Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

OVSYANKI (2010), του Aleksei Fedorchenko


Ταινίες σαν το Ovsyanki φέρουν μαζί τους μια απαίτηση σαν μικρή, ευγενική χειρονομία. Μας καλούν να χαμηλώσουμε τις ταχύτητες, να αφήσουμε λίγο το πόδι από το γκάζι. Λογικό, λοιπόν, σε έναν κόσμο που τρέχει ιλιγγιωδώς, στην κουλτούρα του fast food και του speed test, που μέτρο της επιτυχίας είναι το πόσο γρήγορα κινούμαστε, μιλάμε, τρώμε και κοιμόμαστε, να μοιάζουν ολότελα παράταιρες. Και σε ένα πρώτο αντάμωμα υπερβολικά απλές. Ακριβώς επειδή, ενώ τρέχουμε να προλάβουμε τον επόμενο σταθμό, μας ζητούν να κοντοσταθούμε και να κοιτάξουμε λίγο πίσω, σε όσα προσπεράσαμε πριν γευτούμε καλά – καλά αυτά που είχαν να δώσουν. Το μικρό διαμάντι του Αλεξέι Φεντοροτσέκνο έχει κάτι πολύτιμο να προσφέρει, έστω και αν στο τέλος πρέπει να (μας) πατήσει το φρένο για το προσέξουμε. Και φρένο δεν μπορεί παρά να σημαίνει θάνατος. Ο τελευταίος συνδέεται με τη στάση, όπως ακριβώς η κίνηση είναι εγγενές στοιχείο της ζωής. Διαπίστωση που μας φέρνει μπροστά σε ένα μεγάλο παράδοξο: κίνηση δεν μπορεί παρά να σημαίνει κι αυτή θάνατος, έτσι που κάθε βήμα μας φέρνει πιο κοντά του.

Αυτή είναι η βάση του τελευταίου φιλμ του Ρώσου σκηνοθέτη: δύο (αντι)ήρωες σε κίνηση με τη σκιά του θανάτου διαρκώς παρούσα. Ένα νομοτελειακό road trip αποχαιρετισμού σε δύο παράλληλες πράξεις: μία για την Τάνια, τη σύζυγο του Μορίν που την προηγούμενη νύχτα άφησε τη στερνή της πνοή στο κρεβάτι, και μία για τους Μέργια, φιλανδική φυλή που ενσωματώθηκε στο ρώσικο πληθυσμό εκατοντάδες χρόνια πριν και σιγά – σιγά αφομοιώθηκε εξ ολοκλήρου. Ή σχεδόν. Μερικοί απόγονοί τους, κάτοικοι της μικρής πόλης Νέγια, φυλούν περήφανα τις ιδιαίτερες παραδόσεις και την ιστορία τους. Ο πρωταγωνιστής της δικής μας ιστορίας, ο Άιστ, είναι ένας από αυτούς καθότι (αισθάνεται πως) φέρει και μία προσωπική ευθύνη και, ταυτόχρονα, κληρονομιά. Ο πατέρας του ήταν ο τελευταίος Μεργιανός ποιητής, φύση και θέση που καθόρισαν τη ζωή και το θάνατό του. Και τώρα ετοιμάζονται να πράξουν ακριβώς το ίδιο και για τον Άιστ.

Από τη Νέγια ως το παραποτάμιο χωριό όπου θα αφήσουν την τέφρα της νεκρής γυναίκας, ο Άιστ και ο Μορίν θα «καπνίσουν» ασταμάτητα. Ο «καπνός» είναι ένα από τα πολλά έθιμα των Μέργια σύμφωνα με το οποίο, λίγο πριν τον τελευταίο αποχαιρετισμό, ο πιο κοντινός άνθρωπος του αποθανόντα αποκαλύπτει στιγμές προσωπικές και διηγείται όλα όσα θέλει να κρατήσει από εκείνον που αποχαιρετά. Σαν ύμνος στη θύμηση, το μόνο όπλο απέναντι στην καταστρεπτική μα αναπόφευκτη λησμονιά, ο Μορίν θα μιλήσει για την Τάνια και ο Άιστ για τη φυλή τους. Χωρίς εύκολο συναισθηματισμό ή διάθεση δραματοποίησης, θα απονείμουν ένα ευγενές κατευόδιο. Στο Ovsyanki δεν υπάρχει τίποτα το συντηρητικό. Σκηνοθέτης και ήρωες δεν αρνούνται την πρόοδο (κίνηση). Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Δέχονται όμως αυτό που οι περισσότεροι εξ ημών, γλοιωδώς κατά Μπαρτ, αρνούμαστε. Η κίνηση είναι αέναη, απέραντη σαν τη θάλασσα. Και οι άνθρωποι σταγόνες στον ωκεανό που δεν έχουν τίποτα άλλο να κρατούν παρά η μία την άλλη. Και όπως μας κοινώνησε μισό αιώνα πριν το φινάλε του μπεργκμανικού Μέσα Από τον Σπασμένο Καθρέφτη, το μόνο που μένει, η αληθινή θεία παρουσία στις ζωές μας, είναι η αγάπη.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

7 σχόλια:

theachilles είπε...

H ταινία εξακολουθεί να παίζεται σε κάποιες αίθουσες στην Αθήνα για τρίτη βδομάδα. Κι αυτό είναι ένα μικρό θαύμα. Ογδόντα λεπτά από ένα απόγευμά σας δεν είναι πολλά, σε αντίθεση με όσα θα σας προσφέρουν αυτά σαν εγκαταλείψετε την αίθουσα.

Ιωάννης Moody Λαζάρου είπε...

Κσλημέρα Αχιλλέα.
Έχω γράψει κι εγώ για την ταινία (την αγάπησα πολύ) κι επειδή προτιμώ να μην αναμασώ τα ίδια, θα παραθέσω μόνο την αίσθησή μου μετά τη θέασή της (με αφορμή το παραπάνω σχόλιό σου).

Πήγα στο σινεμά με πολύ άσχημη διάθεση, αλλά ευτυχώς έχω την ικανότητα να πατώ delete μέσα στη σκοτεινή αίθουσα.
Βγήκα νιώθοντας μια παράξενη πραότητα και πληρότητα, έτσι που νόμιζα πως έγινα καλύτερος άνθρωπος.
Με τη σύντροφο μου είχαμε συναποφασίσει νωρίτερα να πιούμε ένα ποτάκι στο Γκάζι. Μετά την ταινία μας φάνηκε πολύ ρηχό και προτιμήσαμε να μιλήσουμε για μια γραφομηχανή και δυο τσιχλόνια.

theachilles είπε...

Καλημέρα moody,

Χαίρομαι πολύ για το απόγευμα που μου εξιστόρησες. Εγώ την είδα μόνος μου στο Ααβόρα όπου ήμαστε τρεις κι ο κούκος (μάντεψε ποιος ήταν ο κούκος, χαχα). Πήγα κατευθείαν από τη δουλειά, αγχωμένος και ξεπαγιασμένος από τις περίεργες διαθέσεις του αττικού καιρού, αλλά όταν βγήκα δεν κρύωνα πια. Στην έξοδό μου πρόλαβα να ρωτήσω τον υπερ-γραφικό πορτιέρη του Ααβόρα αν θα προβάλλουν την ταινία και την επόμενη βδομάδα. Μετά από καμιά εικοσαριά δευτερόλεπτα, αντιλήφθηκα ότι τραύλισε "ναι" θλιμμένα. Και πριν εμπνευστώ το κείμενο, είχα αποφασίσει ότι θα γράψω το παραπάνω σχόλιο - προτροπή.

Πάντως, στα της ταινίας τώρα, διάβασα το κείμενό σου και στέκομαι λίγο στο υστερόγραφο. Αν μου επιτρέψω να διακρίνω δύο μειονεκτήματα στην ταινία, το ένα είναι το voice - over (που πάραυτα ήταν άκρως διακριτικό και καθόλου μελοδραματικό) και το άλλο είναι ότι η ταινία κάπως λαχάνιασε. Της άξιζε ένα ακόμα μισάωρο, υπήρχαν πλάνα και σκηνές που χρειάζονταν μεγαλύτερη διάρκεια για να αναπνεύσουν. Αυτό είναι ένα καλό μάθημα που θα μπορούσε να πάρει ο Fedorchenko από το σινεμά του Αγγελόπουλου. Άσχετα με τι άνθρωπος μπορεί να είναι ο τελευταίος (και δεν εκφράζω την παραμικρή γνώμη λέγοντας αυτό), είναι τεράστιος σκηνοθέτης. Και οι ταινίες του αποτελούν, ίσως, ό,τι πιο κοντινό σε ποίηση γνώρισε ποτέ ο κινηματογράφος.

Ιωάννης Moody Λαζάρου είπε...

Μα ακριβώς επειδή λατρεύω την ποιητική βιρτουοζιτέ του Αγγελόπουλου, εξαγριώνομαι με την εγωπαθή μεγαλομανία του που μας (και του) στερεί κι άλλα αριστουργήματα.

Δεν τους συνέκρινα, αν είναι δυνατόν, αλλά το "Ovsyanki" είναι πολύ ανώτερο (κυρίως, σε νοήματα και ατμόσφαιρα) από ό,τι έχει πλάσει ο Τεό εδώ και πολλά πολλά χρόνια.

Υ.Γ. Το voice-over γενικά το θεωρώ εύκολη και "φτηνή" λύση και συνήθως το επισημαίνω σαν αρνητικό, αλλά εδώ προσέδιδε πνευματικότητα και ποίηση στην ταινία.

theachilles είπε...

Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο Αγγελόπουλος έγινε εγωπαθής και μεγαλομανής τώρα και δεν ήταν πάντα; Μάλλον αυτά τα χαρακτηριστικά του ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τα αριστουργήματά του, μαζί με κάμποσα άλλα φυσικά.

Μεταξύ μας, με την πιθανή εξαίρεστη της Σκόνης του Χρόνου και του Μελισσοκόμου, όλος ο Αγγελόπουλος υπερτερεί του Ovsyanki. Το οποίο, είπαμε, είναι μικρό διαμάντι.

Να υποθέσω δε σου άρεσε και το Λιβάδι;

Ιωάννης Moody Λαζάρου είπε...

Σωστός. Πάντα ήταν, αλλά τότε είχε περισσότερη έμπνευση.

To "Λιβάδι" δεν το έχω δει. Η "Αινιώτητα" καλή, αλλά δε με συγκλόνισε κιόλας (υπερβολικός φοίνικας για μένα) και οι "Μέρες του '36" σημαντικές αλλά πολύ πολύ κουραστικές. Με τη "Σκόνη του χρόνου" συμβαίνει το εξής παράξενο. Σεναριακά είναι ίσως ό,τι χειρότερο έχει κάνει ο Αγγελόπουλος, μα οι εικόνες του (ειδικά οι πολυπληθείς) με άφησαν άναυδο για άλλη μια φορά.

theachilles είπε...

Προσωπικά λάτρεψα το Λιβάδι. Και αν σε άφησε άναυδο η Σκόνη, ετοιμάσου να πάθεις σοκ εκεί. Ίσως η καλύτερη τεχνικά ταινία του.

Ναι η Αιωνιότητα είναι ίσως υπερβολικός φοίνικας, αλλά ξεπλήρωσε το πελώριο έγκλημα του 95. Δεν ξέρω τη γνώμη σου για τον Κουστουρίτσα, αλλά όλο το Underground δεν αξίζεις όσο πέντε δευτερόλεπτα από το Βλέμμα του Οδυσσέα...

Ταξίδι στα Κύθηρα, Οδυσσέας, Θίασος, Τοπίο στην Ομίχλη, Κυνηγοί, Λιβάδι.. Τι να πρωτοπώ. Για μένα όλες οι προαναφερθείσες είναι αριστουργήματα.

Δημοσίευση σχολίου