
Υπάρχει μία σαφέστατη συνέχεια στην προβληματική του Christopher Nolan, όπως αυτή αναπτύσσεται στη θεματολογία των ταινιών του μέσα στο χρόνο. Στην ουσία πρόκειται για μια μελέτη της σχέσης του κινηματογραφικού μέσου με τον θεατή και κατ’ επέκταση της δύναμης του σκηνοθέτη – δημιουργού. Στο Prestige, o τελευταίος παραλληλίζεται με έναν μάγο, έναν ταχυδακτυλουργό που δεν εξαντλεί ποτέ τους άσσους που κρύβει στα μανίκια, όντας έτσι διαρκώς σε θέση να εκπλήξει και να ξαφνιάσει το κοινό του. Στο Memento καταπιάνεται με το ζήτημα της μνήμης ως αναγκαίο (αλλά όχι επαρκή;) όρο για οποιαδήποτε δημιουργία (συνεπώς και της καλλιτεχνικής). Στο Inception, που αποτελεί το αναμφισβήτητο magnum opus του (τουλάχιστον μέχρι το επόμενο), ο Αμερικανός σκηνοθέτης προσπαθεί να διεισδύσει στη φύση και τους μηχανισμούς του ονείρου. Οι ομοιότητές του με την τέχνη του κινηματογράφου είναι καταφανείς: ως πρώτο υλικό χρησιμοποιούνται οι εικόνες, σε μία σύνθεση που αποτελεί δημιουργική ανάπλαση πραγματικών (μνήμες) και φανταστικών (σκέψεις, επιδιώξεις, κα) στοιχείων, όπως αυτά έχουν συσσωρευτεί στην αχανή και απροσδιόριστη περιοχή του υποσυνείδητου και υπακούοντας σε ένα εντελώς ιδιότυπο χρονικό σύστημα. Μελετώντας τη δομή του ονείρου, ο Nolan επιχειρεί μια αποδόμηση της κινηματογραφικής αφήγησης όπως τη γνωρίσαμε, σε μια προσπάθεια δημιουργικής επαν – εφεύρεσής της. Και με αυτήν την έννοια, το Inception (όπως και σε μικρότερο βαθμό οι προηγούμενες ταινίες του) αποτελεί μια ιστορική αναγκαιότητα στο σινεμά, η «παρέμβαση» της οποίας δεν αποκλείεται να αποδειχτεί σωτήρια.
Με το πανέξυπνο εύρημα του ονείρου μέσα στο όνειρο, το φιλμ μαρτυρά την πρόθεσή του να φιλοσοφήσει πάνω στις κατασκευαστικές αρχές ενός κινηματογραφικού έργου (μια ταινία μέσα στην ταινία). Εξερευνώντας τα επίπεδα της ονειρικής καταβύθισης, φανερώνει εκείνα μιας ταινίας και ταυτόχρονα προ(σ)καλεί τον θεατή μαζί του – το ταξίδι αυτό είναι ασφαλώς δύσκολο και σίγουρα όχι κατάλληλο για τον καθένα. Ουσιαστικά πρόκειται για μια έρευνα πάνω στα όρια του σινεμά, στη δύναμη της πειθούς ενός φιλμ και στο βαθμό που μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στο συνειδητό και το υποσυνείδητο του θεατή. Το Prestige είχε σε μεγάλο βαθμό προϊδεάσει για το τι θα επακολουθούσε και, όντως, το Inception τολμά κάτι ριζοσπαστικό. Επιχειρεί να ανοίξει διάλογο με τον θεατή, του παρέχει έναν ρόλο ενεργητικό και αναγνωρίζει ότι με τη στάση του, εκείνος τελικά, θα καθορίσει το βαθμό επιτυχίας ή όχι του ίδιου του έργου. Οι ήρωές του κατεβαίνουν το ένα μετά το άλλο τα επίπεδα του λαβυρίνθου, λες και περιμένουν να δουν μέχρι ποιο σημείο μπορεί να τους ακολουθήσει ο θεατής. Η ιδέα του Nolan κάθε επίπεδο να κινείται στο δικό του, διαφορετικό χρόνο, δίνει την ευκαιρία για μια νέα επαναστατική χρήση του cross cutting – γεγονότα που συμβαίνουν ταυτόχρονα αλλά όχι σύγχρονα, πλήρης ανακολουθία του αντικειμενικού με τον βιωμένο χρόνο. Η εμπειρία του τελευταίου είναι πρωτίστως ψυχολογικής τάξεως. Στα όνειρα, όπου το συνειδητό έχει αποσυρθεί, κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό ανεμπόδιστα (σε πέντε λεπτά ύπνου χωράνε ώρες και ώρες ονειρικής αφήγησης). Με ανοιχτά τα μάτια, μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να προσεγγίσει το φαινόμενο αυτό: ο σκηνοθέτης χειρίζεται το φιλμικό χρόνο μοιράζοντας συναισθηματικές, ψυχολογικές και νοητικές κατευθύνσεις στο θεατή – το πλέον προφανές παράδειγμα είναι ο μηχανισμός του σασπένς, η επιμήκυνση μιας στιγμής για την κορύφωση της αγωνίας.
Τα επίπεδα του ονείρου που εξερευνούν οι χαρακτήρες της ταινίας για χάρη της επικίνδυνης αποστολής τους δεν μπορούν παρά να παραπέμπουν στα επίπεδα μιας δουλεμένης, αφηγηματικής ταινίας. Η πρώτη επαφή είναι η αισθητική, δίνοντας τη θέση της στη συναισθηματική – ψυχολογική, για να καταλήξει στο τελευταίο στάδιο, το νοητικό. Φυσικά, δεν ενδιαφέρεται (ή δεν μπορεί) ο κάθε θεατής να ακολουθήσει αυτήν την πορεία, η οποία δεν είναι καινούρια και υφίσταται από τις απαρχές του αφηγηματικού σινεμά (όπου φυσικά υπάρχει και ενδιαφέρον από τον σκηνοθέτη να χτίσει μια τέτοια διαδρομή, ούτε αυτό συμβαίνει πάντα βλέπετε), αλλά ίσως εδώ, για πρώτη φορά γίνεται μέσω της πλοκής μια τόσο φανερή χαρτογράφηση της σχέσης ενός φιλμ με τον κάθε θεατή ατομικά. Η παραπομπή στη τριμερή διάκριση της ανθρώπινης ψυχής από τον Πλάτωνα είναι αναπόφευκτη: λογιστικό, θυμοειδές και επιθυμητικό. Το προβάδισμα δίνεται στην νόηση μέσω της οποίας το άτομο μπορεί να ξεπεράσει τη φενάκη του αισθητού κόσμου και να συλλάβει τις ιδέες στην καθαρή, πρωτογενή τους μορφή. Η αντίστιξη ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και τις κάλπικες προβολές του είναι, άλλωστε, ένας ακόμα προβληματισμός του φιλμ. Αν το δυϊστικό, ιεραρχικά μεταφυσικό σύστημα του φιλοσόφου διέκρινε σαφέστατα ανάμεσα στις ιδέες και τις ορατές στον άνθρωπο σκιές τους, ο κεντρικός ήρωας του Inception βρίσκεται μπλεγμένος κάπου στη μέση καθώς αρνείται να δεχτεί την απατηλή πραγματικότητα του ονείρου ως τέτοια. Η αιτία δεν είναι άλλη από την μνήμη, τη συνεπακόλουθη ενοχή και την αγάπη που με νύχια και με δόντια προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή. Και αν η θεματική σύνδεση με τα προηγούμενα φιλμ του Nolan γίνεται άμεσα αντιληπτή, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του θαυμάσιου πρωταγωνιστή, Leonardo DiCaprio. Η σύγχυση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, την αλήθεια και το ψέμα, ως μηχανισμός αντιμετώπισης της καταστρεπτικής θύμησης και της ανακυκλούμενης ενοχής, αποτελεί κοινό τόπο για τον Cobb του Inception και τον Teddy του Shutter Island φέρνοντας στην επιφάνεια το εξής ερώτημα: εκτός από σκηνοθέτες, μήπως έχουμε να κάνουμε και με auteur ηθοποιούς (στο πλαίσιο της δημιουργικής ανάπτυξης ενός κινηματογραφικού χαρακτήρα);
Δυστυχώς, η επιλογή του σκηνοθέτη για υιοθέτηση των αρχών ενός blockbuster, ενώ αναδεικνύει το αξιοθαύμαστο του κατορθώματος, ταυτόχρονα φανερώνει και τα εγγενή όρια του φιλμ. Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ως και επαναστατικές ιδέες καταπνίγονται από έναν ασταμάτητο και κουραστικό σαματά κυνηγητών και δράσης, ενώ η διαλογική φλυαρία του σεναρίου αλλά και της μουσικής θολώνει τον προβληματισμό του. Τα εφέ είναι εντυπωσιακά και, όπως έχει αποδείξει και στο πρόσφατο παρελθόν, ο Nolan μπορεί να χορογραφήσει τις σκηνές με έναν μοναδικό τρόπο. Άλλωστε, είναι προφανές ότι δεν ενέδωσε στις επιταγές του εμπορικού κινηματογράφου των multiplex από πίεση, αλλά από ξεκάθαρη επιλογή. Και πρέπει να αναγνωριστεί το επίτευγμά του: ίσως έχουμε να κάνουμε με το τέλειο blockbuster, με την ταινία που στο μέλλον θα αποδειχτεί ότι έσωσε αυτό το ταλαιπωρημένο είδος . Έτσι, το Inception καταλήγει ως κινηματογραφικό μανιφέστο να κλίνει περισσότερο προς το Matrix παρά προς το Citizen Kane. Δεδομένης της συνταγής της hi-tech, pop αισθητικής που κρύβει βαθύτερους, σχεδόν ελιτίστικους προβληματισμούς, η αναμενόμενη ευρεία απήχηση του φιλμ μόνο ευεργετική μπορεί να αποδειχτεί για την έβδομη τέχνη.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής