Υπάρχουν ορισμένες ταινίες που κατέχουν θέση ακρογωνιαίου λίθου στην κινηματογραφική μυθογραφία, ταινίες χωρίς τις οποίες το σινεμά θα ήταν διαφορετικό. Τα Παιδιά του Παραδείσου έχουν χρόνια τώρα εξασφαλίσει τη θέση τους σε αυτήν την εκλεκτή, ολιγομελή ομάδα. Πριν από οτιδήποτε άλλο, η δημιουργία τους και μόνο αποτελεί μία ιστορία τόλμης και θάρρους άνευ προηγουμένου. Αν στην καρδιά του φιλμ κατοικεί μια αλληγορία για την άρνηση του γαλλικού λαού να υποκύψει στην εξαθλίωση που επέφερε η κατοχή, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γυρίστηκε αποτελούν ένα σπάνιο δείγμα έμπρακτης αντίστασης μέσω της τέχνης.
Το 1943 η κατάσταση στη Γαλλία είναι τραγική, ο κόσμος υποφέρει και αναζητά στις σκοτεινές αίθουσες μία ευκαιρία απόδρασης. Οι Ναζί, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη δύναμη της έβδομης τέχνης, ελέγχουν απόλυτα κάθε στάδιο κινηματογραφικής παραγωγής στα γαλλικά στούντιο, επιβάλλοντας γελοίες απαγορεύσεις που η μία μετά την άλλη έθεταν ανυπέρβλητα εμπόδια στον μεγαλόπνοο όραμα του Marcel Carné. Το πρώτο πρόβλημα ήταν η αναμενόμενα μεγάλη διάρκεια του φιλμ, καθότι οι Γερμανοί είχαν θέσει ως όριο τα ενενήντα λεπτά και κάθε ταινία που τα ξεπερνούσε αυτομάτως απαγορευόταν. Ο Carné δεν πτοήθηκε και μελέτησε το ενδεχόμενο να χωρίσει την ταινία σε δύο μέρη, με προοπτική επανένωσης τους σε ένα πελώριων διαστάσεων έπος άμα την απελευθέρωση. Το μεγαλύτερο εμπόδιο, ωστόσο, ήταν η υποχρεωτική συμμετοχή Γερμανών στην παραγωγή κάθε φιλμ. Ο σπουδαίος Γάλλος σκηνοθέτης υπάκουσε, δε δίστασε όμως να προσλάβει στο συνεργείο και μέλη της ένοπλης αντίστασης. Για μήνες εργάζονταν δίπλα – δίπλα χωρίς να καταλάβει ποτέ ο ένας τον άλλον. Τα γυρίσματα γίνονταν στο Παρίσι και στη Νίκαια με τα τεράστια σκηνικά να μεταφέρονται από την μία πόλη στην άλλη. Ο καιρός περνούσε και πολύ έξυπνα ο Carné αφουγκράστηκε την επερχόμενη ήττα των Ναζί και καθυστέρησε εσκεμμένα την κυκλοφορία του φιλμ προκειμένου να συμπέσει με την απελευθέρωση.
Και δικαιώθηκε. Η εμπορική επιτυχία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, συνέβαλε με τον τρόπο της στην ανόρθωση του ταλαιπωρημένου γαλλικού λαού κι έμεινε στις αίθουσες για πενήντα τέσσερις συνεχόμενες εβδομάδες. Σύμφωνα με το μύθο, κάθε βδομάδα, ακόμα και στις μέρες μας, υπάρχει ένας τουλάχιστον κινηματογράφος στο Παρίσι που το προβάλλει. Κι αν τα Παιδιά του Παραδείσου έχουν προσδώσει λίγη από την αθανασία τους στο όνομα του Carné, η αντιμετώπισή του για πολλά χρόνια δεν ήταν εξίσου επιτιμητική. Ο πάπας της γαλλόφωνης κινηματογραφικής θεωρίας, André Bazin, τον είχε περιθωριοποιήσει ως έναν …μεγαλομανή του ντεκόρ και, η αλήθεια είναι πως οι ταινίες του συνιστούν την επιτομή του γαλλικού κλασικισμού.
Επίσης, λάτρευε να συντονίζει μια σταθερή ομάδα συνεργατών, αναγνωρίζοντας το σινεμά ως μια τέχνη πρωτίστως συλλογική – ιδιαιτερότητα που τα τρομερά παιδιά της nouvelle vague και του περίφημου auteur theory δεν του συγχώρεσαν. Άλλωστε, ο τρόπος δουλειάς του έφερνε περισσότερο στις μεγάλες παραγωγές των χολιγουντιανών στούντιο και δεν είναι τυχαίο πως τα Παιδιά του Παραδείσου συχνά αναφέρονται ως η γαλλική απάντηση στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος.
Ωστόσο, σαν ανοίξει η αυλαία και η κάμερα περιπλανηθεί στη Λεωφόρο του Εγκλήματος, τα περιθώρια αντίδρασης του θεατή εξαντλούνται. Για τις επόμενες τρεις και βάλε ώρες, θα εκτυλιχθεί μπροστά του μία σπάνια σύνθεση ποιητικού ρεαλισμού και μελαγχολικού εξπρεσιονισμού, εμποτισμένη από τη μαγεία της νοσταλγίας - ίδιον του ίδιου του κινηματογράφου. Μαέστρος του τράβελινγκ, χρησιμοποιεί λατρευτικά τις κινητικές δυνατότητες της κάμερας για να μας ταξιδέψει στο Παρίσι του 19ου αιώνα και να περιηγηθεί σε μια κουστωδία χαρακτήρων: θεατρίνοι, κλεφτρόνια, δολοφόνοι, πορτοφολάδες, πόρνες. Στο επίκεντρο βρίσκεται η Γκαράνς και οι διεκδικητές της καρδιάς της - ο γόης Φρεντερίκ, ο πονηρός Λασνέρ, ο κόμης Εντουάρ και, πάνω από όλους, ο ντροπαλός Μπατίστ. Ο τελευταίος, μίμος με τη εγγενή συστολή του επαγγέλματός του, θα την ερωτευτεί παράφορα και η πρώτη τους συνάντηση είναι από μόνη της μια σκηνή ανθολογίας.
Ο Terry Gilliam, φανατικός θαυμαστής της, χαρακτήρισε τα Παιδιά του Παραδείσου μια ταινία με θέμα της τα χαμόγελα. Και την αγάπη, θα συμπληρώναμε εμείς, εκείνη την ανθρώπινη θέρμη που σαν έλθει στο προσκήνιο μας γεμίζει με αισιοδοξία, όπως μόνο στη μυθοπλασία μπορεί να συμβεί. Υπογείως τολμηρό στη σεξουαλικότητά του, πρωτοποριακά μεταμοντέρνο στο συνδυασμό ποπ και κλασικών επιρροών, το φιλμ είναι ένα εμπνευσμένο κινηματογραφικό ποίημα που όμοιό του δεν υπήρξε ποτέ έκτοτε. Τι κι αν ο Godard, ο Truffaut και η παρέα τους γυρνούσαν την πλάτη τους όποτε συναντούσαν τον Carné, δείχνοντας έμπρακτα την περιφρόνησή τους σε ένα κινηματογραφικό στιλ που αντιμάχονταν; Χρόνια αργότερα, στα εγκαίνια μιας αίθουσας, ενώπιον του ίδιου του Carné, ο Truffaut θα δήλωνε ότι θα αντάλλασσε χωρίς δεύτερη σκέψη όλες τις ταινίες που έκανε για μία μόνο: Τα Παιδιά του Παραδείσου.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
Classiques favoris, mon ami.
Ένα ανεπανάληπτο έπος, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς υπό ποιες συνθήκες μπόρεσε να ολοκληρωθεί η ταινία. Μια ταινία σύμβολο για τους Γάλλους και όχι άδικα. Θεωρώ ιστορικό ατόπημα των τρομερών παιδιών της nouvelle vague να σνομπάρουν αυτόν τον σπουδαίο δάσκαλο του Γαλλικού κινηματογράφου. Λατρεύω τον Καρνέ καθώς είμαι μεγάλος φαν του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού. Το πρώτο μέρος μου άρεσε περισσότερο από το δεύτερο, το οποίο κάνει μια μικρή “αριστουργηματική“ κοιλιά, για να κλείσει όμως με ένα αξέχαστο φινάλε.
5/5: Αριστούργημα
zisis,
effectivement!
argiris,
Συμφωνώ με τα λεγόμενά σου και υπόσχομαι να επανέλθω με κείμενο και για άλλες ταινίες του Καρνέ.
Ελπίζω μία από αυτές να είναι και το "Le quai des brumes" διότι εκτός του ότι είναι η αγαπημένη μου από τον Καρνέ, είναι η ταινία που με έκανε να λατρέψω τον γαλλικό ποιητικό ρεαλισμό.
Δημοσίευση σχολίου