Σπάνιο όσο και μοναδικά υπέροχο να φτάνει κανείς στη Θεσσαλονίκη πριν προλάβει καν να βάλει σε μια τάξη τις εκκρεμότητες (και αλήθεια, πότε τελειώνουν;) στην Αθήνα. Η πόλη, ακόμη πιο όμορφη κι από ένα δυο απογεύματα αργότερα, όταν και πλέον έχει παραδοθεί για τα καλά στη δίνη του μεγαλύτερου κινηματογραφικού φεστιβάλ της χώρας, ήδη κινείται γύρω από το σπουδαίο δεκαήμερο. Από πέρυσι δεν άλλαξαν και τόσα πράγματα στη χλιαρή υποδοχή της πρώτης μέρας, η οργάνωση έδειχνε ήδη όμως καλύτερη και οι υποσχέσεις του προγράμματος περίμεναν να πραγματοποιηθούν.
Από τη μία η ταινία έναρξης της Παρασκευής, οι
Απόγονοι (****), δια χειρός Αλεξάντερ Πέιν και με τον αφοπλιστικό Τζορτζ Κλούνεϊ στον πρώτο ρόλο που, σε μια υπέροχη ταινία που εναλλάσσει το πικρό χαμόγελο με το γλυκό δάκρυ μέσα από μια χούφτα εξαιρετικών χαρακτήρων και υπό τη σύγχιση της χαβανέζικης μουσικής και των λουλουδάτων πουκαμίσων, καταφέρνει το one man show και ίσως δε θα ήταν και υπερβολή στην ανοδική πορεία της καριέρας του και μετά τον Αμερικάνο, να μιλήσουμε για την καλύτερη ερμηνεία που μας έχει παραδώσει. Ακούμε ήδη τους ψιθύρους των Όσκαρ κι ας απέχουμε μήνες.
Όσοι δεν παρακολουθούν από κοντά τις ταινίες μικρού μήκους του φεστιβάλ της Δράμας, είχαν την ευκαιρία σε δύο συνεχείς προβολές να γνωρίσουν τις βραβευμένες για το 2011, από τις οποίες με ευκολία ξεχωρίσαμε το διαμαντάκι του Αριστοτέλη Μαραγκού,
If you have no place to cry, ως δείγμα ιδανικού σινεμά που ξέρει να αφηγείται και να δημιουργεί θρύλους. Για το κλείσιμο της ημέρας, μία έκπληξη χαμηλών τόνων αλλά εκρηκτικού κινηματογραφικού διαμετρήματος για όσο τα φώτα ήταν κλειστά, το γαλλικό δράμα
Τα άνθη του κακού (***½), ένα λανθάνον ρομάντζο που μιλάει για τη δύναμη της επικοινωνίας, έστω και αγκιστρωμένης στα αγκάθια της τεχνολογίας, με υλικό που σοκάρει, θαυμάσιες ερμηνείες και καταπληκτικό σάουντρακ.
Με το πρώτο Σαββατοκύριακο του φεστιβάλ να φέρνει πλέον όλο τον κόσμο στη Θεσσαλονίκη, το
Σπίτι (***) της σκηνοθέτιδος Σουζάνα Λιοβά, είναι η πρώτη και μάλλον η καλύτερη ταινία ενός πολύ μέτριου διαγωνιστικού τμήματος, ένα τίμιο δράμα που γνωρίζει πώς να μιλήσει για τις υπερβάσεις αλλά και τις συμβάσεις της οικογένειας (του “σπιτιού”) που δεσμεύει στην προσπάθεια να κρατηθεί ενωμένη. Η σκηνοθέτις μετράει τις σιωπές και αφήνει τους δύο πρωταγωνιστές να ερμηνεύσουν υπέροχα την απόγνωση και το αδιέξοδο των δύο γενιών που αρνούνται να πλησιάσουν η μία την άλλη. Ο γνωστός και αγαπημένος μας Ιρλανδός ηθοποιός Πάντι Κόνσινταϊν κρύβεται για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα πλησιάζοντας ξανά το μικρού μήκους φιλμ που είχε κάνει με τον Πίτερ Μάλαν και την Ολίβια Κόλμαν, κρατώντας πάλι τους ίδιους ηθοποιούς (και γιατί να αλλάξει κανείς τον σπουδαίο Μάλαν - δείτε το φιλμ και θα καταλάβετε). Το ευχαριστώ του
Τυραννόσαυρου (****) στο Σέιν Μέντοουζ (“Τα παπούτσια του νεκρού”) μπορεί να μη βρίσκεται στους τίτλους τέλους όμως ψιθυρίζεται σε κάθε πλάνο αυτού του σκληρού βρετανικού δράματος που δε χαρίζεται πουθενά. Όπως ο φίλος του, Σέιν, ο Κόνσινταϊν απογοητεύεται κοιτώντας την πατρίδα του: αλκοόλ, βία, εκμηδένιση κάθε έννοιας σεβασμού και μια κατηφόρα ηθική που την κατεβαίνουν με φόρα χαρακτήρες χιλιόμετρα μακριά από το μανιχαϊστικό αμερικανικό σινεμά, άγιοι και διάβολοι σε κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Το παρελθόν βαραίνει πάνω τους, ορίζει τις πράξεις, θολώνει το μέλλον. Με λίγα λόγια, το στοίχημα για μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που έρχεται και θα βρούμε σύντομα και στις αίθουσες. Κλείνοντας το Σάββατο, το
Μίκαελ (***) ένα αμφιλεγόμενο φιλμ που μάζεψε τις χειρότερες βαθμολογίες των μεγάλων εντύπων στο φετινό φεστιβάλ των Κανών και δραματοποιεί την αληθινή ιστορία ενός παιδόφιλου που κρατούσε για χρόνια φυλακισμένο στο υπόγειο ένα παιδί. Κλινική προσέγγιση, εξαιρετικοί ρυθμοί αλλά και ένα μούδιασμα όταν αναρωτιέται κανείς το λόγο ύπαρξης μιας ταινίας που κρατάει τέτοια απόσταση και ουσιαστικά κινηματογραφεί σαν στα κρυφά ένα τέρας να εναλλάσσει χαρακτήρες ανάλογα με τις εκάστοτε συναναστροφές του. Ενίοτε συμπαθής και κατά βάση απεχθής, όσο κι αν ο Σλάιζνερ (από τους πιο βασικούς βοηθούς του Μίκαελ Χάνεκε σε σειρά ταινιών του) κρατάει εκτός κάδρου όλες τις πράξεις του υπογείου, ο Μίκαελ είναι ένας χαρακτήρας προς μελέτη και όχι προς παράθεση στιγμών υπό την κλινική ματιά ενός σκηνοθέτη που, όπως επέμενε να λέει ο Άκης Καπράνος σε κουβέντα μας μετά, δείχνει για τα καλά το λόγο που παρέμενε βοηθός. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όταν και η ταινία θα βγει στις αίθουσες, θα περιμένουμε τα δικά σας σχόλια σε μια από τις πιο σημαντικές (όχι φυσικά με την έννοια των καλύτερων αλλά των πιο συζητημένων) ταινίες της χρονιάς. Το Σαββατόβραδο έκλεισε με κλοτσοπατινάδες μεταξύ σκηνοθετών και σεναριογράφων (Γιάνναρης και Κακκαβάς στον τελικό πυγμαχίας της κατηγορίας μύγας), κάτι για το οποίο σαν ενημέρωσε ήδη ο Άκης Καπράνος και δεν έχει νόημα να επεκταθούμε παραπάνω για δεύτερη φορά.
Αν και την Κυριακή την περάσαμε με την αναμονή της νέας ταινίας του μεγάλου Μπρουνό Ντιμόν, ξεχωρίσαμε από το τμήμα των Ανοιχτών Οριζόντων το Σουηδικό
Μαϊμούδες (**½), ένα κρυμμένο παιχνίδι σεξουαλικής αφύπνισης σε τρία επίπεδα, αλλά και ένα μυστηριώδες και αυταρχικό παιχνίδι επιβολής. Τρία κορίτσια (ένα επτάχρονο που ερωτεύεται τον ξάδελφό της και ζητά να την “ξύσει” στην κοιλιά, μία δεκαπεντάχρονη και ένα... σιγανό ποτάμι εκθαμβωτικής ομορφιάς) μπλέκονται σε αλλεπάλληλες σωματικές προκλήσεις και επίμονα ψυχολογικά βασανιστήρια, ξεπερνούν τα όρια και αναζητούν τον απόλυτο έλεγχο, συνώνυμο της γυναικείας φύσης θαρρεί κανείς στο επιμύθιο της ενδιαφέρουσας ταινίας της Λίζα Άσαν. Ο Πάολο Σορεντίνο, τιμώμενο πρόσωπο μεταξύ άλλων στο φετινό φεστιβάλ, κάνει μοναδικό σινεμά στις
Συνέπειες του έρωτα (***), όσο κι αν αφήνει να τον παρασύρει η δίχως όρια βιρτουοζιτέ του στην αφήγηση και την εικόνα.
Ο Τόνι Σερβίλο δίνει άλλη μια θαυμάσια ερμηνεία, προάγγελο του ερμηνευτικού άθλου του Il divo μια τετραετία αργότερα. Το ίδιο βράδυ, ο Μπρουνό Ντιμόν (L’Humanite, Η ζωή του Ιησού, 29 Φοίνικες, Φλάνδρα) φιλοσοφεί πάνω σε γνώριμο ζήτημα για τον ίδιο, αυτό της απουσίας θεού, παίζοντας με τον τίτλο.
Έξω Σατανά (***½), όπως τιτλοφορείται η νέα του ταινία, δεν είναι παρά Μέσα θεέ, μου λέει ο Άκης Καπράνος σε κουβέντα μας μετά ανοίγοντας μεγάλη συζήτηση. Για εμάς, το Εκτός Σατανά, όπως αλλιώς θα μπορούσε να διαβάσει κανείς τον τίτλο μπορεί να σημαίνει και μια πνευματική ανυπαρξία για όποιον δεν αναγνωρίζει καν το θεό. Το θαύμα της φύσης στη φύση που περιγράφει επίμονα ο Γάλλος σκηνοθέτης, είναι η σωτηρία όχι από τα παροδικά τραύματα αλλά από το κενό του θανάτου, εκεί που όλα ελπίζουμε να μας εξηγηθούν, αλλά προσπαθούμε να μείνουμε μακριά τους.
Βραβευμένος με το βραβείο του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα (για να μην ξεχνιόμαστε, αυτό είναι το βραβείο για τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου 2 χρόνια πριν, αναλογιστείτε την τιμή) στο φετινό φεστιβάλ των Κανών, ο μεγάλος Ρώσος Αντρέι Ζβιαγκίντσεφ με το
Ελένα (***½) κλείνει το μάτι σε ένα ψυχαγωγικό σινεμά στην επιφάνεια της ιστορίας του (ένας πλούσιος αφήνει εκτός κληρονομιάς το μοναδικό του άνθρωπο στον κόσμο και εκείνη σχεδιάζει να τον δολοφονήσει), για να μιλήσει για την ταξική πάλη και εναλλαγή στη χώρα του, μέσα από σκηνές διαμάντια: “στείλε το μικρό στο στρατό, είναι το καλύτερο σχολίο” προτείνει ο πλούσιος μεγαλοαστός όσο συζητάει στο χλιδάτο του διαμέρισμα, πριν μπει στο 120 χιλιάδων ευρώ τζιπ του και αναγκαστεί να παραχωρήσει προτεραιότητα σε μια ομάδα εργατών που περνούν το δρόμο - ποια είναι η παλιά Ρωσία και ποια η καινούρια; Το όνειρο που γκρεμίστηκε ή το όνειρο που αναδύεται από τα συντρίμμια όμως, δύσκολα θα καταφέρει να σώσει τον άνθρωπο, διεφθαρμένο στο εξής από ένα παρελθόν σκοτεινό και κουκουλωμένο. Το θλιβερό Q&A που ακολούθησε μας γέμισε ενοχές για την αδυναμία μιας ολόκληρης αίθουσας να ερμηνεύσει όπως της αξίζει, μια σπουδαία ταινία. Η δική μας, Γκέλυ Μαδεμλή, το διαχειρίστηκε όσο καλύτερα γινόταν αλλά τόσο ο απογοητευτικός Ζβιαγκίντσεφ όσο και το επίμονο κοινό σε μορφή όχλου, έμειναν να συζητάνε μπλοκάροντας την έξοδο κινδύνου για μία ώρα. Σαν κακή ποιοτική αντιστάθμιση για τη συνέχεια της βραδιάς το, θαρρείς και τηλεοπτικό, ξεχειλωμένο νεανικό ρομάντζο από τη Γαλλία,
Ένας νεανικός έρωτας (*), θέλει να μιλήσει για τους έρωτες που δε σβήνουν στο χρόνο, αλλά αυτό που τελικά καταφέρνει, είναι να φλυαρεί κουραστικά για δύο ώρες, πάνω σε μία κοινότυπη ιστορία κακογραμμένων διαλόγων που δε δικαιολογεί ούτε ταινία μικρού μήκους.
Το πρώτο τετραήμερο του φεστιβάλ πέρασε τόσο γρήγορα, όσο και οι ελάχιστες παράλληλες εκδηλώσεις του. Καλεσμένοι που δεν ανταποκρίθηκαν ή μια διαφορετική προσέγγιση στο πλήθος και το κύρος τους, έδωσε στην ανάκτηση της αίγλης ένα ρυθμό που έκανε, προς το παρόν, μικρά προσεκτικά βήματα. Το φεστιβάλ αλλάζει κατεύθυνση, γίνεται πιο επαγγελματικό. Ξεχάστε τις προκρατήσεις από το τηλέφωνο με μία απλή σινεκάρτα, ξεχάστε τις ουρές έξω από γεμάτες προβολές που κατέληγαν σε είσοδο χωρίς εισιτήριο λίγο πριν την προβολή. Γίνεται ακόμα και ηλεκτρονικό σκανάρισμα των εισιτηρίων και επίμονη επίδειξη του αποδεικτικού ενός μηδενικού εισιτηρίου (σινεκάρτα ή διαπίστευση) και, αν αλλάξουν λίγα πράγματα στις αίθουσες, δε θα ήταν περίεργο να μιλήσουμε και για έκδοση αριθμημένων θέσεων. Αν θέλετε τη γνώμη μας, όσο κι αν ήταν αναγκαίες μερικές αλλαγές, δεν είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε από το ΦΚΘ.
Αυτό που πρώτα όμως ζητάει κανείς, είναι οι καλές ταινίες του προγράμματος και εκεί το φεστιβάλ έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Ως εξαίρεση, στα πλαίσια του μέτριου διαγωνιστικού, την Τρίτη παρακολουθήσαμε τους
Γάιδαρους (**), του 42χρονου Μεξικανού Οντίν Σάλαζ Φλόρες, ένα δράμα ποιητικών διαθέσεων που θέλει να πιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε ο Σπασμένος Απρίλης, ερευνώντας το φόβο της βεντέτας, τη διάσπαση της οικογένειας, το σύμπαν της ενηλικίωσης, στο φόντο μιας ιστορικής περιόδου που στο Μεξικό κυριαρχούσε η πολιτική βία. Συνδυάζοντας στοιχεία βιογραφίας, εμπνευσμένος από την προσωπική ιστορία του πατέρα του σκηνοθέτη, η παιδική αθωότητα του Λαουτάρο συγκρούεται με το σύμπαν των ενηλίκων, την αδικία και τους φόβους τους, σε ένα ψυχολογικά βίαιο flash forward του χρόνου, με την υπερπροβολή του Φλόρες στην παράδοση και την κουλτούρα του τόπου του. Εκεί δηλαδή που τα φαντάσματα στοιχειώνουν για αιώνες ανήσυχα για τον άδικο θάνατό τους, εκεί που οι νεκροί περπατούν ανάμεσα στους ζωντανούς, εκεί που το δίκαιο ο λαός το ψάχνει στην εκδίκηση και την μπερδεμένη αντίληψη για την αξιοπρέπεια.
Βασικός υποψήφιος για το βραβείο του διαγωνιστικού τμήματος, το
Ιδού ο αμνός (**½) είναι το ντεμπούτο του Ιρλανδού Τζον Μακίλνταφ, μια μικρή ιστορία που μιλάει για μεγάλα πράγματα, με ήρωες δύο απόκληρους που έχουν σχεδόν παρατήσει τη ζωή τους και η συγκυρία της γνωριμίας τους τους ωθεί σε ένα προσωπικό ταξίδι αναζήτησης της εσωτερικής τους ηρεμίας και λύτρωσης. Εικόνες, αποφάσεις αλλά ακόμα και ένας τίτλος που ξεπηδούν από τις καθολικές διδαχές, αλλά τους δίνουν χώρο αυστηρά περιορισμένο. "Μπορείς να πεις ότι ο θεός είναι νεκρός αλλά μας άφησε πίσω όλα τα σύμβολά του", λέει σε μία συνέντευξή του ο σκηνοθέτης που, για να ελαφρύνει το κλίμα της ταινίας του, δε διστάζει να διαποτίσει το road movie του με σκηνές που ξεσηκώνουν γέλια, όχι ακριβώς τυπικού βρετανικού χιούμορ.
Κάπου στο ενδιάμεσο, ο Ντανιέλε Λουκέτι δε μεγαλώνει τις προσδοκίες και δεν ξεφεύγει από τα δείγματα γραφής που είχε δώσει στην προηγούμενη ταινία, το ασθενικό δράμα "Ο αδερφός μου είναι μοναχοπαίδι" που είχε βρει το δρόμο προς τις αίθουσες και στη χώρα μας, με τη
Ζωή μας (**), ενόσω παράλληλα ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης έδινε την πιο ενδιαφέρουσα και γεμάτη κόσμο συνέντευξη τύπου. Ανάμεσα σε άλλα, ο μεγάλος Έλληνας κινηματογραφιστής μίλησε για την εξέλιξη ενός δημιουργού σε στιλ και φόρμα, αλλά και τον τρόπο που οι εμμονές παραμένουν να στοιχειώνουν το έργο του, χαρακτηρίζοντας τρομακτική όσο και ερεθιστική αυτήν την ψυχαναλυτική εσωτερική πάλη. Στο νέο του φιλμ , “Kalashikov”, δουλεύει ξανά με την ομάδα της Άκρης της πόλης, χωρίς την αφέλεια, όπως είπε ο ίδιος, εκείνης της εποχής.
Φτάνοντας στη μέση του φεστιβάλ, το διαγωνιστικό μέρος παίρνει τα πάνω του, όμως στις ειδικές προβολές οι ελληνικές ταινίες έχουν την τιμητική τους. Το μεγάλο ταλέντο του Φίλιππου Τσίτου αρκεί για την αναμονή της νέας ταινίας του, πάλι με τον Αντώνη Καφετζόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο (όπως και στην "Ακαδημία Πλάτωνος"), να περιφέρεται ως άλλος ήρωας από το σινεμά του Καουρισμάκι, ψάχνοντας το δίκαιο καταμεσής ενός
Άδικου κόσμου (***) που πλέον αποτελεί τον κανόνα. Η θλιμμένη ματιά αυτού του σπουδαίου ερμηνευτή, καθρέφτης της σύγχρονης απογοήτευσης, της κούρασης πριν την παραίτηση. Ακόμη πιο πριν από αυτή, θα δώσει το δικό του αγώνα εκεί που μπορεί να το κάνει καλύτερα. Δε σκοπεύει να αλλάξει τον κόσμο, αλλά να ορθώσει τη δική του γροθιά αντίστασης στο κατεστημένο που ρίχνει το βάρος πάνω του. Στον εαυτό του, στον κόσμο του δηλαδή, που συνήθισε να είναι άδικος. Ως ανακριτής της αστυνομίας και πριν πεθάνει από την πλήξη και τη ρουτίνα του πρωτοκόλλου, αναζητά ψήγματα καταθέσεων που δικαιολογούν την αθώωση των παρανόμων που περνάνε από το γραφείο του. Δεν είναι θεός, όμως το σύστημα που έμαθε να δίνει δικαίωμα θεϊκής παρέμβασης στις ζωές των ανθρώπων από άλλους ανθρώπους, μπορεί να το πολεμήσει δίνοντας δεύτερες ευκαιρίες σε όσους αδίκησαν και αδικήθηκαν. Κορυφαία πλανοθεσία, βαθύς ανθρωπισμός και πραγματική ταυτότητα τόσο καλλιτεχνική όσο και εθνική ως κινηματογραφική ηθογραφία, αυτή είναι η ελληνική ταινία που μας γοήτευσε όσο καμία φέτος. Το γεμάτο Ολύμπιον άλλωστε, είναι η πιο χαρακτηριστική απόδειξη της εκτίμησης του κοινού στο πρόσωπο του δημιουργού.
Όταν καταστράφηκε κάθε έννοια οικονομίας και οι κινηματογραφιστές δεν αναζητούσαν στο χρήμα το σκοπό του σινεμά τους, στη γειτονική Ρουμανία άνθισε ένα ρεύμα κινηματογραφικό που αδυνατούσε να δημιουργήσει οτιδήποτε που δε θα ήταν αριστουργηματικό. Από τη βράβευση του Μουνγκίου και του "4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες" στο "Αστυνομία, ταυτότητα" και από εκεί στο "Όταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω", οι ρουμάνικες ταινίες έρχονται με την αβάντα της χώρας παραγωγής τους και μόνο, δημιουργίες πρωτοεμφανιζόμενων ή άπειρων σκηνοθετών, σε ένα κοινό που προσδοκά πάντα κάτι ανάλογα άξιο. Στο τμήμα "Ματιές στα Βαλκάνια" τη Ρουμανία φέτος εκπροσώπησε επάξια ο Αντριάν Σιτάρου, βραβευμένος πριν χρόνια στο ίδιο φεστιβάλ, αυτή τη φορά με την καινούρια του ταινία και
Με τις καλύτερες προθέσεις (***½). Κάτι σαν βαλκανικός "Ένας χωρισμός", το φιλμ του Σιτάρου αφήνει τους χαρακτήρες του να οργιάσουν φλυαρώντας άσκοπα και ανησυχώντας υπερβολικά, φτιάχνοντας τελικά εντός του χώρου δράσης (κυρίως το δωμάτιο ενός νοσοκομείου) έναν κόσμο τόσο μπερδεμένο, αγχωμένο και αποξενωμένο ως δείγμα ενός ευρύτερου, αλλά παρόμοιων ανησυχιών και συμπεριφορών. Η σκηνοθετική ματιά του Ρουμάνου δεν περνάει απαρατήρητη, ουσιαστικά μιλάμε για μια ρυθμική εναλλαγή μονοπλάνων διαρκείας, σε καθένα από τα οποία, η κάμερα παίρνει τη θέση ενός από τους συνομιλητές του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα.
Δεν έχουμε δει την κόπια που παρουσίασε στο Βερολίνο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, πριν αποφασίσει να προχωρήσει σε εκ νέου μοντάζ ολόκληρης της ταινίας του. Έτσι, η νέα έκδοση που φέρει τον υπότιτλο "Director's Cut" ήταν για εμάς η πρώτη επαφή με το
Man at sea (**½), την ιστορία που εμπνεύστηκε ο Γιάνναρης για μια ομάδα λαθρομεταναστών που γίνονται δεκτοί από τον πλοίαρχο ενός εμπορικού πλοίου, κόντρα στις εντολές της εταιρίας, για να μιλήσει για θέματα γνώριμα στο σινεμά του (η αδυναμία αφομοίωσης του καινούριου, του ξένου αν θέλετε καλύτερα, στην παράδοση ενός ανθρώπου, μιας ομάδας ή μιας χώρας - ανάλογα με τη μεγαλοσύνη της κάθε ταινίας του). Ο εγκλωβισμός με το στανιό της φύσης αλλά και των διεθνών κανόνων και συμβάσεων στη φυλακή της εξορίας (το πλοίο) όπως σταδιακά την αισθάνονται οι λαθρομετανάστες, βραδυφλέγει τις εκρήξεις στις σχέσεις, υποβοηθούμενες από τη μαεστρία του Γιάνναρη που εδώ, όπως στο Δεκαπενταύγουστο και το χωριό του, αντιλαμβάνεται τη δυνατότητα να ζώσει το θρίλερ του χωρικά, αλλά και χάνοντας δυναμική από τους ανορθόδοξους αφηγηματικούς ρυθμούς και το μοντάζ που αφήνει ερωτηματικά γύρω από τις αντιδράσεις των χαρακτήρων. Αφορμώμενος ξανά από την ταξική πάλη, διαλύει το μικρόκοσμό του σε στρατόπεδα που πλησιάζουν και απομακρύνονται, όσο υπαγορεύει η απόγνωση. Και, μιας και δεν την αναφέραμε στον Άδικο κόσμο παραπάνω, όπως εκεί έτσι και εδώ, η πολυδιάστατη ερμηνευτική σιωπή της Θεοδώρας Τζήμου κραυγάζει από το πρώτο της πλάνο μέχρι το τελευταίο, πως έχει μια κοινωνία χαθεί σαν άλλος άνθρωπος στη θάλασσα.
Στη Ρωσία, οι άνθρωποι της διανόησης συνεχίζουν να ανησυχούν για την ταξική πάλη, ιδανικά ανισόρροπη όσο πουθενά στον κόσμο και, όπως ο Ζβιαγκίντσεφ με το θρίλερ δομημένο γύρω από την Έλενα και τη σύγκρουση μπουρζουαζίας και μικροαστών, έτσι και η Αγγελίνα Νικόνοβα με το
Πορτρέτο στο λυκόφως της (***) στήνει έναν παραμορφωτικό καθρέφτη στην εκπρόσωπο της μπουρζουαζίας της και την αφήνει να πλησιάσει το είδωλο που γνωρίζει πως ουσιαστικά δεν είναι η αντανάκλασή της. Αφού ταπεινωθεί, θα κοιτάξει τη ζωή προς τα πίσω, θα βουτήξει στον πληγωμένο της ψυχισμό και θα θρέψει τη βία και την ηθική σήψη, όχι αποσιωπώντας αλλά παίρνοντας μέρος στην πραγματικότητα που αγνοούσε ή αδιαφορούσε. Δεν υπάρχουν απαντήσεις, μόνο έντονες σκηνές που κραυγάζουν ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες στο πέρασμα των χρόνων.
Μετά το αδιάφορο θρίλερ
Επιτηρητής Μωρού (*) που δεν είναι παρά μια κλισέ αμερικανική ιστορία παράνοιας και απώλειας που απλά μιλάει σουηδικά, το αριστούργημα των αδερφών Νταρντέν,
Το παιδί με το ποδήλατο (****), με φόρα από τις Κάνες αλλά όχι με το Χρυσό Φοίνικα που άξιζαν από το γνώριμο φεστιβάλ τους (και θα ήταν ο τρίτος τους), κλείνει το μάτι στα 400 χτυπήματα και την πληγωμένη παιδική ηλικία που αγνοεί το περιβάλλον και αδυνατεί να κατανοήσει τον κόσμο των ενηλίκων, στον οποίο εισέρχεται με βία. Το βαθιά ανθρωπιστικό τους σινεμά είναι εδώ, παρόν σε ένα δράμα που, όπως πάντα, δεν ξεπέφτει σε φτηνές συγκινήσεις και μελό εκβιασμούς.
Το μεγαλόπνοο σχέδιο του Μενέλαου Καραμαγγιώλη συγκρούεται με το μικρών προθέσεων σινεμά του Παναγιώτη Φαφούτη στο διεθνές διαγωνιστικό. Ο πρώτος με το
J.A.C.E. (*) μπλέκει στο χαοτικό ταξίδι 2μιση ωρών του ήρωά του, ιδέες και στιλ που μοιάζουν μπλεγμένες και όχι εμπνευσμένες όπως θα ήθελε ο ίδιος και ο δεύτερος με τον
Παράδεισο (**), μετά από μια εντυπωσιακή έναρξη που αφιερώνει ιδανικά χρόνο στους πολλούς χαρακτήρες του και προετοιμάζει τις συγκρούσεις με μαεστρία (καμία σχέση δηλαδή με τον αυτόματο πιλότο του ντεμπούτου του με την “Κληρονόμο”), χάνεται στα αυτοκαταστροφικά και εν τέλει ανύπαρκτα κλεισίματα των υποϊστοριών του, φλύαρους και μακριά από την πραγματικότητα (που μέχρι εκείνη τη στιγμή φαίνεται να υπηρετούσε) διαλόγους. Όσο κι αν μιλάμε για χαμένη ευκαιρία, το ταλέντο και η προσωπικότητα του δημιουργού του, μας υποχρεώνει να τον αφήσουμε με την προσμονή της επόμενης δουλειάς του.
Το
Without (***), εντυπωσιακά ώριμο ντεμπούτο ενός νεαρού Νεοϋορκέζου που βρίσκεται πίσω από όλα (σκηνοθεσία, παραγωγή, μοντάζ, σενάριο), ακολουθεί μια 19χρονη σε ένα ταξίδι εσωτερικής βύθισης στους εφιάλτες και τα σημάδια του παρελθόντος, μέσα από τη σχέση της με έναν ανάπηρο αλλά και δίχως ίχνος δυνατότητας επικοινωνίας ηλικιωμένο, όταν αποφασίζει να δουλέψει αναλαμβάνοντας τη φροντίδα του για μερικές ημέρες. Στο απομονωμένο νησί της Ουάσινγκτον χάνει κάθε επικοινωνία εκ του μακρόθεν, δίχως διαδίκτυο και τηλέφωνο, αλλά και αδυνατεί να βρει μια αντίστοιχη με τον εαυτό της. Η ταινία, εκτός από το ταλέντο ενός νέου σκηνοθέτη, μας συστήνει και μία εξίσου νεαρή ηθοποιό που δε διστάζει να εκτεθεί ερμηνεύοντας παράλληλα με την άνεση μιας εμπειρίας χρόνων, τον απαιτητικό ρόλο της.