Ο Τυνήσιος Abdellatif Kechiche προκάλεσε συζητήσεις γύρω από το όνομά του ήδη από το 2003, με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, L'Esquive. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το La Graine et le Mulet (φιλμ-αποκάλυψη της προηγούμενης δεκαετίας για τον υπογράφοντα) ανακοίνωσε με εμφατικό τρόπο το προσωπικό στυλ του μοναδικού ίσως auteur του γαλλικού κινηματογράφου του 21ου αιώνα: ταξικές συγκρούσεις με ξεκάθαρη θέση υπέρ του προλεταριάτου στη σύγχρονη του μορφή (βλέπε μετανάστες), οι οποίες αναδεικνύονται μέσα από τη θε(α)ματοποίηση του γυναικείου κορμιού και του φαγητού αλλά και την εμμονή με το γκρο πλαν. Έξι χρόνια αργότερα, περνώντας από το αμφιλεγόμενο Vénus Noire, ο Kechiche επιστρέφει με μία απρόσμενη κορύφωση του έργου του για να επιβάλλει οριστικά τη γραφή του ως κινηματογραφικό σημείο αναφοράς στη φτωχή από αληθινούς δημιουργούς εποχή μας.
Όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία διατηρούνται και σε ένα βαθμό εντείνονται
στο La Vie d'Adèle. Κι όμως η εκκίνηση δεν προμήνυε μια
τέτοια εξέλιξη. Η πρώτη ύλη ήρθε από το graphic novel της Julie Maroh, Le Bleu est une couleur chaude,
επικεντρωμένο στην
ερωτική ιστορία δύο νεαρών γυναικών στη Γαλλία της δεκαετίας του 90. Ο Kechiche κράτησε το βασικό κορμό, αποποιήθηκε
σοφά των τραβηγμένων δραματικά επεισοδίων (η σύγκρουση της ηρωίδας με τους
γονείς της, ο εθισμός της στα φάρμακα κι ο τελικός της θάνατος), παρείσφρησε
τον ταξικό προβληματισμό και κατόρθωσε κάτι διόλου προφανές ή εύκολο: να
αποβάλει κάθε υπόνοια κόμικ αισθητικής, κρατώντας όμως τη νεανική αίσθηση του
κατεπείγοντος και του επίκαιρου που εγγράφεται στο συγκεκριμένο μέσο έκφρασης.
Η Ζωή της Αντέλ είναι πάνω από όλα μία ταινία του 21ου αιώνα, σε βαθμό που
ελάχιστες κινηματογραφικές δημιουργίες του σήμερα μπορούν να αξιώσουν. Αλλά
ταυτόχρονα είναι διαχρονική, όχι χάρη στο στοιχειώδες του θέματος (ο έρωτας),
αλλά στο ανεπανάληπτα αυθεντικό του αποτελέσματος.
Ασφαλώς και τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ο Kechiche έφτασε εκεί χάρη σε μερικές
ξεκάθαρες αποφάσεις που συντρίβουν μονομιάς τα κλισέ, τις προσδοκίες και τους
άτυπους κανόνες που καλλιτέχνες και κοινό (έχουν μάθει να) επιβάλλουν στο
σινεμά. Η πρώτη έχει να κάνει με την έννοια της διάρκειας. Μία τρίωρη ταινία
σχέσεων μοιάζει από μόνη της ένα σιωπηρό ταμπού σε μια βιομηχανία που έχει
αποφασίσει πριν από εμάς για εμάς ποια κομμάτια μιας τόσο προσωπικής ιστορίας
είναι "άξια θεάματος". Το La Vie d'Adèle πετάει στα σκουπίδια τέτοια
προαπαιτούμενα και βασίζει το μεγαλύτερο μέρος της συναισθηματικής του δύναμης
στην έκταση και την ένταση του χρόνου. Με την εξαίρεση του Rivette (αλλά κι αυτός ποτέ σε μία θεματική
τόσο οικεία), ποτέ άλλοτε στο σινεμά δεν κληθήκαμε να βιώσουμε τη ψυχολογική
διάρκεια που αρμόζει σε μερικά αισθήματα προκειμένου να γεννηθούν, να
κορυφωθούν και να σβήσουν. Για τα πρώτα σαράντα λεπτά θα ζήσουμε με την Adèle την καθημερινότητά της, τις συνθήκες που ευνοούν τη γέννηση
ενός μεγάλου έρωτα. Οι πρώτες συζητήσεις με την Emma, στο μπαρ και στο πάρκο (σε δύο
εξαιρετικά φωτογραφημένες σκηνές, το φως και το χρώμα συμβάλλουν τα μέγιστα στο
αποτέλεσμα), θα κρατήσουν όσο ακριβώς απαιτείται για να ξεδιπλωθούν οι πρώτες,
αμήχανες προσπάθειές τους να αφεθούν. Οι σκηνές του σεξ, με τις κραυγές πόθου
να θρυμματίζουν την απαγορευμένη σε τέτοιες κινηματογραφικές στιγμές σιωπή, διαρκούν
τόσο ώστε το πάθος να κατακτήσει κάθε εκατοστό του κορμιού τους, ώστε η
ένωση της Adèle με την Emma να αγγίξει τα μεταφυσικά εκείνα
επίπεδα που όλοι αναζητήσαμε και όλοι εκ των υστέρων κυνικά απαρνηθήκαμε. Το
ίδιο ισχύει στην οδυνηρή σκηνή του χωρισμού, στην αδυναμία συμβιβασμού με το
τέλος και στη σπαραχτική δοκιμασία της αποδοχής.
Φυσικά, η έννοια της διάρκειας αποκτά μία άλλη διάσταση χάρη και στην
εξαιρετική δουλειά στα κοντινά πλάνα. Με τη σοφή επιλογή του σινεμασκόπ κάδρου
που επιτρέπει τη συγκατοίκηση εντός του δύο προσώπων, το La Vie d'Adèle μοιάζει με εξερεύνηση στη φύση και τη
λειτουργία του γκρο πλαν. Ψηλαφεί τα όρια ενός κινηματογραφικού πειράματος που
στην ακραία του μορφή θα έμοιαζε με με ένα φιλμ κατασκευασμένο εξολοκλήρου από
κοντινά στο πρόσωπο του ήρωα κι όπου το σενάριο θα ξεδιπλωνόταν αποκλειστικά
μέσα από τις εκφράσεις και τις πλέον ανεπαίσθητες αντιδράσεις του. Ο Kechiche θα πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής σε χείλη που δαγκώνονται πριν φιλήσουν,
σε στόματα που τρώνε με όρεξη ενδεικτική μιας ολόκληρης στάσης ζωής, σε δέρματα
που κολλάνε σε σημείο έκστασης, σε μάτια και μύτες που τρέχουν ανεξέλεγκτα και
σε αφήνουν μόνο με το κενό που απροειδοποίητα κατέλαβε την μέχρι πρότινος
γεμάτη από έρωτα καρδιά.
Αλλά ακόμα περισσότερο, το φιλμ κατακτά τον τίτλο της πιο ειλικρινούς
ιστορίας αγάπης που είδαμε ποτέ στην μεγάλη οθόνη χάρη στη θαρραλέα επιλογή
σκηνών του δημιουργού της. Βλέπετε, εν έτη 2013, οι καθωσπρέπει κοινωνίες μας
μπορούν ανενόχλητα να βροντοφωνάζουν ότι το σεξ χωρίς έρωτα είναι μια κενή εμπειρία,
αλλά σφυρίζουν αδιάφορα όταν κάποιος επισημαίνει το ακριβώς αντίστροφο σαν μια
εξίσου μεγάλη αλήθεια. Αμφιβάλλει κανείς ότι ο πόνος που νιώθουμε στο τέλος με
την Adèle αγγίζει τέτοια επίπεδα συμμετοχής,
ακριβώς επειδή γίναμε κοινωνοί μιας τόσο αληθινής σαρκικής ένωσης; Ο πραγματικός
έρωτας δεν κατοικεί σε ροζ σύννεφα, αλλά σε χειρονομίες απτές, στις στιγμές που
το ένα κορμί κατακτάει το άλλο και παλεύει να ξεφύγει από την ανεπάρκεια της
μονάδας του. Για αυτό και θα χρειαστεί μια καρδιά από πέτρα για να μη λυγίσεις στη
σκηνή στην καφετέρια, λίγο λεπτά πριν τους τίτλους τέλους. Σε μια συνάντηση που
έρχεται μετά από ατελείωτες ημέρες πόνου και που φτάνεις με την άσβεστη ελπίδα
της επανένωσης. Για να συνειδητοποιήσεις στη διάρκειά της πως ό,τι υπήρξε
λατρευτικά αμοιβαίο, τώρα είναι επίπονα μονόπλευρο. Το μόνο που μένει είναι να
ελπίζεις ότι αυτή η στιγμή θα κρατήσει για πάντα. Και σε μια ύστατη προσπάθεια,
επιζητάς βίαια το ερωτικό άγγιγμα του ανθρώπου που αγάπησες, ίσως για να τον
μεταπείσεις θυμίζοντάς του τι αφήνει πίσω, ίσως γιατί ξέρεις ότι ποτέ ξανά δε
θα τον νιώσεις με τον ίδιο τρόπο. Αλήθεια, πόσο ψεύτικα και κενά μοιάζουν τα
χιλιάδες love story που είδαμε μέχρι σήμερα, με τα
δακρύβρεχτα λογύδρια, τα λυτρωτικά cut του μοντάζ και την πουριτανική άρνηση της σωματικής αλήθειας
του έρωτα;
Δυστυχώς, όπως τόσα και τόσα αριστουργήματα στο παρελθόν, το La Vie d'Adèle θα συγκρουστεί αναπόφευκτα με τις
προστατευτικές άμυνες και τα ταμπού της εποχής του, και θα συζητηθεί για τους
λάθους λόγους. Κάποιοι θα σταθούν στην ομοφυλοφιλία, αγνοώντας το ταξικό-πολιτισμικό-κοινωνικό επίπεδο της αναπαράστασης των ηρώων που βρίσκεται εδώ στο επίκεντρο. Άλλοι θα επισημάνουν με ύφος αυθεντίας το "ανδρικό",
ηδονοβλεπτικό γύρισμα του Kechiche και θα παραλληλίσουν το φιλμ με τσόντα - κι ας είναι γνωστό πως στην
εποχή του ίντερνετ δεν υπάρχει κανένας λόγος να κουβαληθείς έξω από το σπίτι
σου για να βιώσεις το πορνογραφικό ερεθισμό. Αυτός ο συγκεκαλυμμένος
συντηρητισμός το μόνο που καταφέρνει είναι να κρατάει σε απόσταση ασφαλείας το
σινεμά από την αληθινή ζωή. Το αριστούργημα του Kechiche, όμως, θα στέκει πάντα εκεί, οδηγός για
έναν καινούριο, ελεύθερο κινηματογράφο όπου η ωμή, επώδυνη ειλικρίνεια συνυπάρχει
με στιγμές αιθέριου λυρισμού. Άλλωστε, το ότι ένας Άραβας σκηνοθέτης γυρίζει τόσο
αληθινές ερωτικές σκηνές, δεν είναι από μόνη της μία πολυσήμαντη πολιτική
δήλωση;
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
*****