Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

THE THING FROM ANOTHER WORLD (1951), του Christian Nyby



Το όχι και τόσο σωτήριο έτος 1951 οι αμερικανικές αίθουσες υποδέχτηκαν δύο φιλμ που έμελλε να δημιουργήσουν τη δική τους σχολή και να επηρεάσουν όσο λίγα τα κινηματογραφικά δρώμενα στα επόμενα χρόνια. Κοινή τους συνισταμένη η πεποίθηση πως στο σύμπαν αυτό δε ζούμε μόνοι μας και η πολυαναμενόμενη συνάντησή μας με πλάσματα εξω-γήινα είναι απλά θέμα χρόνου. Ο χειρισμός του θέματος της «επαφής», όμως, υπήρξε αρκετά διαφορετικός στο καθένα από αυτά. Στο The Day the Earth Stood Still του δαιμόνιου Robert Wise, οι επισκέπτες έρχονται να προειδοποιήσουν για την αυτοκαταστροφική πορεία του ανθρώπινου είδους. Στο The Thing From Another World σε σκηνοθεσία - τουλάχιστον στα χαρτιά - του Christian Nyby, ο εξωγήινος είναι εχθρικός κι ανεπίδεκτος επικοινωνίας, κοινώς βάρβαρος.

Το μήνυμα του πρώτου θα πέσει στο κενό για πολλά χρόνια μέχρι ο κύριος Spielberg, δύο δεκαετίες και βάλε αργότερα, να αλλάξει πλήρως το κινηματογραφικό κατεστημένο στην «εξωγήινη» θεματολογία. Ως τότε όμως, πληρώνοντας θαρρείς το τίμημα της πολωμένης πολιτικής πραγματικότητας της εποχής, τα εκ μακρινού διαστήματος ορμώμενα πλάσματα περιορίζονταν στο ρόλο του επιθετικού Άλλου, με τον οποίο μάταια θα προσπαθούσες να συνεννοηθείς με τη λογική. Το The Thing From Another World θα αποτελέσει τη βασική επιρροή για αναρίθμητα φιλμ που θα θελήσουν να καμουφλάρουν τη ψυχροπολεμική τους προπαγάνδα με το μανδύα της επιστημονικής (και μη) φαντασίας. Ακόμα και σήμερα, παρά τους παρωχημένους κώδικες που επιστρατεύει, διατηρεί αναλλοίωτη την αξία του ως ένα κινηματογραφικό πρωτότυπο, οδηγός για μερικά αναμφισβήτητα αριστουργήματα (βλέπε Alien).

Στην πραγματικότητα, η σύγκρισή του με την ταινία του Wise φέρνει στο νου μία ακόμη, διάσημη στους σινεφίλ αντιπαράθεση της ίδιας δεκαετίας, αυτή τη φορά στο αρχετυπικό είδος του western, ανάμεσα στο High Noon και το Rio Bravo. Αν και μέσα στα χρόνια η κριτική αντιμετώπιση αμφότερων θα διανύσει όλη την ιδεολογική απόσταση από τα αριστερά στα δεξιά και τανάπαλιν, μία βασική διαφορά σε επίπεδο χαρακτηρολογικό είναι βέβαιη. Στο φιλμ του Zinnemann ο ήρωας ζητάει απεγνωσμένα τη συνδρομή των συμπολιτών του και στο τέλος θα κληθεί να αγωνιστεί μόνος του όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Στο Rio Bravo ο σερίφης John T. Chance/John Wayne και η ολιγομελής ομάδα του όχι μόνο δε ψάχνουν για βοήθεια, αλλά την αρνούνται κιόλας από όποιον προσφέρεται να αγωνιστεί στο πλευρό τους. Ο αυστηρός επαγγελματισμός του αρσενικού ήρωα, η αυξημένη αίσθηση του καθήκοντος, ο συμπιεσμένος χωροχρόνος, όλα τους είναι σταθερά μοτίβα στη φιλμογραφία του Howard Hawks. Το όνομα του οποίου, διόλου τυχαία, εμφανίζεται ανάμεσα στους παραγωγούς του The Thing From Another World.

Ο βαθμός της πραγματικής συνεισφοράς του κορυφαίου ίσως αφηγητή της χρυσής εποχής του Hollywood παραμένει έως και σήμερα υπό αμφισβήτηση. Οι τίτλοι αναφέρουν ως σκηνοθέτη τον Christian Nyby, γεγονός που κατατάσσει το The Thing From Another World ως το ντεμπούτο ενός βιογραφικού που θα περιλαμβάνει στο εξής αποκλειστικά ταινίες προορισμένες για την τηλεόραση. Ωστόσο, οι επικρατούσες φήμες θέλουν τον Hawks να σκηνοθετεί και να παραχωρεί το credit στο Nyby προκειμένου εκείνος να εγγραφεί στο Directors Guild. Ο τελευταίος όμως απέρριψε ως ανυπόστατους και γελοίους τους παρόμοιους ισχυρισμούς, δεχόμενος απλά την προφανή επιρροή του Hawks: «αν παίρνεις μαθήματα ζωγραφικής από το Ρέμπραντ, δεν αρπάζεις μετά το πινέλο από τα χέρια του μαέστρου», θα δήλωνε εν έτη 1981 στο reunion των συντελεστών του φιλμ. Οι ηθοποιοί από την πλευρά τους το μόνο που κατάφεραν ήταν να θολώσουν ακόμα περισσότερο τα νερά. Ο William Self, που αργότερα έμελλε να αναγορευτεί σε πρόεδρο της 20th Century Fox Television, δήλωνε πως ο Nyby ήταν ο σκηνοθέτης αλλά ο Hawks το αφεντικό. Ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας, Kenneth Tobey, υποστήριζε πως ο Hawks γύρισε όλο το έργο πλην μιας σκηνής. Από την άλλη, ο George Fennemann ξεκαθάριζε πως το φιλμ ήταν το σόου του Chris (Nyby). 

Η περί της πατρότητας παραφιλολογία έδωσε την αφορμή για μια ενδελεχή ανάλυση ενός, κατά τα λοιπά απλού σε σύλληψη κι εκτέλεση, b-movie με σκοπό την ανεύρεση στοιχείων που συνηγορούν υπέρ της ένταξής του στο σύνολο του έργου του Hawks. Από τα προφανή, όπως ότι η αφήγηση προωθείται μέσα από ακατάπαυστους διαλόγους εκφερόμενους από τους ηθοποιούς με μία φυσική χαλαρότητα σχεδόν επιδεικτική για ταινία ατμόσφαιρας και τρόμου, μέχρι τα πιο λεπτομερή, όπως ότι οι πρωταγωνιστές είναι πιλότοι, η έμφαση στην αντρική παρέα, ο επαγγελματισμός σε ένα μονωμένο χωροχρονικά σύστημα ή ακόμα και οι παραλληλισμοί του χαρακτήρα του δημοσιογράφου με τους γυναικείους ρόλους στα western του σκηνοθέτη (παρατηρητές μεν, με καταλυτική συνεισφορά την κρίσιμη στιγμή δε). Ωστόσο, η σύνδεση με τον Hawks αποκαλύπτεται περαιτέρω παρατηρώντας το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο γεννήθηκε το φιλμ.

Το 1951 ολόκληρος ο πλανήτης ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε ξεκινήσει κι επίσημα (είχε προηγηθεί ο αποκλεισμός του Βερολίνου, ενώ ο πόλεμος της Κορέας διένυε το δεύτερο έτος του). Η απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος σκίαζε την καθημερινότητα των ανθρώπων σαν ένα σύννεφο τρόμου και η λογική βρισκόταν ένα άγγιγμα πριν την πλήρη ανατροπή της. Εντός της Αμερικής, η παράνοια βρήκε την έκφρασή της στον Μακαρθισμό, όπως έμεινε γνωστό το κυνήγι μαγισσών που εξαπέλυσε ο ομώνυμος γερουσιαστής με την εμμονή της απομάκρυνσης της κόκκινης απειλής από τη χώρα. Η βιομηχανία του Hollywood γνώρισε όσο λίγες την μακαρθική λαίλαπα. Τα σωματεία των σκηνοθετών, των σεναριογράφων και των ηθοποιών χωρίστηκαν σε δύο διακριτά στρατόπεδα. Ξαφνικά τα φιλμ γέμισαν από υπόνοιες και βαθύτερα αφηγηματικά επίπεδα που έκρυβαν τη θέση τους πάνω στο κρίσιμο ζήτημα. Οι πιο ταλαντούχοι εκ των δημιουργών έφτιαχναν ταινίες που φαινομενικά θα έδιναν επιχειρήματα υπέρ αμφότερων των πλευρών.

Το πιο ενδεικτικό παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι, ίσως, το Rio Bravo. Το αριστουργηματικό western του Hawks από την μία παρουσίαζε μια χούφτα ηρώων να σηκώνει ανάστημα απέναντι στο κλίμα απειλής που βυθίζει την μικρή κοινωνία. Από την άλλη όλοι οι συντελεστές του, με μπροστάρη το φανατικά συντηρητικό John Wayne, ομολογούν ότι το βασικό κίνητρο πίσω από το φιλμ ήταν να δοθεί μια απάντηση στο παρεμφερές θεματικά High Noon, όπου η διάθεση καταγγελίας της μακαρθικής τρομολαγνείας φέρεται να καταρρακώνει κάθε έννοια εθνικού φρονήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι δελεαστικό να «διαβάσεις» το The Thing From Another World ως μια άλλη περίπτωση απάντησης του σαρδόνιου Hawks σε κάποιο ιδεολογικά ενοχλητικό για αυτόν φιλμ. Αυτή τη φορά θα ήταν απέναντι στο, προοδευτικό για τα «πατριωτικά» του γούστα, The Day the Earth Stood Still. Η σήμα κατατεθέν απολαυστική του αφήγηση (ή έστω η αντιγραφή της από τον πιστό μαθητή, Chris Nyby) κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και κάνει πιο διασκεδαστικά κάποια από τα αρκούντως αντιδραστικά σημεία της ταινίας, η οποία – εκμεταλλευόμενη και τον b-movie χαρακτήρα της - δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να κρύψει το αντικομμουνιστικό και προμιλιταριστικό της πνεύμα.

Επιστήμονες και στρατιώτες σε έναν απομονωμένο σταθμό κάπου στο Βόρειο Πόλο βρίσκουν τα συντρίμμια ενός σκάφους εξωπραγματικών διαστάσεων κι ενός σχήματος που φέρνει σε ...ιπτάμενο δίσκο. Μεταφέροντας στην ασφάλεια τον μοναδικό επιζώντα του παράξενου οχήματος, θα έρθουν γρήγορα αντιμέτωποι με έναν αντίπαλο θανάσιμα επικίνδυνο. Είναι εμφανές πως ο εχθρός είναι ξεκάθαρα εξωτερικός, άγνωστος (γι’ αυτό) κι απειλητικός, ολότελα ξένος με τις παραδεδεγμένες αξίες του πολιτισμένου κόσμου (δηλαδή της Αμερικής). Η αλληγορική σκιαγράφηση του κομμουνιστικού αντιπάλου είναι ελάχιστα συγκεκαλυμμένη και θα δώσει το παράδειγμα για εκατοντάδες παρεμφερείς αναφορές, ειδικά στο νεοσύστατο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Η πιο εντυπωσιακή λεπτομέρεια ανευρίσκεται στη δυνατότητα του εξωγήινου της ταινίας μας να αναπαράγεται ανεξέλεγκτα, ξεκάθαρη παραπομπή στον μακαρθικό φόβο της παρείσφρησης των «κόκκινων» σε καίριες θέσεις της αμερικανικής κοινωνίας και διοίκησης.

Μαζί όμως με τη ψυχροπολεμική προπαγάνδα, το φιλμ κατοικείται και από μία άλλη κυρίαρχη φοβία του μέσου ανθρώπου της εποχής, γεννημένη μέσα από το θαύμα (ή μήπως το τέρας;) της επιστήμης. Στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, η αλματώδης τεχνολογική πρόοδος είχε ενδυθεί το μανδύα της απειλής. Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι έμοιαζαν μόνο η αρχή. Ο σκεπτικισμός απέναντι στις ανακαλύψεις της ανθρώπινης διανόησης συμπυκνώνεται στη τηλεγραφική αντιπαράθεση της πολυτέλειας για επιστημονική μελέτη από την μία (ενσαρκωμένη από τον Δρ. Arthur Carrington) και του αγώνα για επιβίωση από την άλλη (από την ομάδα των στρατιωτικών με μπροστάρη τον πιλότο Patrick Hendry).  Η ταινία παίρνει απλοϊκά κι απροκάλυπτα θέση σε αυτό το μάλλον παραπλανητικό δίλημμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λείπουν οι διασκεδαστικές εμπνεύσεις. Όπως για παράδειγμα ο ενθουσιασμός του Carrington για το γεγονός ότι ο εξωγήινος είναι μια ξεκάθαρα αρσενική μορφή με τη δυνατότητα αυτο-αναπαραγωγής, χωρίς τη συνδρομή κάποιου θηλυκού – αν μη τι άλλο μια άκρως ευφάνταστη μομφή για το συντηρητικό χαρακτήρα της επιστήμης.  

Πέρα από τις προφανείς αδυναμίες του (όπως, ενδεικτικά, η αντιδραστική της ιδεολογία, η υπανάπτυκτη ρομαντική υποπλοκή, η εκπληκτική αλλά εντελώς παράταιρη μουσική του Dimitri Tiomkin), το The Thing From Another World αφουγκράστηκε πλήρως την εποχή του. Ας μη ξεχνούμε ότι, εκτός από τις πολιτικές αναλογίες, είχαν περάσει μόλις τέσσερα χρόνια από το τεράστιο για την εποχή επεισόδιο Roswell και η ενασχόληση με τα UFO άρχισε να διεκδικεί θέση στην πρώτη σειρά της ποπ κουλτούρας. Το διήγημα του John W. Campbell με τίτλο Who Goes There?, γραμμένο πίσω στο 1938, προσέφερε την κατάλληλη ευκαιρία στο δίδυμο των Hawks και Nyby και δεν την άφησαν να ανεκμετάλλευτη. Θα ακολουθήσουν δύο remake, το διάσημο The Thing (1982) του John Carpenter και το ομώνυμο, μα επιεικώς μέτριο εγχείρημα του Matthjis van Heijningen Jr. το 2011. Ωστόσο, η πραγματική επιρροή της πρωτότυπης ταινίας ξεπερνάει τα δύο αυτά φιλμ, το παράδειγμά του στάθηκε πραγματική κληρονομιά σε μια ολόκληρη γενιά ταινιών β’ διαλογής και το τελικό της σύνθημα, «να προσέχετε πάντα τους ουρανούς!», ηχεί ακόμα σαν μια από τις πιο γοητευτικές κινηματογραφικές υποδείξεις.  

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΣΕΖΟΝ 2011-2012

1. TINKER TAILOR SOLDIER SPY, του Thomas Alfredson



Έχοντας ξεμπερδέψει με την πηγή του τρόμου πολύ πριν το κινηματογραφικό genre με μια βαμπιρική ιστορία που αντιστοίχιζε το φόβο της αιώνιας ζωής με τον απόλυτο τρόμο της αιώνιας μοναξιάς (σε έναν κόσμο όπου οι πάντες είναι προορισμένοι να πεθαίνουν), ο Τόμας Άλφρεντσον αφήνει την -αδικοχαμένη- Μπρίτζετ Ο'Κόνορ να κεντήσει πάνω στο διάσημο βιβλίο του Τζον ΛεΚαρέ ένα πραγματικό χάος με μοναδικό σκοπό να υπονομεύσει την αστυνομική ίντριγκα. Η σκηνοθετική τρικλοποδιά ρίχνει στο καναβάτσο το πιστολίδι, το πολιτικό κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, το ανθρωποκυνηγητό και πρωταγωνιστεί την αξία ή, καλύτερα, τη χαμένη αξία σε έναν κόσμο μάταιο (δίχως τίποτα να ελέγχεται από τον εαυτό μας), έναν κόσμο που βασιλεύει η μοναξιά - και η προδοσία. Η προδοσία σαν κορύφωση ενός τελετουργικού, μυσταγωγικού κινηματογραφικού ταξιδιού παράδοσης, αλλά όχι παραίτησης, που καρφώνεται στο μυαλό ακόμα και των αμύητων ως στιλιστική αποθέωση.

Πάνος Τράγος

2. MIDNIGHT IN PARIS, του Woody Allen

Ο Allen επιστρατεύει τον μαγικό ρεαλισμό, στον οποίο κι αρίστευσε τρεις δεκαετίες πίσω με το Πορφυρό Ρόδο, για να καταγράψει μια συλλογική αναζήτηση του χαμένου χρόνου και να εικονογραφήσει την αγαπημένη του αντιπαράθεση ανάμεσα στο άσβεστο πάθος και τον εύκολο συμβιβασμό.
Αποτίνοντας το δικό του φόρο τιμής στη δεκαετία του ’20 και στους καλλιτέχνες της, επιδίδεται ταυτόχρονα σε έναν αφοπλιστικό αυτοσαρκασμό για τη νοσταλγία που υιοθετείται ως εύκολη λύση. Όσο και να υποσκάπτει όμως τη ρομαντική μας πλευρά, δεν μπορεί να κρύψει τη λαχτάρα του για αυτήν, κι εδώ ακριβώς διαπιστώνει (με τους θεατές να στέκουν ευτυχείς μάρτυρες) τη θέση του και, μαζί, την καλή του τύχη. Δεν είναι παρά ένας παραμυθάς μεθυσμένος με τις απεριόριστες δυνατότητες που του προσφέρει απλόχερα η τέχνη του. Η μαγεία της νοσταλγίας και το ταξίδι που περικλείει εντός της είναι εγγενή στοιχεία της έβδομης τέχνης. Μόνο στο σινεμά, εντός της σκοτεινής αίθουσας, ο χρόνος και ο θάνατος (μοιάζουν να) τιμωρούνται για την αλαζονεία της παντοδυναμίας τους. Όσο για το ίδιο το Παρίσι, σε μια σχέση συμπληρωματική, ποτέ άλλοτε μια ταινία δεν λάτρεψε τόσο μια πόλη και την ατμόσφαιρά της και ποτέ άλλοτε μια πόλη δεν ερωτεύτηκε το ίδιο το σινεμά που την επισκέφτηκε.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

3. HUGO, του Martin Scorsese

Είναι δύσκολο να γράψει κανείς για την ιστορία του «Hugo» και να μεταδώσει ταυτόχρονα με ακρίβεια το μεγαλείο της ταινίας. Να μεταδώσει με επαρκή τρόπο την αγάπη του Scorsese για το σινεμά, μια αγάπη που ξεχειλίζει από κάθε κάδρο και που δεν μπορεί παρά να σε ζεστάνει παρακολουθώντας τη. Το «Hugo» είναι μια απερίγραπτα όμορφη ταινία που υμνεί την ομορφιά των ταινιών. Είναι ένα συγκινητικό παραμύθι που έχει βαλθεί να αναδείξει τη ζεστασιά των κινηματογραφικών παραμυθιών. Είναι πάνω απ' όλα ένα μαγικό ταξίδι της φαντασίας, που μας ταξιδεύει στο πρώτο φανταστικό κινηματογραφικό ταξίδι που γυρίστηκε ποτέ: εκεί ακριβώς που ο μικρός Hugo θα βρει τις αναμνήσεις και τη ζεστασιά που έψαχνε, κι οι υπόλοιποι χαρακτήρες θα βρουν τη χαμένη τους αισιοδοξία, και εμείς, οι σύγχρονοι θεατές από την άλλη πλευρά της οθόνης θα ανακαλύψουμε για ακόμα μια φορά ποια είναι η μαγεία του κινηματογράφου, διά χειρός Scorsese.

Μαριάννα Ράντου 


4. DRIVE, του Nicolas Winding Refn

Ο Ryan Gosling κατοικεί το φάντασμα ενός Alain Delon ή ενός DeNiro, ετεροχρονισμένος με το περιβάλλον του, και δένει απόλυτα με το εθιστικό 80’s soundtrack, μουσικό ένδυμα ενός κόσμου όπου το millennium είναι ήδη μακρινό παρελθόν. Ο φουτουρισμός που γνώρισε την κινηματογραφική του έκρηξη τριάντα χρόνια πριν φαντάζει εδώ, σε ένα άνευ προηγουμένου ονοματολογικό οξύμωρο, παρωχημένος. Οι συχνότητές του Οδηγού είναι ξένες στους ανθρώπους και τη ζωή ολόγυρα. Γι’ αυτό κι όταν ερωτεύεται, το κάνει με την αφέλεια μικρού αγοριού. Γι’ αυτό κι όταν επιτίθεται, το κάνει με κτηνώδη βία. Οι pulp καταβολές στην αφήγηση συγχρωτίζονται με ένα καθαρό σινεμά υψηλής αισθητικής. Στην εποχή των υπερ-σκηνοθετημένων, υπερ-μονταρισμένων ταινιών δράσης, το Drive έρχεται να δοξάσει την αθωότητα ενός κινηματογράφου που χτίζει πάνω στις λιγωτικές σιωπές, χωρίς να γκρεμίζει στις καίριες εκρήξεις αδρεναλίνης.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

 5.  A SEPARATION, του Asghar Farhadi

Ίσως πρόκειται για το πιο τίμια διαλεκτικό μελόδραμα της πρόσφατης (και όχι μόνο) κινηματογραφικής μνήμης και γεγονός είναι ότι μέσα από φαινομενικά υπερβολικά - μέσα στη συνάθροισή τους - σεναριακά σχήματα (το διαζύγιο, το παιδί που μένει στη μέση, ο άρρωστος παππούς, η τραυματική αποβολή μιας εγκύου) χτίζεται μια κοινωνικοπολιτική κριτική ασυναγώνιστης διαύγειας και καίριας αποτελεσματικότητας. Τοποθετώντας τους (δουλεμένους στην εντέλεια) χαρακτήρες του ενώπιον ηθικών διλημμάτων, ο Farhadi σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας κοινωνίας κι ενός συστήματος γεμάτου αντιφάσεις, το κόστος των οποίων βαραίνει άμεσα το άτομο. Ψέματα, φτώχεια, κατάθλιψη, θρησκευτική πίεση, η ανάγκη για ηθική ακεραιότητα, όλα εικονογραφούνται σα φράγματα που χωρίζουν ζευγάρια, φίλους και, εν τέλει, τους ανθρώπους, διευρύνοντας έτσι το πρώτο, παραπλανητικό επίπεδο του τίτλου της ταινίας. Παίζοντας με τις πεποιθήσεις και τις ιδεολογικές προκαταλήψεις του θεατή, ο Farhadi τον «επιπλήττει» για τα εύκολα συμπεράσματά του, όπως ακριβώς θα το έπραττε η ίδια η ζωή. Οι τίτλοι τέλους θα πέσουν όσο το τελευταίο πλάνο βρίσκεται ακόμα εν ζωή, τοποθετώντας μας στην άκρως άβολη θέση να πάρουμε την ταινία μαζί μας, να περάσουμε μέσα από την ίδια ηθική, πολιτική, ιδεολογική δοκιμασία και να αναγκαστούμε να εξέλθουμε της αμέτοχης στάσης μας.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής


6.  SHAME, του Steve McQueen


Πολύ πριν επαναληφθούν μηχανικά τα πρώτα πλάνα του Shame, όπου ένας άνδρας περιφέρεται γυμνός στο αυστηρά τακτοποιημένο σπίτι του, κλείνοντας τα αυτιά στη φωνή που εκλιπαρεί για προσοχή από τον τηλεφωνητή, τα σημάδια ενός κόσμου όπου κάθε συναίσθημα έχει εξαληφθεί οργανώνουν ένα μετωπικό χτύπημα στην αποτυχία της άνευ όρων συμπεριφοράς. Ο πιο τολμηρός αυτή τη στιγμή σκηνοθέτης στον κόσμο εμπιστεύεται το όραμα που θα ξεγυμνώσει το μισό πληθυσμό της γης στο μεγαλειώδες ταλέντο του Μίκαελ Φασμπέντερ και μαζί παραδίδουν το πιο σκληρό πορτρέτο αστικής απομόνωσης, το πορτρέτο ενός ανθρώπου σε μανία διαχείρισης και επινοημένης ενοχής του συμπλέγματος της επικοινωνίας, το πιο απλό πράγμα στο ένστικτο του ανθρώπου που κατάφερε να γίνει ο εφιάλτης του. Μια αλήθεια γυμνή που φέρνει εσωτερικό, καθολικό πόνο και περιγράφει τον άνδρα σε ελεύθερη πτώση, στην οδυνηρή έκσταση της λανθασμένης κορύφωσης, εκεί που κανείς συναντά όλο το παρελθόν του σε μερικές στιγμές, απλά επειδή τόλμησε να πιστέψει πως το είχε ξεγελάσει.

Πάνος Τράγος


7. LE GAMIN AU VELO, των Jean-Pierre και Luc Dardenne

Οι πάντα αξιόπιστοι Dardenne συνεχίζουν να αφουγκράζονται με ευαισθησία την ψυχική οδύνη ανθρώπων περιθωριοποιημένων είτε κοινωνικά, είτε οικογενειακά. Η οργή και ο θυμός του αγοριού της ταινίας λόγω της ανείπωτης περιφρόνησης που έχει υποστεί από τον βιολογικό του πατέρα καταλαγιάζει σιγά σιγά μέσω μιας ανιδιοτελούς αγάπης και κατανόησης που λαμβάνει από μια άτεκνη γυναίκα. Η συναισθηματική προσέγγιση των δύο δεν πραγματοποιείται δίχως εμπόδια, καθώς η κοινωνία παραμονεύει, όντας αμείλικτη για το κάθε στραβοπάτημα. Από τις πιο φωτεινές ταινίες των σκηνοθετών, οι οποίοι όμως επισημαίνουν με την κάθε ευκαιρία ότι η πορεία του ήρωα θα είναι κάθε άλλο παρά αρμονική.

Γιώργος Μπουκάτσας


8.  LE HAVRE, του Aki Kaurismaki

Στη συνάντηση του Marcel με τον μικρό λαθρομετανάστη, Idrissa, ο Kaurismäki θα βρει το κλειδί που θα ανοίξει τις πόρτες της καλά κρυμμένης αισιοδοξίας του. Στη μουντή φωτογραφία του εισβάλλει πλούσιο χρώμα και η καθιερωμένη ηττοπάθεια των alter ego χαρακτήρων του δίνει τη θέση σε ένα μάτσο παρίες που όχι απλά δεν πτοούνται από τίποτα, αλλά μοιάζουν να πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Ο αγαπημένος Φιλανδός δημιουργός θα συναντήσει τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, το πράττει όμως χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις, αλλά με ένα απλό, ανάλαφρο άγγιγμα που φέρνει μνήμες από Chaplin ή από Tati. Οι ήρωές του θα οργανωθούν ( όχι με τους όρους συνειδητής πολιτικής στράτευσης αλλά με εκείνους του ανθρωπιστικού πνεύματος) για να δώσουν ένα καλό μάθημα για τα μυστικά της συμπάθειας. Και φυσικά θα ανταμειφθούν γι’ αυτό: η σκηνή της χειραψίας του μικρού Idrissa με την άρρωστη Arletty στο νοσοκομείο είναι ίσως η κινηματογραφική δήλωση της χρονιάς.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής


  
9.  THE DEEP BLUE SEA, του Terence Davies
 
Δεύτερη μεταφορά στην μεγάλη οθόνη του βραβευμένου θεατρικού του Terence Rattigan, η κατά Terence Davies εκδοχή είναι πάνω από όλα μια τελετουργική μύηση στην ίδια τη φύση του κινηματογραφικού μέσου. Ο κορυφαίος στιλίστας του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά περικυκλώνει με την αισθησιακή κίνηση της κάμεράς του τα αυτοκαταστροφικά πάθη της ηρωίδας του (η Rachel Weisz εδώ στην πιο εύθραυστη ερμηνεία της) και πετυχαίνει ένα στόχο διπλό: αφενός να κοινωνήσει στο θεατή την κλειστοφοβική αγωνία μιας γυναίκας που συνειδητοποιεί ότι η λογική τελειώνει εκεί που ο έρωτας αρχίζει, κι αφετέρου να καθρεφτίσει τα συλλογικά αδιέξοδα της μεταπολεμικής Βρετανίας που παλεύει να χωρέσει σε έναν κόσμο κυριευμένο από τις τραυματικές της μνήμες. Αν ο Wong Kar Wai γύριζε ένα σενάριο του Bergman ή του Rossellini, το αποτέλεσμα θα έμοιαζε κάπως σαν το The Deep Blue Sea.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής



10. ONCE UPON A TIME IN ANATOLIA, του Nuri Bilge Ceylan

O σπουδαίος Τούρκος σκηνοθέτης με την τελευταία και σημαντικότερή του ταινία στήνει μια πραγματεία απέναντι στην αδυναμία πλήρους κατανόησης της πραγματικότητας. Υιοθετώντας και υπονομεύοντας παράλληλα τις συμβάσεις του αστυνομικού θρίλερ, ψηλαφώντας τα λεπτά όρια μεταξύ φαίνεσθαι και είναι, ενώ θέτοντας παράλληλα και το θέμα της ατομικής ευθύνης σε επίπεδο καθημερινής πρακτικής, δίνει μια γνωσιολογική σπουδή εφάμιλλη του L'Avventura του Antonioni. Αν δεν είχε την ατυχία να συμπέσει στο Φεστιβάλ των Καννών με το Tree of Life, θα είχε κερδίσει έναν από τους δικαιότερους Χρυσούς Φοίνικες στην ιστορία του θεσμού.

Γιώργος Μπουκάτσας

TAKE SHELTER, του Jeff Nichols

Εξαιρετική αλληγορία πάνω στις ανασφάλειες του μέσου αμερικανού εργάτη στη σύγχρονη εποχή. Ο ταλαντούχος Nichols πετυχαίνει μια εξαιρετική ισορροπία μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής θεώρησης της πραγματικότητας, δίνοντας έμφαση  στα  άκρως πραγματικά γενεσιουργά αίτια της δεύτερης, η οποία σταδιακά θα εκτοπίσει την πρώτη στο μυαλό του κεντρικού ήρωα. Άκρως εμπνευσμένη η εικαστική σύνθεση της ταινίας (το υπό κατασκευή καταφύγιο σε μια γωνιά του κήπου συνεχώς μεγαλώνει ταυτόχρονα με την εμμονή του ήρωα, σαν μια ανωμαλία στην άκρη του εγκεφάλου του), αλλά και το ανοιχτό σε ερμηνείες φινάλε.

Γιώργος Μπουκάτσας


Η λίστα περιλαμβάνει τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της ψηφοφορίας των συντακτών του blog για τις ταινίες που κυκλοφόρησαν στις ελληνικές αίθουσες από 25/08/2011 μέχρι 16/08/2012. 

Αναλυτικά οι επιλογές:

Γιώργος Μπουκάτσας

1. Tinker Tailor Soldier Spy
2. Once Upon A Time In Anatolia
3. Hugo
4. The Deep Blue Sea
5. Take Shelter
6. Elena
7. Les Neiges du Kilimandjaro
8. The War Horse
9. Oslo, 31st August
10. Le Gamin au Velo
11. Midnight in Paris
12. A Dangerous Method
13. Drive
14. A Separation
15. Moonrise Kingdom



Aχιλλέας Παπακωνσταντής


1. Midnight in Paris
2. Tinker Tailor Soldier Spy
3. A Separation
4. The Deep Blue Sea
5. Hugo
6. Le Havre
7. Drive
8. The Artist
9. Melancholia
10. Once Upon A Time In Anatolia
11. Le Gamin Au Velo
12. The Ides of March
13. Elena
14. The Girl With The Dragon Tattoo
15. Margin Call


Μαριάννα Ράντου

1. Hugo
- Tinker Tailor Soldier Spy
3. We Need To Talk About Kevin
4. Shame
5. Midnight in Paris
6. Drive
7. The Guard
8. Le Havre
9. Moonrise Kingdom
10. Tyrannosaur
11. Les Neiges du Kilimandjaro
12. Le Gamin au Velo
13. The Artist
14. A Separation
15. The Avengers


Πάνος Τράγος 

1. Shame
2. A Separation
3. Midnight in Paris
4. Take Shelter
5. Drive
6. Tinker Tailor Soldier Spy
7. Le Gamin au Velo
8. Wuthering Heights
9. Melancholia
10. Le Havre
11. Tyrannosaur
12. The Skin I Live In
13. Once Upon A Time In Anatolia
14. The Grey
15. Moonrise Kingdom

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ 2011-2012


1. TINKER TAILOR SOLDIER SPY..........94

2. DRIVE..........68

3. MIDNIGHT IN PARIS..........67

4. A SEPARATION..........64

5. THE GIRL WITH THE DRAGON TATTOO..........64

6. SHAME..........61

7. HUGO..........56

8. ONCE UPON A TIME IN ANATOLIA..........47

9. MELANCHOLIA..........38

10. LES INTOUCHABLES..........37

Συνολικά ψηφίστηκαν 42 ταινίες με το αριστούργημα του Alfredson να μη χάνει ούτε στιγμή την πρωτιά. Η μόνη ταινία που το απείλησε ήταν το ιρανικό A Separation για να δει τελικά την πλάτη του Ryan Gosling και του παλιόφιλου Woody λίγο πριν κοπεί το νήμα. Συμπερασματικά, στα χρόνια που υπάρχουν τα Παράλληλα Βλέμματα, αυτή είναι ίσως η σεζόν που οι επιλογές αναγνωστών και συντακτών συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, όπως θα αποκαλυφθεί στη λίστα μας εντός των προσεχών ημερών. Μέχρι τότε τα σχόλια εδώ είναι ανοιχτά για να κάνουμε μαζί τον απολογισμό της χρονιάς και της ψηφοφορίας

Καλή αρχή για τη σεζόν 2012/2013.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΣΕΖΟΝ 2011-2012

Έφτασε ξανά η μέρα. Ο κανόνας, όπως πάντα, απλός. Ψηφίστε έως δέκα ταινίες, αυστηρά με αξιολογική σειρά, που κατά τη γνώμη σας ήταν οι καλύτερες που κυκλοφόρησαν στις ελληνικές αίθουσες από τον Αύγουστο του 2011 έως τον Αύγουστο του 2012 (εβδομάδα εκκινήσης η 25η Αυγούστου 2011). Σχόλια κι αναλύσεις είναι άκρως καλοδεχούμενα.

Υ.Γ. Για όποιον έχει την οποιαδήποτε απορία για το ποιες ταινίες κυκλοφόρησαν στη σεζόν που πέρασε, μπορεί να επισκεφτεί το blog που έφτιαξα επί τούτου. Μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, τα Παράλληλα Βλέματα θα φιλοξενούν κείμενα για ταινίες της σεζόν.

ELENA (2011), του Andrei Zvyagintsev

Με μόλις τρεις ταινίες στο ενεργητικό του, ο Andrei Zvyagintsev δικαίως κατατάσσεται στους μεγαλύτερους εικονοπλάστες της εποχής μας. Γνήσιο τέκνο της ρωσικής κουλτούρας, βιώνει με διάθεση συμβολιστική κάθε ψηφίδα των εικόνων που ζωγραφίζει και (αντι)παραθέτει. Στο Elena στρέφει το βλέμμα του σε ένα περιβάλλον σαφώς πιο μοντέρνο από την κλασικότροπη αρχιτεκτονική των The Return (2003) και The Banishment (2007). Κατασκευάζει μια υποβλητική παραλλαγή του αμερικανικού φιλμ νουάρ των 40's και, περισσότερο από υπαρξιακή εξερεύνηση στην κληρονομιά του "Έγκλημα και Τιμωρία", εμπνέεται από έναν ταξικό - κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό εγγύτερα των ταινιών του Chabrol. Μόνο που εδώ, σε μια σύγχρονη Μόσχα σε αλλαγή φρουράς, τη θέση της ειρωνείας κατακτά ο κυνισμός. Αυτό που εξυψώνει το Ρώσο δημιουργό, ανεβάζοντας ταυτόχρονα τον πήχη δυσκολίας για το κοινό του, είναι πως χαρακτηρολογικά μένει ακλόνητος από τα συνεκδοχικά σχήματα της αφήγησής του. Προσηλωμένος σε μια τίμια διαλεκτική, τιμωρεί τις επιπόλαιες ηθικές κρίσεις του θεατή, μετακυλόντας την ενοχή σε όλους τους (αντι)ήρωές του. Και κάπως έτσι, στενεύουν οι ερμηνείες των συμβόλων του και ο καθένας μας καλείται να πάρει θέση στην πικρία ενός καλλιτέχνη που δηλώνει απείρως απαισιόδοξος για την ανερχόμενη τάξη των πραγμάτων. Η ριζική διαφωνία του υπογράφοντος παραμένει αδύναμη να αντισταθεί στην τιμιότητα και το ταλέντο ενός σκηνοθέτη, από εκείνους που νομίζαμε πως δε βγαίνουν πια.   

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

ANONYMOUS (2011), του Roland Emmerich

Μία από τις πλέον περιβόητες διαμάχες που απασχολεί το λογοτεχνικό κι ακαδημαϊκό κόσμο εδώ και πολλές δεκαετίες αφορά την πατρότητα του ογκωδέστατου και αριστουργηματικού έργου του William Shakespeare. Είναι εκείνος ο πραγματικός συγγραφέας ή πρόκειται για μια απλή βιτρίνα; Τα επιχειρήματα κι από τις δύο πλευρές πολλά και, καιρό τώρα, ανέμεναν την κινηματογραφική τους έκφραση. Το όνομα του Roland Emmerich, άρρηκτα συνδεδεμένο με κάθε λογής ταινία καταστροφής, φαντάζει αταίριαστο με ένα τέτοιας φύσεως εγχείρημα. Ωστόσο, ο γερμανικής καταγωγής σκηνοθέτης αποφασίζει – παρέα με το σεναριογράφο του, John Orloff – να προβεί σε τολμηρές επιλογές. Μία από αυτές είναι να θεωρήσει δεδομένο ότι ο Shakespeare όχι απλά δεν έγραψε ο ίδιος κανένα από τα θρυλικά θεατρικά έργα, αλλά ήταν κιόλας ένας αγράμματος, γυναικάς ηθοποιός που δεν ήξερε καν πώς να τοποθετήσει τη γραφίδα στο χέρι. Μία άλλη είναι η σύνδεση του παραπάνω γεγονότος με τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Με αυτόν τον τρόπο, το φιλμ καταφέρνει να θίξει δύο ενδιαφέροντα ζητήματα.

Το πρώτο αφορά την πατρότητα στην τέχνη. Ποια είναι η θέση του δημιουργού μετά την ολοκλήρωση ενός έργου και κατά πόσον η αξία του δεύτερου επηρεάζεται (καθορίζεται;) από την ταυτότητα του ανθρώπου που το παρήγαγε; Η σύνδεση του καλλιτέχνη με το προϊόν της εργασίας του ήταν σχεδόν δεδομένη για αιώνες. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι θεωρητικοί του κινηματογράφου ένιωσαν την ανάγκη να χτίσουν το λεγόμενο auteur theory (το φιλμ όχι ως προϊόν συλλογικό αλλά ενός ανθρώπου, του σκηνοθέτη) για να πετύχουν την ευρύτερη αναγνώριση του σινεμά ως μια εκ των τεχνών. Αυτή η πολυδιάστατη εξάρτηση ενός θεατρικού, ενός ποιήματος, ενός πίνακα, ενός φιλμ από τον άνθρωπο που το «συνέλαβε» οδηγεί σε περιπλοκές ηθικής κι αισθητικής τάξεως. Η ζωή και οι επιλογές του Pound επιδρούν πάνω στην αξία που έχουν τα ποιήματά του καθαυτά στον αναγνώστη; Ή, για να γυρίσουμε στο σινεμά, τι συμβαίνει στις περιπτώσεις του Polanski, του Woody, κι άλλων πολλών; Η περίπτωση Shakespeare, χάρη στη «ψυχραιμία» της μεγάλης χρονικής απόστασης, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα διδακτική για την προσήλωσή μας στο Όνομα. Τόσο ο βάρδος William όσο και ο de Veer (που στο φιλμ παρουσιάζεται ως ο πραγματικός συγγραφέας) έχουν αποδημήσει 400 χρόνια τώρα. Τα έργα όμως μένουν και η αξία τους εξακολουθεί να λάμπει και θα εξακολουθεί, είτε αλλάξει το όνομα του δημιουργού τους είτε ακόμα κι αν αλλάξει το δικό τους όνομα (ο τίτλος).

Το δεύτερο ζήτημα που φέρνει στην επιφάνεια το Anonymous, με πιο άμεσο ακόμα τρόπο, αφορά την Τέχνη ως μέσο πολιτικής. Ο de Veer ακούγεται να χαρακτηρίζει το λόγο ως το ισχυρότερο όπλο, ικανό να ρίξει ή έστω να επηρεάσει βασιλείες και κυβερνήσεις. Η ευθύνη του καλλιτέχνη σε εποχές αναταραχής (κι όχι μόνο) είναι μια υπόθεση διαχρονική και στη δεδομένη στιγμή (και δη στη χώρα μας) δε θα έπρεπε να χρήζει περισσότερης επεξήγησης. Η ειρωνεία του πράγματος εντοπίζεται στον πομπό αυτού του μηνύματος. Ο Emmerich έχει αποδείξει στην έως τώρα καριέρα του ότι πολύ λίγο τον έχει απασχολήσει η κοινωνικοπολιτική ευθύνη του δημιουργού και ο ιστορικός χωροχρόνος ήταν μια απλή λεπτομέρεια στα ανώδυνα, ψυχαγωγικά (με τη διεστραμμένη έννοια του όρου) έπη του. Και δυστυχώς, φροντίζει να το αποδείξει πάλι.

Τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα θα μπορούσαν να δώσουν ένα έργο – σημείο αναφοράς στον κινηματογραφικό μεταμοντερνισμό, ωστόσο ο Emmerich βλέπει σε αυτά μια ευκαιρία για ένα ακόμα φανφαρώδες φιλμ, φωνακλάδικο κράμα σεξ, βίας, προδοσίας και κάθε λογής σαπουνοπερατικής ίντριγκας. Κουστούμια και σκηνικά είναι σε στιγμές εντυπωσιακά (η αισθητική βέβαια φωνάζει τη CGI καταγωγή της), ωστόσο οι ηθοποιοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι αξίζουν την προσοχή μας εξουθενώνοντας τα λαρύγγια τους (και τα αυτιά μας), πιστοί θαρρείς στην υπερβολή του σκηνοθέτη τους. Ο Rafe Spall παρουσιάζει το χαρακτήρα του Shakespeare σαν μια καρικατούρα πολύ κοντά στο γελοίο, βγαλμένη από μια άλλη ταινία (μια σάτιρα ίσως;), ενώ ούτε η αυτού μεγαλειότητα της Redgrave διασώζεται. Μοναδική εξαίρεση ο Edward Hogg ως ο δαιμονικός, καμπούρης Cecil, βγαλμένος από τα καλύτερα έργα του ίδιου του Shakespeare. Έτσι κι αλλιώς, οι καλύτερες στιγμές του Anonymous είναι τα highlights από τα θεατρικά του βάρδου που ερμηνεύονται επί σκηνής. Κατά τα λοιπά, κάτι σάπιο υπάρχει στο κινηματογραφικό βασίλειο του Emmerich.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

KILLER ELITE (2011), του Gary McKendry

Το Killer Elite έχει μια σειρά από προτερήματα που οφείλεις να του αναγνωρίσεις. Η βασική του φιλοδοξία είναι να προσφέρει καταιγιστική δράση και την εκπληρώνει με το παραπάνω. Στηρίζεται σε μια κινηματογράφηση απολύτως ειλικρινή στη ρετρό διάθεσή της και μας χαρίζει μια σειρά από απολαυστικά παλιομοδίτικες σκηνές (όπως η εντυπωσιακή one to one μονομαχία του Danny με τον Spike στο μέσο του φιλμ). Τέλος, παραδίδει ένα σεμινάριο άψογου συγχρονισμού casting και προθέσεων: ένας αξιοσέβαστος και ικανότατος action hero (Jason Statham), ένας πρωτοκλασάτος ηθοποιός με τις απαραίτητες δόσεις stardom κι αγγλικής φινέτσας (Clive Owen) και το βαρύ πυροβολικό της υποκριτικής (Robert De Niro – βαρύτερο δε γίνεται…). Καθόλου άσχημα δηλαδή…

Ωστόσο, πέρα από τους εγγενείς στο είδος περιορισμούς του, το φιλμ πάσχει από ένα φτωχό και διόλου πρωτότυπο σενάριο και, κυρίως, από εκείνη την κατάρα που καταδικάζει το ντεμπούτο σε τόσους πολλούς σκηνοθέτες. Ο βραβευμένος στις μικρού μήκους και στο χώρο των διαφημίσεων, Gary McKendry, προσπαθεί παραπάνω από το απαραίτητο να αποδείξει την αξία του και παραφουσκώνει την ταινία του με κυνηγητά, πιστολίδια και κλωτσομπουνίδια. Αυτά με τη σειρά τους συνεπάγονται ανατροπές επί ανατροπών στην πλοκή χωρίς καμία ουσία, με αποτέλεσμα οι δύο ώρες να μοιάζουν εν τέλει αρκετά περισσότερες. Ακόμα κι έτσι, το Killer Elite διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο της camp απόλαυσης. Όσο για τους φαν του είδους, δεν υπάρχει κανένας λόγος να το χάσουν.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

DON'T BE AFRAID OF THE DARK (2010), του Troy Nixey

Αν και το φιλμ φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Troy Nixey, η παρουσία του Guillermo Del Toro ξεπερνάει το διπλό ρόλο του παραγωγού και συν-σεναριογράφου που αποκαλύπτουν οι τίτλοι. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, βουτηγμένη στο αιμοβόρο σκοτάδι και το γοτθικό τρόμο, ο Λαβύρινθος του Πάνα έρχεται στο μυαλό, όπως επίσης και μια γεύση από τα γκροτέσκο παραμύθια του Tim Burton. Βασισμένη στην ομότιτλη τηλεοπτική ταινία του John Newland που ο ίδιος ο Del Toro περιγράφει σαν την πιο τρομακτική εμπειρία της παιδικής του ηλικίας, η καινούρια εκδοχή του Don’t Be Afraid of the Dark στέκει περίφημα ως μια 70’s ρετρό νοσταλγία του horror genre, δυστυχώς (ή ευτυχώς) όμως οι καιροί έχουν αλλάξει. Η αφήγηση πνίγεται σε αφόρητα κλισέ συμβάσεις (υπάρχει πιο πολυφορεμένο μοτίβο από το στοιχειωμένο σπίτι;), ενώ ακόμα και οι όποιες ανατροπές ή κορυφώσεις έρχονται ακριβώς τη στιγμή που τις περιμένεις. Για ερμηνείες, ούτε λόγος, με την Katie Holmes να σημειώνει μία ακόμα προσθήκη στην αναιμική της καριέρα, τον Guy Pearce να μας πείθει με το υπερβολικό του παίξιμο ότι τα κίνητρα συμμετοχής του στην ταινία δεν ήταν καθαρά καλλιτεχνικά και την επαρκή Bailee Madison να αδυνατεί, φυσιολογικά για την μικρή της ηλικία, να σηκώσει την ταινία στις πλάτες της.

Είναι προφανές ότι οι δημιουργοί του φιλμ θέλησαν να διασκεδάσουν με τα στερεότυπα του είδους χτίζοντας παράλληλα ένα συμβολισμό για την παιδική ηλικία που, αμήχανα, καλείται να κληρονομήσει τα βάρη του παρελθόντος. Η δυσκολία που νιώθει η μικρή Σάλι να πείσει τους κηδεμόνες της για την ύπαρξη των μυστήριων «επισκεπτών» θυμίζει έντονα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην επικοινωνία τόσο με τους γονείς της όσο και με την καινούρια της μητριά. Τα μικροσκοπικά, άγρια και θυμωμένα πλάσματα – μια υποχθόνια όσο κι αστεία μίξη του Γκόλουμ με τον πολυαγαπημένο μας Γκίζμο (βλ. Gremlins) – εκπροσωπούν ό,τι κατοικεί θαμμένο στις αχανείς εκτάσεις του υποσυνειδήτου και επιθυμεί διακαώς τη συμφιλίωση. Ωστόσο, κάνουν τη γαργαλιστική τους εμφάνιση νωρίτερα από το επιθυμητό, παρασύροντας το σασπένς και την όποια συμβολιστική πρόθεση. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στη νοσηρή κατασκευή ενός θρίλερ όπου το αρρωστημένο περιεχόμενο επεκτείνεται με επιδημική ορμή στη φόρμα, και σε μια αριστοτεχνική φιλμική κατασκευή που επιχειρεί να τρομάξει τον (υποψιασμένο πλέον, ας το πάρουμε απόφαση) θεατή. Δυστυχώς, το φιλμ του Nixey πέφτει στη δεύτερη κατηγορία και ποντάρει στους φαν μιας συγκεκριμένης αισθητικής τους οποίους και ενδεχομένως θα αποζημιώσει.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

HABITACION EN ROMA (2010), του Julio Medem


Λίγα δευτερόλεπτα μετά τους τίτλους αρχής, η Natasha ρωτάει την Alba εάν θέλει να τη δει γυμνή. Από τη στιγμή εκείνη οι ηρωίδες θα ξεφορτωθούν τα ρούχα τους και θα τα θυμηθούν μόνο στο τελευταίο πλάνο. Κι αν σε πρώτη όψη ο Julio Medem (των υπέροχων Εραστών του Αρκτικού Κύκλου) μας προσκαλεί σε ένα φιλμ απροκάλυπτου αισθησιασμού, στην πραγματικότητα έχει κατά νου την εικονογράφηση ενός one night stand όπου το συναίσθημα παίρνει το πάνω χέρι. Το σώμα μπορεί να ξεγυμνώνεται αμέσως, όμως η ψυχή θα χρειαστεί το χρόνο της και για εκατό περίπου λεπτά ακολουθεί ένας χείμαρρος εξομολογήσεων, μια υπόνοια βαθύτερης και πιο ουσιαστικής έλξης με την ημερομηνία λήξης να υφέρπει βασανιστικά. Το ερώτημα που τίθεται στο επίκεντρο είναι αν η ιστορία των δύο γυναικών θα μπορέσει να συνεχιστεί έξω από το δωμάτιο, μακριά από το ξενοδοχείο, εκτός Ρώμης.

Το εγχείρημα αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον αν θεωρηθεί ως μελέτη πάνω στο χρόνο, έτσι όπως ο Medem προσπαθεί να χωρέσει σε μία και μόνο νύχτα μια ολόκληρη σχέση, με όλα τα γνώριμα στάδιά της - πρώτη συνάντηση, αμήχανο φλερτ, παθιασμένος έρωτας, όνειρα, η κατάρρευσή τους, ο τελικός χωρισμός. Προδίδεται όμως από τους στεγνούς, ανέμπνευστους διαλόγους και από την αποτυχημένη σύζευξη των δύο ηθοποιών του. Η Elena Anaya δίνεται σώμα και ψυχή στο ρόλο της, όχι όμως και η Yarovenko που κινείται σε επιεικώς μέτρια επίπεδα και το παιχνίδι εδώ χρειαζόταν και τους δύο. Άλλωστε, η δυσανάλογη δυσκολία του συναισθηματικού με το σωματικό στριπτίζ δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη ούτε αρκετή για να κρατήσει από μόνη της ένα φιλμ κλεισμένο επί δυο περίπου ώρες στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Εξ ου και οι (εντελώς αταίριαστες) ευκολίες του laptop και του internet που χρησιμοποιεί ο Medem για να απαλύνει την αφηγηματική πίεση που του ασκεί ο χώρος της δράσης.

Χαζεύοντας τις τοιχογραφίες του δωματίου τους κι αναπνέοντας την ατμόσφαιρα της αιώνιας πόλης (πόσο ειρωνικός ο χαρακτηρισμός της), οι ηρωίδες θα ψιθυρίσουν η μία στην άλλη πως η Ιστορία τους περιβάλλει. Δήλωση που υπογραμμίζει πως δεν πρόκειται να μείνουν στο σεξ, στο φυσικό δίκαιο των ορμών και της σάρκας που εξορισμού κατοικούν εκτός της θεσμοθετημένης πραγματικότητας. Η σωματική ένωσή τους θα καθρεφτίσει την ανάγκη τους για κάτι βαθύτερο. Η παράδοξη ερωτική τους ιστορία, δυστυχώς, δε θα σταθεί αντάξια του κάλλους των δύο ηθοποιών. Σε καμία περίπτωση ο Medem δε στερείται στιλιστικού ταλέντου, όμως για ένα τόσο δύσκολο κινηματογραφικό εγχείρημα όπως αυτό που σκαρφίστηκε εδώ, είναι απαραίτητο ένα ιδιαίτερο άγγιγμα για να το απογειώσει. Μια υπέρβαση που θα έφερνε κοντά τον αισθητικό εστετισμό και το συμμετοχικό πάθος. Αλλά πάλι δεν υπάρχουν πολλοί που θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο. Ο Kar Wai θα μπορούσε. Ο Ang Lee ίσως. Αυτοί.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

FRIENDS WITH BENEFITS (2011), του Will Gluck


Όταν στα πρώτα λεπτά της ταινίας ο Dylan και η Jamie, σε παράλληλο μοντάζ, χωρίζουν ο καθένας από τη σχέση του, ξέρεις ήδη ότι οι δυο τους θα καταλήξουν μαζί. Όταν μετά αποφασίζουν να αρχίσουν μια σχέση αμιγώς σεξουαλική χωρίς συναισθηματικές εμπλοκές που θα έβλαπταν τη φιλία τους, είσαι πιο σίγουρος ότι θα καταλήξουν μαζί ακόμα κι από ότι ο Woody Allen θα κάνει νέα ταινία την επόμενη χρονιά. Ασφαλώς, κανείς δε βλέπει μια ρομαντική κωμωδία του σύγχρονου Hollywood για την πρωτοτυπία της και μια φρέσκια σκηνοθετική ματιά (γιατί για σεναριακή κανείς δεν τρέφει ελπίδες) σε κάτι που έχουμε δει χιλιάδες φορές αρκεί για τη ξεχωρίσει από το σωρό. Το Friends with Benefits όμως δε διαθέτει ούτε αυτό.

Από την άλλη πλευρά, έχει να παρουσιάσει δύο φρέσκα (στο σινεμά έστω) πρόσωπα, αρκούντως σέξι, που γουστάρουν πολύ αυτό που καλούνται να κάνουν στο φιλμ και – προς ευτυχία όλων – γουστάρουν καταφανώς να παίζουν ο ένας με τον άλλον. Ο Justin Timberlake συνεχίζει την περσόνα του cool φλώρου που ο ίδιος εισήγαγε στο The Social Network, ενώ η Mila Kunis παραμένει έκδηλα ερωτική, αν και χωρίς το ερεθιστικό σκοτάδι που την περιέβαλε στο Black Swan. Είναι γεγονός πως στο πρώτο μισό της ταινίας και οι ίδιοι μοιάζουν να ψάχνονται, ωστόσο πλησιάζοντας προς το τέλος η χημεία τους έχει βρει την κατάλληλη μαγιά και από μόνη της θα κερδίσει το στοίχημα για τους αφοσιωμένους θεατές του είδους. Κι ας προσπαθεί ο Gluck να τα καταστρέψει όλα ξεχειλώνοντας τη καρικατούρα των δεύτερων ρόλων σε σημείο ενόχλησης (κρίμα γιατί διέθετε λαμπρό cast – Patricia Clarkson, Richard Jenkins, Woody Harrelson).

Αχιλλέας Παπακωνσταντής