Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

BEHIND THE CANDELABRA (2013), του Steven Soderbergh


Η "γραφή" του
Behind the Candelabra, απόπειρα βιογραφίας του πιανίστα, τραγουδιστή και showman Wladziu Valentino Liberace (1919-1987), μπροστά στον οποίο ο Elton John μοιάζει με σεμνότυφο μέλος εκκλησιαστικής χορωδίας, χαρακτηρίζεται από έναν τόνο γλυκόπικρο. Άλλοτε γαργαλιστικά προκλητικό κι απλόχερα καλόκεφο, κι άλλοτε ελεγειακά μελαγχολικό, το φιλμ του Soderbergh ισορροπεί με μαεστρία στο τεντωμένο σχοινί του διπολικού του χαρακτήρα. Και το κατορθώνει διότι ο τελευταίος μοιράζεται εξίσου στο θέμα και στη φόρμα, στο φιλμικό και στο παρα-φιλμικό κομμάτι της παραγωγής.

Αναφορικά με το πρώτο, η ζωή του Liberace ταιριάζει στην εντέλεια στο αγαπημένο μοτίβο των hollywood biopic της ανόδου και της πτώσεως. Το σενάριο του πολύπειρου Richard LaGravenese (The Fisher King, Bridges of Madison County, The Horse Whisperer), βασισμένο στα απομνημονεύματα του συνεργάτη κι εραστή του εκκεντρικού καλλιτέχνη, Scott Thorson, συνδυάζει το εμπαθές χρονικογράφημα με τις κατευθυντήριες γραμμές ενός ντοκιμαντέρ δημοσιογραφικού χαρακτήρα σχετικά με την άγνωστη, ιδιωτική πτυχή της show business. Η κάμερα οπλίζεται με ευρυγώνιους φακούς, για να αγκαλιάσει το μεγαλύτερο δυνατό ενώπιών της χώρο, κι αφήνεται σαγηνευμένη σε μονοπλάνα που θυμίζουν σε πρόθεση κι εκτέλεση τη περίφημη σκηνή του κλαμπ στο Goodfellas. Πίσω από τη σκηνή, στους "διαδρόμους" των θεάτρων (που ενίοτε παίρνουν την μορφή απέραντων παλατιών), ο κόσμος του θεάματος παραμένει λαμπερός, έστω κι αν βαρύνεται από τη σκιά της μοναξιάς. Στο φόντο της παθιασμένης σχέσης ανάμεσα στο Liberace και τον Scott, καταγράφονται μερικά από τα βασικά κεφάλαια της ιστορικής διαδρομής της γκέι κοινότητας στον 20ο αιώνα - το San Francisco, η ειρωνεία της drag queen φιλοσοφίας (με στόχο τις παγιωμένες νόρμες περί φύλων και σεξουαλικότητας), το κρυφτούλι του κομφορμισμού, το χτύπημα του aids.      

Ωστόσο, το Behind the Candelabra οφείλει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του σε στοιχεία που ξεπερνούν την ιστορία με την οποία καταπιάνεται. Πρωτίστως, σημαίνει το τέλος εποχής ενός μεγάλου κεφαλαίου του αμερικάνικου σινεμά των τελευταίων τριών δεκαετιών. Από την περασμένη χρονιά, ο Steven Soderbergh ανακοίνωσε το Side Effects ως το κλείσιμο της κινηματογραφικής καριέρας του, καταδικασμένης από γεννησιμιού της σε μια διαρκώς φθίνουσα πορεία. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού το να κερδίζεις το Χρυσό Φοίνικα στο ντεμπούτο σου (1989, Sex, Lies and Videotapes) στα είκοσι έξι σου χρόνια, συνιστά, περισσότερο από ευλογία, ανίκητη κατάρα. Φυσικά, ο διοπτροφόρος σκηνοθέτης δε σκοπεύει να μείνει άπραγος και ήδη έχει βρει την επόμενη επαγγελματική του στέγη στο - ολοένα κι ελκυστικότερο για τους δημιουργούς του κινηματογράφου - σύμπαν της μικρής οθόνης. Πριν καταπιαστεί με την παραγωγή της δικής του σειράς, το πέρασμα στην τηλεόραση έμελλε να γίνει με μια τηλεταινία-παραγγελία της HBO. Ναι, το Behind the Candelabra δεν επρόκειτο να βγει στις αίθουσες, όπως και συμβαίνει άλλωστε στις ΗΠΑ. Ωστόσο, σε πείσμα θαρρείς της έβδομης τέχνης να διεκδικεί μέχρι τέλους τα δικά της παιδιά, το φιλμ γνώρισε μια διόλου κακή κριτική υποδοχή στις Κάννες κι αυτό το φθινόπωρο ετοιμάζεται να αποκτήσει μιαν ανέλπιστη κινηματογραφική ζωή στις αίθουσες της Ευρώπης. 

Με έναν τρόπο μαγικό, αυτός ο προβληματισμός πάνω στο μέλλον του σινεμά, στη σχέση του με την τηλεόραση, στο δυναμικό εν γένει των οπτικοακουστικών μέσων, αναδεικνύεται σε βασικό άξονα της σκηνοθεσίας του Soderbergh. Η θέση του φιλμ μοιάζει να είναι μια επιστροφή στο θέαμα στη βασική, πρωταρχική του μορφή. Εκείνη που έλκει την καταγωγή της από το vaudeville και τις παραστάσεις του music hall, με βασικό χαρακτηριστικό την άμεση εμπλοκή του θεατή και τον ανοιχτό διάλογό του με τον performer. Πρόκειται, άλλωστε, για το σημείο εκκίνησης του κινηματογράφου: spectacle και show για τους Αμερικάνους, attraction για τους Γάλλους. Από τα πρωτόλεια γουέστερν του Porter έως τα ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα του Méliès, το πρώιμο σινεμά βασίστηκε πάνω στη συνενοχή του θεατή. Σύμβολό της, το περίφημο βλέμμα του "ηθοποιού" στην κάμερα: κινηματογραφικός κανόνας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '10, μετατράπηκε σταδιακά σε απροσπέλαστο ταμπού στο βωμό της αφηγηματικής διαφάνειας, για να αναγεννηθεί με τον ερχομό της τηλεόρασης. Διόλου τυχαία ο Liberace θα δηλώσει, με υπερηφάνεια πολυσήμαντη, πως ήταν ο πρώτος που έστρεψε τα μάτια του προς την τηλεοπτική κάμερα (δηλαδή προς τους θεατές). Προς επίρρωση της παραπάνω προβληματικής, το φιλμ βρίθει αναφορών προς τη φύση του κινηματογραφικού μέσου: το διαρκές παιχνίδι με τους καθρέφτες ως συλλογισμός πάνω στην αλήθεια της αναπαράστασης και η διαδικασία της μίμησης και της αντιγραφής μέσα από το μύθο του Πυγμαλίωνα και την τραγική ιστορία του Ντόριαν Γκραίη, είναι μόνο τα πιο προφανή παραδείγματα.

Αντί κατακλείδας, μια ιδιαίτερη μνεία για την ερμηνεία του Michael Douglas. Αν το Behind the Candelabra αποτελεί το φινάλε του Soderbergh, είναι ταυτόχρονα και η στιγμή της κινηματογραφικής αναγέννησης ενός εμβληματικού ηθοποιού του ύστερου Hollywood. Ο Liberace είναι από τη φύση του ένας χαρακτήρας που πλησιάζει την καρικατούρα. Αν τελικά αυτό δε συμβαίνει (αντιθέτως, μάλιστα, καταφέρνει να μας συγκινήσει σχεδόν αβίαστα), το οφείλουμε κυρίως στο γεμάτο υπόνοιες στήσιμο του Douglas, που δε διστάζει ούτε στιγμή να αποδομήσει τη macho περσόνα του - γνήσιος κληρονόμος άλλωστε του πατέρα του, ενός από τους πλέον "τσαλακωμένους" σταρ της χρυσής εποχής των στούντιο. Ασφαλώς, στο έργο του συνδράμουν σεναριογράφος και σκηνοθέτης, κρατώντας την αφήγηση στην υποκειμενική εστίαση του Scott (εξαιρετικός ο Matt Damon) που, παρέα με το θεατή, σαγηνεύεται από τη λαμπερή εικόνα του Liberace. Διότι η ουσία εκείνου θα παραμείνει ένα αδιευκρίνιστο αίνιγμα, ζωντανό και μετά τους τίτλους τέλους.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

***





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου