70, σε σχέση με το τι θεωρείται φρικιαστικό αλλά και γοητευτικό. Το μεταφυσικό δίνει τη θέση του στην παράνοια και τα στοιχειωμένα σπίτια στα κατειλημμένα από δαίμονες μυαλά. Ίσως τελικά στην εποχή μας, με τις τόσο εύθραυστες ισορροπίες, η ψυχική ασθένεια να αποτελεί το μεγαλύτερο φόβο όλων. Στις δύο παραπάνω ταινίες, ο επί της θεμελιώδους ουσίας ίδιος βασικός χαρακτήρας, μετά από το χαμό της συντρόφου του, άλλοτε υποκύπτει στα τραύματά του και άλλοτε, μέσα από διάφορα στρώματα επανορθωτικών εμπειριών αναδομείται ριζικά.
Ενώ στο Shutter Island εισχωρούμε μέσα από δαιδαλώδη διαδρομή στο αμετάκλητο του τραύματος στον ήρωα, στο Inception η διείσδυση και ή επίδραση στον ανθρώπινο νου δεν γίνεται τρομακτική, αλλά απολαυστική, λυτρωτική, θεραπευτική και περιπετειώδης. Σε μια εποχή εσωστρέφειας, αναδίπλωσης και ανάγκης αυτοανάλυσης, φυσικό και το σινεμά να συγχρονίζεται.
Σε ο,τι αφορά ειδικότερα το Inception, πρόκειται για μία ταινία εξαιρετικά εσωτερική, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο λόγω των εντυπωσιακών ειδικών εφέ που περιέχει. Μοιάζει, κάτω από ένα άλλο, πιο κλινικό πρίσμα, για ένα μεγάλων προεκτάσεων (οπτικών και σεναριακών) σχόλιο πάνω στο πώς η ψυχανάλυση ή γενικότερα η ψυχοθεραπεία μπορεί να κάνει ένα λαβωμένο άνθρωπο ικανό να κοιτάξει τον εαυτό του και πάλι.
Όλο το επίκεντρο είναι ο Cobb, ο οποίος αδυνατεί, μετά από μια σειρά προσπαθειών με ολέθρια αποτελέσματα, να καθρεπτιστεί στα μάτια των παιδιών του. Ίσως το όλο εγχείρημα να πρόκειται, τελικά, για την παρέμβαση στο ασυνείδητό του από τον πατέρα του, πιο έμπειρο και σοφό, κουρασμένο από το να βλέπει την προοδευτική κατάρρευσή του. Σκοπός, η συμφιλίωση με μια υποφερτή πραγματικότητα. Συνοδοιπόρος στη βουτιά στα επικίνδυνα η φρέσκια νεοφώτιστη φοιτήτρια, άκαυτη ακόμα από τη ζωή.
Οι υπόλοιποι χαρακτήρες, σοφά τοποθετημένοι, αποτελούν προβολές του υποσυνείδητου του: Φορείς της χρήσης ουσιών, μιας επαγγελματική πρόκλησης- κίνητρο για μια βουτιά στα βαθιά. Εδώ ίσως υποκρύπτεται και ένα έμμεσο σχόλιο του Nolan για την ψυχοθεραπεία, όπου η χρηματική συνδιαλλαγή συμβολίζει μια κοινωνικώς αποδεκτή δικαιολογία-κίνητρο για να βοηθήσει κανείς (ψυχοθεραπευτής-inceptor) τον άλλον ή, έμμεσα, τον εαυτό του να ανακατασκευάσει το παρελθόν του.
Τα παραπάνω οδηγούν τον Cobb να ξαναγυρίσει για να πάρει ουσιαστικά την Mal πίσω, εκεί που ήταν νέοι, όπως χαρακτηριστικά λέει στο τελευταίο επίπεδο συνειδητότητας στον Saito. Ως εξιλέωση για το ότι άφησε οι δυο τους να γεράσουν αλλά τελικά η Mal να ξυπνήσει στην πραγματικότητα νεκρή πνευματικά.
Ο Nolan παίζει με τα τρία επίπεδα συνειδητότητας: συνειδητό, υποσυνείδητο, ασυνείδητο, υποδεικνύοντάς τα στον θεραπευόμενο (την προβολή του υποσυνειδήτου του Cobb, Fischer) μέσω της αφορμής της έναρξης της ιδέας: Οι φράσεις από το φιλμ είναι ξεκάθαρες: Σε ένα συνειδητό επίπεδο η ιδέα είναι: «θα διαλύσω την εταιρεία του πατέρα μου». Σε ένα δεύτερο, υποσυνείδητο επίπεδο: «θα αντιταχθώ στην επιθυμία του πατέρα μου να συνεχιστεί η εταιρεία». Σε τελικό, ασυνείδητο επίπεδο: «Δε θα ταυτιστώ με τον πατέρα μου».
Η έλλειψη ταύτισης θα δημιουργούσε για την προβολή του Cobb χρόνιες ενοχές. Οι ίδιες ενοχές που προκαλούνται από το ότι δεν ταυτίζεται με την επιθυμία του πατέρα του να μείνει πιστός στις ηθικές αρχές για την ανιδιοτελή χρήση της έναρξης ιδέας. Μετά την έναρξη της ιδέας, ή τη θεραπεία, το ασυνείδητο επίπεδο τροποποιήθηκε ως εξής: «θα ταυτιστώ με την επιθυμία του πατέρα μου, διότι συμπίπτει με τη δική μου. Δε θα ταυτιστώ μαζί του, αλλά ούτε και ο ίδιος το επιθυμεί».
Η έλλειψη ταύτισης θα δημιουργούσε για την προβολή του Cobb χρόνιες ενοχές. Οι ίδιες ενοχές που προκαλούνται από το ότι δεν ταυτίζεται με την επιθυμία του πατέρα του να μείνει πιστός στις ηθικές αρχές για την ανιδιοτελή χρήση της έναρξης ιδέας. Μετά την έναρξη της ιδέας, ή τη θεραπεία, το ασυνείδητο επίπεδο τροποποιήθηκε ως εξής: «θα ταυτιστώ με την επιθυμία του πατέρα μου, διότι συμπίπτει με τη δική μου. Δε θα ταυτιστώ μαζί του, αλλά ούτε και ο ίδιος το επιθυμεί».
Για τον Cobb, τελικά, τα τρία επίπεδα συνειδητότητας γίνονται:
«Δεν μπορώ να αντικρύσω τα παιδιά μου στα μάτια, αποφεύγω την επαφή μαζί τους αφού με κυνηγάει η αστυνομία».
«Δεν μπορώ να τα αντικρύσω, μου θυμίζουν ότι είμαι η αιτία που αυτοκτόνησε η γυναίκα μου, με κυνηγούν οι τύψεις μου».
«Έχω ενοχή γιατί παράκουσα τον πατέρα μου και δεν ταυτίστηκα μαζί του, χρησιμοποιώντας την έναρξη ιδέας στα όνειρα, δηλαδή την τεχνική που μου δίδαξε, για ιδιοτελές όφελος».
Η έναρξη ιδέας για τον Cobb και ταυτόχρονα η λύτρωσή του, ήταν να βάλει στο μυαλό του Fischer, (όχι τυχαία η επιλογή του Nolan του Cillian Murphy με την ανδρόγυνη ομορφιά) μία ιδέα για ιδιοτελή σκοπό που ταυτόχρονα όμως δεν οδηγεί το άτομο στην παράνοια αλλά στην ψυχική γαλήνη. Όταν ο Cobb φτάνει στο κατώτερο επίπεδο συνείδησης, επανορθώνει, και αισθάνεται και ο ίδιος πάλι νέος, αφού εκπλήρωσε το χρέος που του υπέδειξε μια πατρική φιγούρα (Saito), κρατώντας την υπόσχεση που είχε δώσει, ίσως, κάποτε στον πατέρα του.
Έτσι, ο Cobb ένιωσε πάλι τη γυναίκα του και τον ίδιο νέους. Καθρεπτίστηκαν οι δυο τους στα μάτια των παιδιών τους (αγόρι και κορίτσι). Μήπως τελικά λοιπόν το Rien de Rien ακούστηκε για τον Cobb στο τέλος της ταινίας, και το τοτέμ δε σταμάτησε να γυρίζει;
Θα ήθελα να πω, τελειώνοντας, πως τελικά σημασία ίσως να μην έχει να κρίνουμε την ταινία ως καλή ή όχι αλλά να νιώσουμε ποιές από τις εσωτερικές μας χορδές πάλλονται κατά την παρακολόυθησή της.
Evi Avd,
Καλωσήλθες και ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, όπως και για το εντυπωσιακά περιεκτικό σχόλιο-κείμενό σου. Συμφωνώ ότι το φιλμ μας άγγιξε με παρόμοιο τρόπο. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την προσέγγισή σου στην ταινία αναφορικά με τη διαδικασία και τους σκοπούς της ψυχαναλυτικής έρευνας. Όπως μάλλον θα διαπίστωσες με το κείμενό μου, ασχολούμαι περισσότερο με το κατασκευαστικό κατόρθωμα του Nolan και τις ενδο- και μετα-κινηματογραφικές αναφορές του. Ωστόσο, με τα γραφόμενά σου μου δίνεις την αφορμή να κοιτάξω προς μία άλλη κατεύθυνση, πολύ επίκαιρη για την προσωπική μου ματιά.
Επίσης, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι σιγά - σιγά επιστρέφουμε στα 60'ς - 70'ς του αμερικάνικου σινεμά, όπου ο εχθρός βρίσκεται εντός μας και δεν είναι ασφαλώς προσδιορισμένος εκτός.
Δημοσίευση σχολίου