-->
Δε χωράει καμία αμφιβολία ότι η κατάσταση
στην Ελλάδα είναι έκρυθμη. Οι απλοί άνθρωποι καλούνται αυτές τις μέρες να
ζήσουν σε ένα καθεστώς παράνοιας, οικονομικής ασφυξίας και καταιγισμού (παρα)πληροφοριών
– και σα να μην έφτανε αυτό, υποχρεούνται να γίνονται δέκτες εκκλήσεων για
επίδειξη ψυχραιμίας. Δυστυχώς, η έλευση μιας συλλογικής παράνοιας μοιάζει
φυσιολογική εξέλιξη, η καθυστέρησή της δε στη σημερινή Ελλάδα ένα μικρό
ιστορικό θαύμα.
Μία από τις πολλές πτυχές του προβλήματος
είναι η συσσώρευση θεωριών, αναλύσεων, εκβιασμών στα κοινωνικά δίκτυα από
ανθρώπους που αλληλοχλευάζονται διεκδικώντας με περισπούδαστο ζήλο τον τίτλο
του «πιο ειδικού». Ο προβληματισμός μας με αυτήν την μορφή ανθρώπινης
επικοινωνίας οφείλει να είναι γενικότερος και ξεπερνάει το συγκεκριμένο ζήτημα
της οικονομικής (πολιτικής, κοινωνικής κι ανθρωπιστικής) κρίσης. Έτσι, το
παρακάτω κείμενο συνιστά για τον υπογράφοντα μία μικρή (ή μεγάλη) παρέκκλιση
των προσωπικών του αρχών.
Ξεκινώ με κάποιες διευκρινίσεις. Όχι, το
παρακάτω κείμενο δεν πρόκειται να δώσει μια απάντηση στο τι πρέπει να ψηφίσει
κανείς στο δημοψήφισμα (το ευκταίο σενάριο είναι πως στο τέλος της ανάγνωσης θα
γίνει κατανοητό γιατί δεν έχει ΚΑΝΕΝΑ απολύτως νόημα το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος, όπως δεν έχει ΚΑΝΕΝΑ απολύτως νόημα κάθε φορά το αποτέλεσμα των
εκλογών). Είναι απόλυτα σεβαστή η ανάγκη όλων να ψάχνουν μετά μανίας σε
διαδίκτυο, εφημερίδες και κανάλια απαντήσεις για τα άμεσα προβλήματα: πώς θα
βγει η αυριανή μέρα, πώς θα επιβιώσω τον επόμενο μήνα, τι να ψηφίσω στο δημοψήφισμα,
που και πότε θα μπορέσω να ξαναβρω δουλειά, κτλ. Γι’αυτό και το παρακάτω
κείμενο θα επιχειρήσει, με ένα όσο το δυνατόν απλούστερο λεξιλόγιο, να συνδέσει
τη «γενική» εικόνα της κρίσης με τα άμεσα, απτά, συγκεκριμένα προβλήματα του
κάθε απλού ανθρώπου. Όμως πάνω από όλα είναι ένα κείμενο που στοχεύει ακριβώς
αυτή τη «γενική» εικόνα που σε καιρούς εκτάκτων αναγκών τείνουμε να ξεχνάμε,
διαιωνίζοντας δυστυχώς το πρόβλημα.
Συνεχίζοντας στην ίδια λογική, μία
τελευταία παρατήρηση σχετικά με το μέγεθος του κειμένου. Σε αντίθεση με την
μοντέρνα κουλτούρα των κοινωνικών δικτύων, κάποιες περιγραφές-αναλύσεις δεν
μπορούν να περιορισθούν σε ένα μονοκόμματο, «πιασάρικο» κι «εμπορικό» σύνθημα.
Έχω απόλυτη επίγνωση ότι το μεγάλο μέγεθος του παρακάτω κειμένου θα οδηγήσει
πολλούς στο να μη το διαβάσουν ποτέ μιας και η επικρατούσα κουλτούρα δε
διαθέτει χρόνο για αναλύσεις. Ίσως κάποιοι άλλοι, ψάχνοντας εναγωνίως τι θα
φάνε αύριο ή τι να ψηφίσουν την επόμενη Κυριακή, να το αφήσουν για αργότερα.
Ακόμα κι έτσι, ελπίζω ότι ίσως θα φανεί χρήσιμο και θα βοηθήσει κάποιους να
κατανοήσουν έννοιες κι όρους που κυκλοφορούν ευρέως σε κανάλια και διαδίκτυο,
αλλά λίγοι πραγματικά αντιλαμβάνονται την πραγματική τους σημασία.
Το περιεχόμενο λοιπόν του κειμένου θα
είναι μια σύντομη – κι ελπίζω απλή – περιγραφή/ανάλυση της κρίσης. Η ανάγκη για μια όσο το δυνατόν πιο κατανοητή γλώσσα
οδηγεί μοιραία σε μερικές υπεραπλουστεύσεις, όπως επίσης και σε μία αναπόφευκτη
επανάληψη φράσεων προς εμπέδωση της ουσίας. Έστω. Αυτή τη φορά προέχει η αποτελεσματικότητα
του μηνύματος.
Η ανάλυσή μας θα χωριστεί σε δύο μέρη,
διακριτά σε θεωρητικό επίπεδο μα απόλυτα συνδεδεμένα στην πράξη, δύο ζητήματα
στα οποία συμπυκνώνεται όλη η ουσία του προβλήματος. Το πρώτο μέρος θα
ασχοληθεί με τη λεγόμενη θεωρία της
κρίσης, το δεύτερο με την έννοια του δημόσιου
χρέους. Με απλά λόγια, στην αρχή θα προσπαθήσουμε να δείξουμε γιατί στο
υπάρχον πολιτικοοικονομικό σύστημα η κρίση
είναι αναπόφευκτη (και θεωρητικά
παροδική) και στη συνέχεια, προσπαθώντας να δούμε τις ιδιαιτερότητες της
παρούσας κρίσης, θα ασχοληθούμε με τις πραγματικές διαστάσεις του περίφημου δημόσιου χρέους για την κάλυψη του
οποίου – θεωρητικά πάντα – υποφέρουν οι Έλληνες και πολλοί άλλοι άνθρωποι ανά
τον κόσμο σήμερα.
Όταν προσφάτως εγκεκριμένοι και βραβευμένοι
οικονομολόγοι, προσκείμενοι στο νέοφιλελευθερισμό, κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις
για την μη πρόβλεψη της κρίσης (βλέπε για το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την
κριτική της Βασίλισσας Ελισσάβετ κατά Βρετανών καθηγητών του London School of
Economics : http://www.telegraph.co.uk/news/uknews/theroyalfamily/3386353/The-Queen-asks-why-no-one-saw-the-credit-crunch-coming.html), η απάντηση στην οποία κατέληξαν ήταν
(σε απλουστευμένη εδώ μορφή) η εξής: «αποτύχαμε στις προβλέψεις μας διότι δε
λάβαμε υπόψη μας το – λεγόμενο – συστημικό ρίσκο (systemic risk)». Με απλά
λόγια, δεν υπολογίσαμε την εγγενή στο υπάρχον σύστημα πιθανότητα ...όλα να πάνε
στραβά (για μία «μυθοπλαστική» μα απολύτως καίρια παρουσίαση αυτής της θέσης,
ανατρέξτε είτε στο μυθιστόρημα του Αμερικάνου συγγραφέα Don DeLillo, Cosmopolis, είτε στην ομώνυμη
κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου από τον Καναδό σκηνοθέτη David
Cronenberg).
Πολύ ωραία… Τι είναι όμως αυτό το
« συστημικό ρίσκο » και πώς μπορούμε να το ερμηνεύσουμε; Πρόκειται
για μια ειδικότερη εκδήλωση του ενός και βασικού ερωτήματος: πώς μπορεί να
ερμηνευθεί η κρίση;
Όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς ανατρέχοντας
στα διάφορα ΜΜΕ, διεθνή κι ελληνικά, όπως και στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα,
υπάρχουν πάρα πολλές και διαφορετικές θεωρίες. Κάποιοι επικαλούνται τα
ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης, τα βαθύτερά μας ένστικτα που μας ωθούν στην
απληστεία και στο να τρώμε ο ένας τον άλλον. Κάποιοι εξειδικεύουν το ζήτημα κι
επικαλούνται «διαφορές στην κουλτούρα» των λαών που εμποδίζουν την ύπαρξη μιας
υγιούς παγκόσμιας οικονομίας: κάποιοι Γερμανοί επικαλούνται τη ροπή του Έλληνα
προς την τεμπελιά και τη διαφθορά, όπως παλιότερα Γερμανοί και Γάλλοι κατηγορούσαν
την εμμονή των Αμερικάνων να αποκτήσουν πάση θυσία το δικό τους σπίτι ως κύριο
αίτιο της τραπεζικής κρίσης του 2008, κοκ. Κάποιοι αποδίδουν την ευθύνη σε
ανίκανους πολιτικούς και ζητούν εκλογές επί εκλογών μέχρι να βρεθεί ο
κατάλληλος ηγέτης. Άλλοι μιλούν για «θεσμικά προβλήματα», για την ανάγκη να
κατασκευάσουμε νέους διεθνείς θεσμούς για να αντικαταστήσουμε το ΔΝΤ, κτλ.,
πάντοτε όμως εντός του ίδιου συστήματος. Τέλος, άλλοι, συνήθως εξειδικευμένοι
νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, καλούν για αλλαγή θεωρητικής πλεύσης, προωθώντας
τον έναν θεωρητικό αντί του άλλου (για παράδειγμα, από τον Hayek στον Kaynes,
κοκ.), πάντα όμως εντός αυτού του νεοφιλελεύθερου πλαισίου.
Ποια από όλες αυτές τις θεωρίες μπορεί να
μας εξηγήσει πραγματικά την κρίση και να μας δώσει μίαν απάντηση για το πώς θα
βγούμε από αυτήν; Όσο σοκαριστικό κι αν μοιάζει εκ πρώτης όψεως, πρέπει να
ξεκαθαριστεί ότι όλες οι παραπάνω θεωρίες έχουν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη δόση
αλήθειας. Ναι, υπήρξαν ανίκανοι και διεφθαρμένοι πολιτικοί που πλούτησαν σε
βάρος μας. Ναι, το ένστικτο του ανταγωνισμού καλλιεργείται εδώ κι αιώνες (αν κι
αυτό που αποκαλούμε «ανθρώπινη φύση» δεν είναι ποτέ ...φυσικό γεγονός, αλλά
προϊόν ιστορικής κατασκευής). Ναι, μέσα σε βάθος χρόνου και με βάση τα ιστορικά
γεγονότα που πλαισιώνουν την πορεία κάθε λαού, υπάρχουν διαφορές κουλτούρας που
στέκουν εμπόδιο στη βαθειά αλληλοκατανόηση. Ναι, θα μπορούσε να υπάρξει ένας
πιο αποτελεσματικός θεσμός από το ΔΝΤ. Όλα αυτά είναι σωστά, όμως δεν έχουν καμία
παραπάνω αξία από απλές, περιφερειακές διαπιστώσεις. Διότι μπορεί να
χαρτογραφούν κάποια ειδικότερα χαρακτηριστικά της παρούσας κρίσης, ωστόσο δεν
μπορούν σε καμία περίπτωση να εξηγήσουν τι πραγματικά μας οδήγησε σε αυτήν την
κρίση. Οι παραπάνω θεωρίες δεν εντοπίζουν αιτίες, παρά μόνο τις παράπλευρες παθογένειες
ενός συγκεκριμένου, ιστορικά εδραιωμένου οικονομικού και πολιτικού συστήματος.
Για αυτό, δεν ωφελεί να περιμένουμε τον αδιάφθορο ηγέτη, δεν ωφελεί να
μοιρολατρούμε λέγοντας πώς έτσι έκαναν πάντα οι άνθρωποι (κανείς δε ζούσε και
δε θα ζει για πάντα άλλωστε), δεν ωφελεί να καλούμε τους Έλληνες να είναι
λιγότερο ...διεφθαρμένοι, τους Αμερικάνους να ξεπεράσουν εκείνο το σύμπλεγμα
που τους θέλει πάση θυσία ιδιοκτήτες σπιτιού ακόμα κι αν ξεπληρώνουν τις
πιστωτικές τους μέχρι τα γηράματα, κτλ. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να
ερευνήσουμε τις βάσεις αυτού του συστήματος που καλλιεργεί αυτά τα ένστικτα,
αυτή τη διαφθορά, αυτές τις κουλτούρες. Και ίσως έτσι μπορέσουμε να εντοπίσουμε
πώς μπορούμε να αλλάξουμε όλα τα κακώς κείμενα που οι παραπάνω θεωρίες
επισημαίνουν.
Σε ποια θεωρία όμως μπορούμε να στραφούμε;
Οι προτάσεις που ακολουθούν θα προκαλέσουν αναπόφευκτα την αποξένωση ενός
μεγάλου αριθμού αναγνωστών, διότι θα προσκρούσουν πάνω σε μια σειρά από προκαταλήψεις
και πολυφορεμένες, διαστρεβλωμένες έννοιες. Και ποιες λέξεις ταιριάζουν
καλύτερα σε αυτό το σχήμα από τον «κομμουνισμό», τον «καπιταλισμό» ή το όνομα
του «Καρλ Μαρξ»; Όπως σωστά καταλάβατε, η ανάλυση που ακολουθεί θα βασιστεί σε
μια επίκαιρη ανάγνωση των γραπτών του Μαρξ. Ήδη κάποιοι εδώ σταματούν να
διαβάζουν. Οι λιγότερο βιαστικοί ας κρατήσουν τις εξής παρατηρήσεις:
Α. Προσπαθείστε κατά το δυνατόν να αφήσετε
κατά μέρος όλες τις εικόνες-ιδέες που συνδέετε με τις προαναφερθείσες έννοιες.
ΟΧΙ, κομμουνισμός δε σημαίνει Σοβιετική Ένωση, ούτε Στάλιν. Για την ακρίβεια δε
φτάσαμε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας σε μια κομμουνιστικά οργανωμένη
κοινωνία. ΟΧΙ, κομμουνισμός δε σημαίνει όλα να ανήκουν στο Κράτος και στο
Δημόσιο – για την ακρίβεια ο κομμουνισμός είναι η μόνη θεωρία που (προ)απαιτεί
τη διάλυση του Κράτους. Όλως περιέργως, το κλασικό δίπολο «ιδιωτικός τομέας» -
«δημόσιο» που έχει επικρατήσει σήμερα στις συνειδήσεις του κόσμου ως συνώνυμο
του διπόλου «καπιταλισμός»-«κομμουνισμός» είναι μια εξωφρενική παραπλάνηση που
δυστυχώς οι περισσότεροι άθελά τους αναπαράγουν. Για την ακρίβεια ο
καπιταλισμός, κι αυτό ισχύει εξίσου για τη σημερινή του μορφή, τον πολύ συχνά
αποκαλούμενο «νεοφιλελευθερισμό», χρειάζεται μια συγκεκριμένη μορφή Κράτους,
ενώ από την άλλη πλευρά κομμουνισμός με κράτος δεν υπάρχει. Η έκφραση
«κομμουνιστικό κράτος» είναι ένα οξύμωρο.
Β. Ακόμα κι αν παραμένετε δύσπιστοι με τα
ως άνω γραφόμενα, μπορείτε να μείνετε ήσυχοι. Στην ανάλυσή μας δε θα υπάρξει
καμία απολύτως αναφορά του όρου «κομμουνισμός», με οποιαδήποτε έννοια κι αν το
ντύνει τελικά ο καθένας από εμάς. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να
αποκαταστήσουμε μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια: η συντριπτική πλειοψηφία των
γραπτών του Μαρξ δεν ασχολούνται (τουλάχιστον ευθέως) με μία (απόπειρα)
περιγραφή(ς) ενός κάποιου «κομμουνιστικού συστήματος». Αντιθέτως, το μεγαλύτερο
μέρος του έργου του Μαρξ συνιστά μια (οξυδερκέστατη όπως ελπίζω πως θα φανεί
παρακάτω) περιγραφή κι ανάλυση του καπιταλιστικού συστήματος. Από αυτήν τη
σκοπιά θα το προσεγγίσουμε κι εμείς. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μία
θεωρία – σαν τις προαναφερθείσες – που προσπαθεί να εξηγήσει την υπάρχουσα
κατάσταση, το υπάρχον σύστημα και την υπάρχουσα κρίση (με το προφανές προτέρημα
του ότι πρόκειται για μια θεωρία που δημιουργήθηκε το 19ο αιώνα κι
επομένως η επαλήθευσή της 150 χρόνια μετά δεν μπορεί παρά να αποτελεί
αδιάψευστη ιστορική δικαίωση).
Γ. Η τελευταία παρατήρηση αφορά ένα
πολυφορεμένο επιχείρημα που αρκετοί από σας έχουν αναπαράγει, πολλοί το
πιστεύουν και σίγουρα όλοι έχουν ακούσει. Πάρα πολλοί οικονομολόγοι (και,
εντελώς ενδεικτικά, ακόμα περισσότεροι φοιτητές οικονομικών σχολών σήμερα) προσπαθούν
να αποδυναμώσουν κάθε αναφορά στο Μαρξ κάνοντας «προσωπικές» επιθέσεις εναντίον
του: «δεν ήταν οικονομολόγος», «δεν είναι οικονομική θεωρία αυτό που έφτιαξε
αλλά φιλοσοφία», «δεν είναι εφαρμόσιμα όλα όσα διακήρυττε» (το τελευταίο
συνήθως συνοδεύεται από το «αυτά που προτείνει ο Μαρξ πάνε ενάντια στην
...ανθρώπινη φύση, ο καπιταλισμός είναι το μόνο σύστημα που ταιριάζει στα ανθρώπινα
ένστικτα», κτλ.). Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να απαντούσαμε σε αυτά τα σημεία ένα
προς ένα, αλλά γρήγορα θα χάναμε το κεντρικό μας θέμα (ένα άλλο κείμενο σίγουρα
αξίζει να γραφτεί ως απάντηση στα παραπάνω). Αυτό που μπορούμε να πούμε εδώ
είναι απλά το εξής: γιατί τέτοια αγωνία; Ας αφήσουμε πίσω το όνομα του Μαρξ κι
ασχοληθούμε με τη θεωρία του αυτή καθεαυτή – βασικά, ας ξεχάσουμε για χάρη της
συζήτησης πως αυτή η θεωρία δημιουργήθηκε από εκείνον κι ας τη θεωρήσουμε
«ανώνυμη», ως μια απόπειρα ερμηνείας αυτού που οι σύγχρονοι νεοφιλελεύθεροι
οικονομολόγοι ονόμασαν «συστημικό ρίσκο». Με άλλα λόγια, ας την ακούσουμε κι ας
την κρίνουμε για αυτά που λέει, όχι για το ποιος την έγραψε. Άλλωστε, οι
Έλληνες τις τελευταίες μέρες έχουν περάσει ώρες ατελείωτες ακούγοντας τις
θεωρίες κάθε πιθανού κι απίθανου «ειδικού» στα κανάλια και το διαδίκτυο, ε, ας
ακούσουμε μία ακόμα.
1. Η θεωρία της κρίσης
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με το πρώτο μέρος,
επικεντρωμένο στη θεωρία της κρίσης,
στο βασικό δηλαδή ερώτημα «γιατί έχουμε κρίση»;
(σημείωση-επανάληψη: ό,τι ακολουθεί είναι
μια υπεραπλουστευμένη συμπύκνωση πολυάριθμων γραπτών, αλλά αυτό που προέχει
είναι μια περιγραφή-ανάλυση κατανοητή από όλους)
Η συγκεκριμένη λοιπόν εξήγηση για την
κρίση βασίζεται σε μια αρκετά παλαιά οικονομική θεωρία, τη λεγόμενη εργασιακή θεωρία της αξίας. Αν και
προέχει η ουσία κι όχι η αναφορά σε πρόσωπα, αξίζει να σημειωθεί προς αποφυγήν
βιαστικών αντιδράσεων απέναντι στην ως άνω ονομασία πως η θεωρία αυτή δεν
εφευρέθηκε από τον Μαρξ, αλλά από τους λεγόμενος κλασικούς οικονομολόγους του
18ου και του 19ου αιώνα και, κυρίως, από τον Άνταμ Σμιθ
και τον Ντέιβιντ Ρικάρντο (δηλαδή θεωρητικούς που το υπάρχον σύστημα
αναγνωρίζει ως «πατέρες» κι ως αντιπαραδείγματα του «κακού», «ουτοπικού» κι εν
ολίγοις «άσχετου» Μαρξ). Τι μας λέει λοιπόν αυτή η εργασιακή θεωρία της αξίας;
Με απλά λόγια, πρόκειται για την ιδέα ότι
ΜΟΝΟ οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν και να παράγουν αξία. Τα διάφορα εργαλεία, τα μηχανήματα, κτλ. έχουν αξία, ενσαρκώνουν μία αξία (την επονομαζόμενη αξία χρήσης), δηλαδή πολύ απλά μας
είναι απολύτως χρήσιμα για την παραγωγή αξίας,
αλλά ΔΕΝ δημιουργούν από μόνα τους αξία.
Ο μόνος τρόπος με τα οποία αυτά τα εργαλεία, μηχανήματα, κτλ. δημιουργούν αξία είναι κάποιος άνθρωπος να τα
χρησιμοποιήσει, να τα θέσει σε λειτουργία, να τα προγραμματίσει κι έτσι να
παράγει κάτι από αυτά. Αυτή είναι λοιπόν η βασική ιδέα της εργασιακής θεωρίας της αξίας (κατά Σμιθ, Ρικάρντο, Μαρξ κι άλλων) η
οποία ισχύει φυσικά και σήμερα και θα ισχύει για πάντα. Κάποιος θα απαντήσει,
«ε όχι, σήμερα έχουμε δυνατούς υπολογιστές που κάνουν τα πάντα μόνοι τους και
αντικαθιστούν τον άνθρωπο». Θα κάνει όμως λάθος, διότι όλοι οι υπολογιστές, όλα
τα μηχανήματα, κάθε μορφής τεχνολογικός εξοπλισμός προγραμματίζεται και τίθεται
σε λειτουργία από ανθρώπους, δεν παράγει αξία
από μόνος του – αλλά αποτελεί αξία (κι
αυτή άλλωστε παραγόμενη από τον άνθρωπο). Όσο για το ζήτημα της αντικατάστασης
των ανθρώπων από τις μηχανές και τους υπολογιστές, είναι μια ολόσωστη
παρατήρηση αλλά πρέπει να ερμηνευθεί ορθά – κάτι που θα γίνει παρακάτω, οπότε ας
μην προτρέχουμε.
Κρατάμε λοιπόν την ιδέα πως σύμφωνα με την
εργασιακή θεωρία της αξίας, ΜΟΝΟ οι
άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν και να παράγουν αξία.
Έστω τώρα ότι το παρακάτω γράφημα
αναπαριστά μια μέση εργασιακή μέρα στον κόσμο. Παίρνουμε ως παράδειγμα το
επικρατές σύστημα του 8ωρου και πιο συγκεκριμένα ένα ιδιαίτερα σύνηθες και στην
Ελλάδα ωράριο εννιά (9) με πέντε (17).
9-10-11-12-13-14-15-16-17
|
Με βάση τη παραγόμενη αξία από τη δουλειά μου, η εργασιακή μέρα μπορεί να χωριστεί σε δύο
διακριτά τμήματα.
9-10-11-12-13-14
|
15-16-17
|
Αυτό σημαίνει το εξής: έως τις 14:00, έχω
παράγει αρκετή αξία για να καλύψω το
κόστος της εργασίας μου, δηλαδή το μισθό μου (αυτό δηλαδή που «κοστίζω» σε αξία στον εργοδότη μου). Ό,τι παράγω
από εκεί και πέρα θα αποτελέσει τη λεγόμενη υπεραξία. Άρα, γίνεται κατανοητό ότι η υπεραξία (στο παράδειγμά μας, ότι παράγω από τις 14:00 και μετά)
αποτελεί τη βασική πηγή κέρδους για
τον εργοδότη μου.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο χωρισμός της 8ωρης εργασίας στα
παραπάνω δύο μέρη (09:00-14:00 και 14:00-17:00) αποτελεί ένα απλό παράδειγμα. Η
χρονική διάρκεια που απαιτείται για την κάλυψη του κόστους εργασίας και η
συνεπακόλουθη διάρκεια παραγωγής υπεραξίας όχι απλά διαφέρει από κράτος σε
κράτος, αλλά είναι διαφορετική ανάλογα την επιχείρηση μέσα σε μία χώρα και
φυσικά υπόκειται σε αλλαγή ανάλογα με διάφορες μεταβολές που συμβαίνουν στην
οικονομία.
Πάμε λοιπόν στη συνέχεια, βήμα-βήμα για να
παραμείνουν όλα κατανοητά.
Έστω λοιπόν πως το πρώτο τμήμα του
γραφήματος, αυτό δηλαδή που αναπαριστά το χρόνο εργασίας που χρειάζεται για να
ισοσταθμίσουμε με την αξία της
παραγωγής μας την αξία που κοστίζει
ο μισθός μας στον εργοδότη, το
ονομάζουμε V (variable capital – δηλαδή μεταβλητό κεφάλαιο). Και το δεύτερο
τμήμα του γραφήματος, αυτό δηλαδή που αναπαριστά την υπεραξία που παράγουμε, δηλαδή τη αξία από την οποία πηγάζει το κέρδος
του εργοδότη μας, το ονομάζουμε S (surplus value).
Τότε, το κλάσμα S/V αποτελεί το λεγόμενο ποσοστό της υπεραξίας.
Προκειμένου να υπολογίσουμε το κέρδος του εργοδότη (της επιχείρησης
και - σε ένα άλλο επίπεδο που εν τέλει μας ενδιαφέρει εδώ – του Κράτους,
νοούμενο ως μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση), δεν αρκούν αυτά τα δύο δεδομένα,
το S και το V. Πρέπει να συνυπολογίσουμε και το λεγόμενο σταθερό κεφάλαιο – ας το ονομάσουμε C (από το constant capital). Τι
είναι αυτό το σταθερό κεφάλαιο;
Είναι πολύ απλά τα υλικά, τα μηχανήματα, οι υπολογιστές, όλος εκείνος ο
τεχνολογικός εξοπλισμός τον οποίο η επιχείρηση έχει ήδη αγοράσει και διαθέτει
καθημερινά στη διαδικασία για την παραγωγή αξίας-κέρδους. Θυμίζουμε πως, όπως
είπαμε προηγουμένως, αυτός ο τεχνολογικός εξοπλισμός δεν παράγει αξία από μόνος του, αλλά ενσαρκώνει μία
συγκεκριμένη κι αμετάβλητη αξία, εξ
ου και η ονομασία του ως σταθερό
κεφάλαιο.
Τώρα λοιπόν, έχοντας στη διάθεσή μας αυτά
τα τρία δεδομένα, μπορούμε χονδρικά να φτιάξουμε την εξής φόρμουλα για τον
υπολογισμό του ποσοστού του κέρδους (μιας
επιχείρησης, ενός Κράτους, κτλ.): το κλάσμα S/C+V.
Για παράδειγμα, εάν η παραγόμενη υπεραξία
σε ένα 8ωρο είναι 10 ευρώ (S=10 ευρώ), το κόστος του εξοπλισμού που διαθέτει η
επιχείρηση υπολογισμένο ανά εργάτη 1 ευρώ (C=1 ευρώ) και ο μισθός του
εργαζόμενου (V=4 ευρώ), τότε το κέρδος του εργοδότη μας θα είναι 10/1+4=2 ευρώ
ανά εργάτη.
Αυτή είναι μια υπεραπλουστευμένη φόρμουλα
υπολογισμού του ποσοστού του κέρδους μιας
επιχείρησης (ενός κράτους, κτλ.). Θα δούμε πως στη συνέχεια θα χρειαστεί να την
εμπλουτίσουμε περαιτέρω.
Θα ρωτήσει εύλογα κάποιος: τι σχέση έχουν
όλα αυτά με τη θεωρία της κρίσης που
υποτίθεται θα μας απασχολούσε σε αυτό το πρώτο μέρος; Πάμε να δούμε πως
συνδέονται όλα.
Η θεωρία
της κρίσης, λοιπόν, βασίζεται σε έναν κανόνα που παρατηρούμε στο υπάρχον
οικονομικό μας σύστημα, τον οποίο μπορούμε να περιγράψουμε ως την αναπόφευκτη τάση του ποσοστού του κέρδους να πέφτει
κατά τη διάρκεια μίας επαγγελματικής περιόδου (το επονομαζόμενο business
cycle, διότι – όπως θα δούμε παρακάτω – η ιστορική πορεία του συγκεκριμένου
συστήματος, τουλάχιστον μέχρι τώρα, είναι κυκλική).
Είναι όμως αλήθεια ότι το ποσοστό του κέρδους για κάθε επιχείρηση,
κράτος, κτλ. δεν μπορεί παρά να πέφτει κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού
κύκλου; Κι αν όντως ισχύει αυτό, γιατί συμβαίνει;
Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα, φτάνουμε
στην καρδιά της λεγόμενης θεωρίας της
κρίσης και, τελικά, εξηγούμε γιατί η κρίση στο υπάρχον σύστημα είναι και θα
είναι για όσο παραμένουμε σε αυτό το σύστημα αναπόφευκτο, περιοδικό γεγονός.
Σύμφωνα λοιπόν με τις αρχές του
νεοφιλελευθερισμού, η αγορά πρέπει να είναι ελεύθερη, κάτι που οδηγεί στον
ελεύθερο ανταγωνισμό που – σύμφωνα πάντα με τις ίδιες αρχές – ευνοεί την
παραγωγικότητα, τις χαμηλές, προσβάσιμες τιμές στα διάφορα αγαθά, κτλ. Αυτός
όμως ο ανταγωνισμός επιφέρει κι άλλες συνέπειες, εντελώς αναπόφευκτες. Έτσι,
λόγω του ανταγωνισμού, και προκειμένου να ανταπεξέλθει και να επιβιώσει αυτού
του ανταγωνισμού, ο (εκάστοτε) εργοδότης δεν μπορεί να καρπώνεται το σύνολο της
υπεραξίας (S), δηλαδή να το βλέπει
ως καθαρό κέρδος και να το
χρησιμοποιεί όλο προς ευχαρίστησή του. Στην πραγματικότητα, ένα σημαντικό
ποσοστό αυτής της υπεραξίας το
χρησιμοποιεί για να προχωρεί σε νέες επενδύσεις
στην επιχείρησή του (να αγοράσει περισσότερα μηχανήματα, να αγοράσει όλο
και πιο καινούριας τεχνολογίας εξοπλισμό, ενδεχομένως να ανοίξει παραρτήματα σε
άλλες περιοχές, κοκ.). Αυτή η επένδυση ενός
σημαντικού ποσοστού της υπεραξίας
δεν είναι λοιπόν επιλογή του εργοδότη, αλλά απαραίτητη κίνηση προκειμένου να
προστατευτεί και - σε ένα ιδανικό σενάριο - να ηγηθεί του ανταγωνισμού.
Αυτό λοιπόν είναι το βασικό σχήμα με το
οποίο μια επιχείρηση δρα και
καταφέρνει να επιβιώνει στην ελεύθερη αγορά.
Υπάρχει όμως ένας ακόμα παράγοντας που
υπεισέρχεται κι αλλάζει διαρκώς τα δεδομένα. Είναι η γνωστή σε όλους μας τεχνολογική πρόοδος. Η εφεύρεση όλο και
πιο καινούργιων κι αποτελεσματικών μηχανημάτων, η κατασκευή όλο και πιο δυνατών
υπολογιστών, η διάσημη «αυτοματοποίηση» της παραγωγής, έχει ως αναπόφευκτο (κι
εκ πρώτης όψεως ευκταίο) αποτέλεσμα την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό είναι ένα δεδομένο
που απέκτησε τεράστιες διαστάσεις τον 20ο αιώνα (και συνεχίζει σε
αυτήν την αρχή του 21ου αιώνα) δεδομένης της αλματώδης τεχνολογικής
προόδου της ανθρωπότητας. Έτσι, η παραγωγικότητα,
δηλαδή το πόση αξία παράγουμε σε ένα
δεδομένο χρόνο εργασίας, έχει αυξηθεί
δραματικά τα τελευταία χρόνια. Με απλά λόγια, για την ίδια χρονικά εργασία
(π.χ. 8ωρο), παράγουμε πολύ περισσότερα αγαθά (ή υπηρεσίες ή ό,τι τέλος πάντων
παράγει η επιχείρησή μας).
Θυμίζουμε πως τον (ολοένα και πιο
προηγμένο) τεχνολογικό εξοπλισμό τον ονομάσαμε C (σταθερό κεφάλαιο), ενώ το ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή το κόστος ενός
εργαζόμενου για μία επιχείρηση το ορίσαμε ως V (μεταβλητό κεφάλαιο).
Με βάση λοιπόν τις παραπάνω παρατηρήσεις,
καθώς μία επιχείρηση συνεχίζει αδιάκοπα να επενδύει προκειμένου να επιβιώσει
του ανταγωνισμού, και δεδομένης ταυτόχρονα της αλματώδης τεχνολογικής προόδου,
ο αριθμός που εκφράζει την αναλογία ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο
(δηλαδή το κλάσμα C/V) διαρκώς αυξάνεται. Όλοι γνωρίζουμε καλά πως υπάρχουν όλο
και περισσότερες μηχανές που «εργάζονται» πλάι στους ανθρώπους. Αναμφισβήτητα,
η γενική τάση είναι η ολοένα κι ευρύτερη αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας (V) από μηχανές, υπολογιστές (C), κτλ. Έτσι, το
κλάσμα C/V (που ο Μαρξ ονομάζει οργανική
σύνθεση του κεφαλαίου) μεγαλώνει αναπόφευκτα μέσα στο χρόνο (και δεδομένου
πάντα πως οι ασταμάτητες επενδύσεις για μία αυξανόμενη παραγωγικότητα δεν είναι
επιλογή του εργοδότη, αλλά αναγκαστική απόφαση, επιβαλλόμενη από το επικρατές
σύστημα του ελεύθερου ανταγωνισμού).
Τώρα, λοιπόν, μπορούμε να εμπλουτίσουμε τη
φόρμουλα που υπολογίζει το ποσοστό του
κέρδους για μία επιχείρηση.
Το κλάσμα παίρνει την ακόλουθη μορφή:
S/V / C/V+1
Δηλαδή, το ποσοστό της υπεραξίας, ή πιο απλά της καθαρής
παραγόμενης αξίας ανά εργαζόμενο
(S/V, δηλαδή η υπεραξία προς το κόστος που επιφέρει ο εργαζόμενος στην
επιχείρηση με τον μισθό του) προς την οργανική
σύνθεση του κεφαλαίου (C/V, δηλαδή με απλά λόγια η αναλογία του κόστους της
επιχείρησης για τα μηχανήματα, τα υλικά, κτλ. με το κόστος της για τους μισθούς
των εργαζομένων).
Με αυτό λοιπόν το μεγάλο κλάσμα μπορούμε
να υπολογίζουμε το ποσοστό κέρδους μιας
επιχείρησης:
S/V / C/V+1
Αν λοιπόν το κλάσμα C/V μεγαλώνει διαρκώς
κι αναπόφευκτα όπως εξηγήσαμε (ανάγκη για συνεχείς επενδύσεις λόγω του
ανταγωνισμού & τεχνολογική πρόοδος) κι αν το κλάσμα S/V μεγαλώνει επίσης
(καθότι οι παραπάνω συνθήκες επιφέρουν αναπόφευκτα μια αύξηση της παραγωγικότητας)
αλλά με σαφώς μικρότερη ταχύτητα από την αύξηση του C/V (πράγμα λογικότατο,
αφού οι επενδύσεις και η τεχνολογική πρόοδος προηγούνται της αύξησης της παραγωγικότητας), τότε το συνολικό
κλάσμα που αναπαριστά το ποσοστό κέρδους
εντελώς λογικά κι αναπόφευκτα μειώνεται στο πέρασμα του χρόνου. Αυτή
ακριβώς είναι η απόδειξη και ταυτόχρονα η εξήγηση του κανόνα του κραταιού
οικονομικού συστήματος που ονομάσαμε προηγουμένως ως η αναπόφευκτη τάση του ποσοστού του κέρδους να πέφτει
κατά τη διάρκεια μίας επαγγελματικής περιόδου (business cycle). Περισσότερο
από μία απλή θεωρία, πρόκειται για το αποτέλεσμα της παρατήρησης της πορείας
της οικονομίας σε όλη τη διάρκεια του 20ου και του 21ου
αιώνα.
Γιατί όμως μιλάμε για τάση; Διότι πολύ απλά υπάρχουν πάντοτε μέσα σε μια οικονομία κι
άλλοι παράγοντες που ασκούν αντίστροφη επιρροή από όσα εξηγήσαμε πιο πάνω, δηλαδή
προσπαθούν να επιβάλλουν μιαν άνοδο του ποσοστού του κέρδους. Στην
πραγματικότητα, αυτοί οι παράγοντες δεν μπορούν ποτέ να ανατρέψουν την πτωτική πορεία του ποσοστού του κέρδους σε βάθος χρόνου, μπορούν μόνο ενίοτε να την
καθυστερούν. Ποιοι είναι όμως αυτοί οι παράγοντες; Ένας έχει να κάνει με το
χωρισμό της εργασιακής ημέρας σε δύο τμήματα, με την οποία και ξεκινήσαμε όλη
αυτήν την περιγραφή. Όσο λοιπόν αυξάνεται η παραγωγικότητα, η αξία που
απαιτείται για το μεταβλητό κεφάλαιο (V,
δηλαδή η αξία που πρέπει ο εργαζόμενος να παράγει για να καλύψει το κόστος που
ο μισθός του επιφέρει στον εργοδότη) παράγεται σε ολοένα και λιγότερο χρόνο.
Για να πάρουμε το παράδειγμα με το οποίο ξεκινήσαμε πιο πάνω, το V θα
αντιστοιχεί πλέον στην εργασία μας από τις 09:00 στις 12:00 (αντί για το
09:00-14:00 που ίσχυε προηγουμένως) κι άρα η υπεραξία θα αυξάνεται (αφού θα αντιστοιχεί στην παραγωγή μας από
τις 12:00 έως τις 17:00, αντί για το 14:00-17:00). Άρα, το ποσοστό υπεραξίας
S/V αυξάνεται κι αυτό ασκώντας έτσι σταθεροποιητικές τάσεις στο συνολικό ποσοστό κέρδους όσο ο ρυθμός αύξησής
του S/V τείνει να «ισοφαρίζει» το ρυθμό αύξησης του C/V (δηλαδή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, βλέπε
επενδύσεις και τεχνολογική πρόοδος). Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι πολλοί παράγοντες
που επιδιώκουν να καθυστερούν την πτωτική
τάση του ποσοστού του κέρδους μέσω πάντα της προσπάθειας για αύξηση της παραγωγικότητας, όπως η αύξηση του
ωραρίου εργασίας, οι υπερωρίες, η αύξηση των εργάσιμων ημερών (βλέπε για
παράδειγμα την τάση για ανοιχτά καταστήματα κι επιχειρήσεις τις Κυριακές), κτλ.
Όμως, αυτό που δεν αλλάζει ποτέ, αφού όπως μόλις αποδείξαμε αποτελεί
αναπόφευκτο δεδομένο του υπάρχοντος συστήματος, είναι ότι σε βάθος χρόνο το ποσοστό του κέρδους πάντα θα πέφτει,
δηλαδή θα επιβεβαιώνεται πάντα σε αυτό το σύστημα η τάση του ποσοστού του κέρδους να πέφτει κατά τη διάρκεια μίας
επαγγελματικής περιόδου.
Πρώτο συμπέρασμα: αποδείξαμε πως στο
υπάρχον οικονομικό σύστημα (το νεοφιλελεύθερο, καπιταλιστικό σύστημα), οι
περιοδικές κρίσεις είναι ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΕΣ, ακριβώς λόγω της ύπαρξης του παραπάνω
κανόνα. Δεν έχει καμία σημασία αν αλλάξουμε τα πρόσωπα που κυβερνούν, αν
αλλάξουμε όνομα ή δομή στους θεσμούς, πάντα μα πάντα το υπάρχον σύστημα θα
προκαλεί ανά περιόδους κρίσεις.
Πάμε τώρα σε κάποιες παρατηρήσεις που μας
φέρνουν κατευθείαν στη σημερινή οικονομική κρίση και θα μας οδηγήσουν σιγά-σιγά
στο δεύτερο μεγάλο ζήτημα, αυτό του δημόσιου
χρέους. Η μορφή της σημερινής κρίσης είναι αποτέλεσμα μιας πρακτικής που
εμφανίζεται ήδη τον 17ο αιώνα (για όσους ενδιαφέρονται για μια
διαφωτιστική ιστορική αναδρομή ας ανατρέξουν στο Κεφάλαιο 31 του 1ου
μέρους του Κεφαλαίου του Μαρξ), αλλά
σήμερα και δη τα τελευταία τρίαντα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του 80,
απέκτησε χαοτικές διαστάσεις: πρόκειται για τη λεγόμενη «πιστωτική οικονομία».
Με άλλα λόγια, την αντικατάσταση του «σκληρού χρήματος» με αυτό που αποκαλούμε
«πιστωτικό χρήμα» (credit).
Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Ότι πλέον
προτιμώνται οι συναλλαγές να γίνονται με «πιστωτικούς όρους», κι όχι με άμεση
ανταλλαγή χρήματος (και θα εξηγήσουμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου πώς
εξασφαλίζεται αυτό). Αυτή η «πιστωτική οικονομία» έχει διάφορες μορφές, όλες
περισσότερο ή λιγότερο γνωστές σε όλους μας. Σε επίπεδο καταναλωτών (βλέπε
απλών ανθρώπων), εμφανίζεται με τη σταδιακή εξάπλωση του «πλαστικού χρήματος»,
δηλαδή της ολοένα κι αυξανόμενης χρήσης πιστωτικών καρτών ή άλλων μορφών
δανειακών σχέσεων ανάμεσα σε έναν απλό καταναλωτή και την τράπεζά του (όπως τα
περίφημα στεγαστικά δάνεια που κατηγορούνται ευθέως ως το βασικό αίτιο της
πρόσφατης οικονομικής κρίσης στην Αμερική, την Ιρλανδία και την Ισπανία) αντί
για «σκληρών χρημάτων». Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η τάση εμφανίζεται, διόλου
τυχαία, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80 όταν οι νεοσυντηρητικές
κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου (με πρωτεργάτες τη Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία
και τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ) συνειδητοποίησαν ότι ο τρόπος με τον οποίον επέλεξαν
να βγάλουν τα κράτη από την οικονομική ύφεση που άρχισε να εμφανίζεται τη
δεκαετία του 70, δηλαδή με μείωση μισθών, με μειώσεις προσωπικού, κτλ. με σκοπό
πάντα την αύξηση της παραγωγικότητας, τους οδήγησε ενώπιον ενός νέου, διαφορετικού
αδιεξόδου. Κι αυτό γιατί το καπιταλιστικό, νεοφιλελεύθερο σύστημα έχει μια
κυκλική δομή που σημαίνει πως οι εργαζόμενοι
είναι ταυτόχρονα και καταναλωτές, κι
άρα, συμμετέχουν στη διαμόρφωση όχι μόνο της προσφοράς αλλά και της ζήτησης
στις ελεύθερες αγορές. Με απλά λόγια, εφόσον η πολιτική που επέλεξαν οι
νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να
τερματίσουν την ύφεση ήταν εκείνη της μείωσης μισθών και της μείωσης του
εργατικού δυναμικού (με τη συνεπακόλουθη αύξηση της ανεργίας), η αναπόφευκτη
συνέπεια ήταν και η μείωση της
πραγματικής αγοραστικής δύναμης του
πληθυσμού που απειλούσε άμεσα να επηράσει τη ζήτηση στην αγορά κι άρα να
οδηγήσει πίσω σε μια νέα ύφεση. Ποια λύση τελικά υιοθετήθηκε για την αποφυγή
της ύφεσης; Η γιγάντωση της πιστωτικής οικονομίας και σε επίπεδο καταναλωτών.
Έτσι, αφού ο κόσμος είχε λιγότερα λεφτά, προκειμένου να τον κάνουμε να
συνεχίσει να ξοδεύει και να ...ευημερεί και να συνεχίσει να οδηγεί τις αγορές
σε ανάπτυξη, η λύση βρέθηκε: δώσαμε στον κόσμο πιστωτικές κάρτες και του διευκολύναμε
(βλέπε των ωθήσαμε προς) τη σύναψη δανειακών συμβάσεων με τις Τράπεζες.
Όλα αυτά σε επίπεδο «ατομικό», του κάθε
καταναλωτή, του κάθε απλού ανθρώπου. Η γιγάντωση της πιστωτικής οικονομίας όμως
είναι γεγονός και σε επίπεδο μεγαλύτερο, δηλαδή σε επίπεδο Κρατών, με τον
ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο των επενδυτών, των διεθνών πιστωτών, με βάση την
έκδοση ομολόγων, σε ένα αδυσώπητο παιχνίδι τζόγου άμεσα συνδεδεμένο με το
φαινόμενο του δημόσιου χρέους, το
οποίο όμως θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου μας.
Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το εξής:
ποια ήταν η συνέπεια αυτής της γιγάντωσης της πιστωτικής οικονομίας τις
τελευταίες δεκαετίες και πώς συνέβαλε στη συγκεκριμένη μορφή που πήρε η – όπως
αποδείξαμε – έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε
σήμερα; Η απάντηση είναι απλή και συνδέεται άμεσα με το πόσο ...ελκυστική
αποδείχτηκε η υιοθέτηση της πιστωτικής οικονομίας για τα Κράτη. Με τις
πιστωτικές συναλλαγές, σε αντίθεση με την άμεση ανταλλαγή χρήματος, η
πραγματική αξία που παράγεται κι
ανταλλάσσεται δεν είναι άμεσα φανερή. Με λίγα λόγια, η πιστωτική οικονομία δεν
καθυστερεί την πτωτική τάση του ποσοστού
κέρδους που αναλύσαμε πιο πάνω, αλλά καθυστερεί την εμφάνισή της. Με άλλα λόγια καθυστερεί τη εκδήλωση σε χρήμα αυτής της πτώσης. Είναι σα να κρύβουμε το
πρόβλημα κάτω από το χαλί και να χτίζουμε οικονομίες, κράτη κι επιχειρήσεις
πάνω σε μια ...ωρολογιακή βόμβα. Και φυσικά το πρόβλημα έγινε όλο και
μεγαλύτερο, αφού η απόκρυψη της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους
«γλύκανε» επιχειρήσεις και κράτη, τους οδήγησε σε υπέρογκες χρεώσεις, ανέδειξε
σε άρχουσα τάξη την ομάδα των χρηματιστών και των επενδυτών (τα περίφημα golden
boys) και οδήγησε έτσι με μαθηματική βεβαιότητα σε μια οικονομική κρίση έτσι κι
αλλιώς αναπόφευκτη, μα τούτη τη φορά πιο σφοδρή από ποτέ.
Σε αυτήν την παρατεταμένη απόκρυψη της
αναπόφευκτης πτωτικής τάσης του κέρδους αναφέρονται όσοι κατηγορούν το Ελληνικό
κράτος ότι «έκρυβε και παραποιούσε στοιχεία» για να παρουσιάζει ανάπτυξη.
Σωστά. Μόνο που αυτό έκαναν ΟΛΟΙ οι εμπλεκόμενοι στην αγορά, ΟΛΑ τα κράτη, ΟΛΕΣ
οι επιχειρήσεις, ΟΛΟΙ οι καταναλωτές που επέλεξαν να χτίζουν τη ζωή τους σε
δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Κι αυτό δεν έγινε επειδή ήταν «κακοί», «διεφθαρμένοι
από τη φύση τους ή από την εκάστοτε κουλτούρα τους», αλλά γιατί αυτό ήταν η
αναπόφευκτη συνέπεια της εδραίωσης της πιστωτικής οικονομίας – ήταν ο κανόνας
του παιχνιδιού (ενός παιχνιδιού αδιανόητα κερδοφόρου για πολλούς όπως θα δούμε
παρακάτω) που όλοι οι βασικοί παίχτες της αγοράς γνώριζαν κι αποδέχονταν. Αν
θέλετε, όλα τα φερόμενα από πολλούς ως τα αίτια της κρίσης, όπως η «απληστία
των καταναλωτών», η «διαφθορά των πολιτικών», κτλ., δεν ήταν παρά οι
αναπόφευκτες παθογένειες ενός πολύ συγκεκριμένου συστήματος.
Η παραπάνω περιγραφή κι ανάλυση βασίζεται
στη θεωρία της κρίσης του Καρλ Μαρξ,
ερμηνευμένη μέσα στο σύγχρονο πλαίσιο της διογκωμένης πιστωτικής οικονομίας. Ας
υπενθυμίσουμε εδώ, ανακεφαλαιώνοντας, πως ο Μαρξ, σε αυτή τη θεωρία, μιλάει ΠΑΝΤΑ
για αξία, όχι για χρήμα («σκληρό» ή «πλαστικό»). Η
πτωτική τάση της αξίας είναι και θα
είναι αναπόφευκτο γεγονός στο υπάρχον σύστημα. Αυτό που πετύχαιναν οι
επιχειρήσεις (και τα κράτη νοούμενα ως μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις) μέσω της
γιγάντωσης τις πιστωτικής οικονομίας ήταν να καθυστερήσουν – πολύ περισσότερο
από ό,τι έπρεπε, όπως αποδείχτηκε – την εκδήλωση αυτής της πτώσης σε πραγματικά
νούμερα, σε χειροπιαστά χρήματα. Όμως η πραγματική κατάσταση μιας οικονομίας
εκφράζεται στην αξία μέσω του
κλάσματος που μας δείχνει το ποσοστό
κέρδους (S/V/C/V+1) κι όχι
στην εικόνα που μια οικονομία δίνει σε χρήματα ή νούμερα σε οθόνες υπολογιστών.
Όλο αυτό φυσικά κάποια στιγμή αποκαλύπτεται κι ο κόσμος καταλαβαίνει ότι το ποσοστό κέρδους της οικονομίας έχει προ
πολλού καταρρεύσει.
Πώς λοιπόν βγαίνουμε κάθε φορά από τις
περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού;
Η απάντηση μοιάζει απλή. Η κρίση προκαλεί διάλυση επιχειρήσεων. Αυτό προκαλεί την
έξοδο από το σύστημα (π.χ. από την οικονομία ενός κράτους) ενός σημαντικού
ποσοστού του σταθερού κεφαλαίου (C).
Άρα, το C σταδιακά μειώνεται. Παράλληλα, η διάλυση επιχειρήσεων προκαλεί αύξηση της ανεργίας. Περισσότεροι
άνεργοι σημαίνει περισσότερα διαθέσιμα εργατικά χέρια, κάτι που αναπόφευκτα
επιφέρει μείωση μισθών (αφού περισσότεροι άνθρωποι ανταγωνίζονται για λιγότερες
θέσεις), δηλαδή μείωση του κόστους εργασίας για τους εργοδότες και κατά
συνέπεια σταδιακή μείωση και του V. Άρα αν στο S/V/C/V+1 τόσο το C όσο και το V μειώνονται, τότε το
συνολικό κλάσμα αυξάνεται, που σημαίνει πως το ποσοστό κέρδους της οικονομίας ανακάμπτει κι έτσι, μετά από μια
περίοδο ύφεσης, αρχίζει ένας νέος κύκλος ανάκαμψης που με τη σειρά του θα
καταλήξει σε μία ακόμα αναπόφευκτη κρίση λόγω της προαναφερθείσας τάσης του ποσοστού του κέρδους να πέφτει
κατά τη διάρκεια μιας επαγγελματικής περιόδου.
Αυτή είναι σε υπεραπλουστευμένη μορφή η
θεωρία της κρίσης που περιέχεται στο Κεφάλαιο του Μαρξ. Γίνεται έτσι κατανοητό
γιατί οι περίφημοι «διεθνείς θεσμοί» απαιτούν από το ελληνικό κράτος την
υιοθέτηση μέτρων που οδηγούν σε διάλυση επιχειρήσεων κι αυξανόμενη ανεργία –
φαίνεται πως είναι φανατικοί μελετητές του Μαρξ, περισσότερο από όσο θα ήθελαν
να αποδεχτούν.
Αν όμως έτσι ήταν τα πράγματα, γιατί αυτά
τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια από τα αλλεπάλληλα «μνημόνια»,
δεν βγάζουν την Ελλάδα από την κρίση, όπως θα έπρεπε να γίνεται σύμφωνα με το
έως άνω μοντέλο; Πολύ απλά διότι το περίφημο δημόσιο χρέος είναι πλέον αποκλειστικό αποτέλεσμα της διογκώμενης
πιστωτικής οικονομίας, των αλλεπάλληλων δανείων με τα οποία το ελληνικό κράτος
(όπως κι όλα τα άλλα κράτη) πετύχαιναν την περίφημη ανάπτυξή τους από τη
δεκαετία του 70 και μετά, με όλες τις αναπόφευκτες παράλληλες συνέπειες, όπως η
κερδοσκοπία επενδυτών και χρηματιστών που πλούτισαν σε βάρος λαών, ευνοούμενοι
από μια παρατεταμένη περίοδο απόκρυψης της πτωτικής
τάσης του ποσοστού του κέρδους. Όμως εδώ θα πρέπει να ασχοληθούμε πιο
προσεκτικά με το ζήτημα του δημόσιου
χρέους για να είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε τη σημερινή μας κρίση.
2. Το δημόσιο χρέος
Για να αναλύσουμε την παρούσα οικονομική
και πολιτική κρίση, θα πρέπει πρώτα από όλα να καταλάβουμε πως ακριβώς
λειτουργεί η οικονομία στο σύγχρονο, νεοφιλελεύθερο, καπιταλιστικό σύστημα.
Ακούμε λοιπόν δεξιά κι αριστερά πως η
Ελλάδα χρωστάει, πως το δημόσιο χρέος της
έχει εκτοξευθεί και για αυτό υποφέρει ο απλός κόσμος, κτλ. Κι εύλογα ο απλός
πολίτης αναρωτιέται τι πρέπει να κάνουμε στην πράξη αν θέλουμε να μειώσουμε
αυτό το περίφημο δημόσιο χρέος. Οι
«διεθνείς θεσμοί» και τα – προφανέστατα πλέον κατευθυνόμενα – ΜΜΕ αναπαράγουν
διαρκώς τις ίδιες απαντήσεις-επιταγές προς τις ελληνικές κυβερνήσεις: «μειώστε
τις δημόσιες δαπάνες», «εφαρμόστε πλάνο λιτότητας», «πάρτε μέτρα για ενίσχυση
της ανταγωνιστικότητας του κράτους στις αγορές», «ιδιωτικοποιήστε τα πάντα».
Ωραία όλα αυτά, αλλά αφού με τόσα μνημόνια
γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστούν τα ως άνω μέτρα, γιατί το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται;
Έχουν άραγε δίκιο οι ξένες κυβερνήσεις και οι θεσμοί πως φταίει η κωλυσιεργία
των Ελλήνων, η τεμπελιά τους, η διαφθορά τους, κτλ.; Για να απαντηθεί το
ερώτημα των τρόπων μείωσης του δημόσιου
χρέους, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να πάρουμε μιαν απόσταση από όλο αυτόν
τον καταιγισμό μέτρων λιτότητας και τα αδιαναόητα στερεοτύπα με τα οποία εκ των
υστέρων εξηγούμε την αποτυχία τους, για να αναρωτηθούμε επιτέλους τι είναι αυτό
το δημόσιο χρέος τέλος πάντων.
Άλλωστε, δεν είναι λιγάκι περίεργο που όλα μα όλα τα κράτη έχουν δημόσιο χρέος, το οποίο μάλιστα γνώρισε
ραγδαία άνοδο την τελευταία εποχή; Σε ποιον τέλος πάντων χρωστάν(/μ)ε;
Για να απαντήσουμε σε όλα αυτά, πρέπει να
δούμε με απλό τρόπο πώς λειτουργεί η οικονομία στο νεοφιλελευθερισμό. Η
οικονομία λοιπόν κάθε κράτους – αλλά και η λεγόμενη παγκόσμια οικονομία στο
σύνολό της – παρουσιάζει το εξής χαρακτηριστικό: η αγορά πρέπει να διοχετεύεται
διαρκώς με τη «σωστή» ποσότητα χρήματος. Περισσότερο χρήμα από όσο πρέπει,
δημιουργεί αναπόφευκτα πληθωρισμό (δηλαδή με απλά ελληνικά μείωση της
αγοραστικής δύναμης του νομίσματός μας), λιγότερο χρήμα από την άλλη δημιουργεί
φυσικά ύφεση.
Πώς όμως διοχετεύεται η αγορά με χρήμα; Με
άλλα λόγια, πώς γεννιέται το χρήμα; Κι από ποιον;
Ιστορικά, λοιπόν, στον καπιταλισμό, το
χρήμα γεννιέται από δύο διαφορετικές
πηγές.
Η πρώτη είναι μία δημόσια τράπεζα που
συνήθως ονομάζεται Κεντρική Τράπεζα
(central bank – αυτός είναι ο ρόλος σήμερα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
στο πλαίσιο της ευρωζώνης). Αυτή η τράπεζα, λοιπόν, και μόνο αυτή μπορεί να δημιουργεί κατά βούληση χρήμα και να
γεμίσει έτσι την αγορά με ρευστό. Όπως θα δούμε, μέχρι τη δεκαετία του 1970, οι
κυβερνήσεις των κρατών είχαν τη δυνατότητα να ζητούν από την Κεντρική Τράπεζα
της κάθε χώρας να εκδίδει από το πουθενά νέο χρήμα για να καλυφθούν οι ανάγκες
της αγοράς.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη πηγή
δημιουργίας νέου χρήματος, κι αυτή είναι οι ιδιωτικές τράπεζες. Όμως, ο τρόπος που οι ιδιωτικές τράπεζες
παράγουν χρήμα είναι ιδιαίτερος, αφού όπως είπαμε πιο πάνω μόνο η Κεντρική Τράπεζα μπορεί σε κάθε
οικονομία να κατασκευάσει νέα πραγματικά (αυτό που λέμε «σκληρά») χρήματα,
δηλαδή νομίσματα και χαρτονομίσματα. Αυτός ο τρόπος έχει επικρατήσει να
ονομάζεται δημιουργία χρήματος με
πιστωτική επέκταση. Τι σημαίνει αυτό;
Ας πάρουμε το ακόλουθο, οικείο σε όλους
παράδειγμα. Έστω ότι ένας καταναλωτής, ένας απλός άνθρωπος σαν όλους εμάς,
ζητάει και παίρνει δάνειο από μια ιδιωτική τράπεζα. Αν πιστεύετε ότι η τράπεζα
θα δεσμεύσει για αυτόν και θα του δώσει το συγκεκριμένο ποσό που ζήτησε από τα
αποθέματά της σε χρήμα, πολύ απλά κάνετε λάθος. Στην πραγματικοτητα, η τράπεζα
θα «δημιουργήσει» από το πουθενά το χρηματικό ποσό που θα του δανείσει με μία
απλή «λογιστική» πράξη, κυριολεκτικά με ...το πάτημα ενός κουμπιού. Για να
γίνει αυτό ακόμα πιο κατανοητό, ας πούμε πως η τράπεζα θα προσθέσει στο
«λογαριασμό» της, όπως αυτός εμφανίζεται στην οθόνη ενός υπολογιστή, το χρηματικό ποσό που πρόκειται
να μας δανείσει, χωρίς όμως αυτό το ποσό να αντιστοιχεί σε πραγματικό, «σκληρό»
χρήμα στα αποθέματά της. Αυτό το ποσό θα αρχίσει να γίνεται πραγματικό χρήμα μόνο
όταν θα αρχίσει η αποπληρωμή (σε έντοκες
δόσεις φυσικά) του δανείου από τον καταναλωτή. Ουσιαστικά είναι ο οφειλέτης που θα δημιουργήσει το χρήμα το οποίο
εντελώς παράδοξα υποτίθεται πως χρωστά!!
Αυτή είναι ουσιαστικά η έννοια της πιστωτικής οικονομίας: δημιουργούμε εικονικό
χρήμα με την προσδοκία ότι αυτό θα μετατραπεί σε πραγματικό χρήμα όταν ο
οφειλέτης αρχίζει να αποπληρώνει το χρέος του.
Έτσι λοιπόν, για να συνοψίσουμε, το χρήμα
στον κόσμο μας δημιουργείται με τους δύο αυτούς διαφορετικούς τρόπους: είτε με
την έκδοση «σκληρού» χρήματος από την εκάστοτε Κεντρική Τράπεζα, είτε μέσω της πιστωτικής οικονομίας, δηλαδή της
πρακτικής χορήγησης δανείων από τις ιδιωτικές
τράπεζες. Σε αυτήν την πρακτική, το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο σύστημα
επιβάλλει δύο κανόνες που ουσιαστικά το καθορίζουν και του δίνουν τη σημερινή
του μορφή.
Ο πρώτος
κανόνας είναι αυτός που για την Ευρωζώνη αποτυπώνεται στο άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισαβώνας, αλλά που επιβλήθηκε σε όλο το
νεοφιλελεύθερο σύστημα ήδη από τη δεκαετία του 70. Τι μας λέει; Ουσιαστικά
απαγορεύει στις κυβερνήσεις των κρατών να ζητούν την έκδοση νέου χρήματος από
την εκάστοτε Κεντρική Τράπεζα. Το
επιχείρημα για την επιβολή αυτού του κανόνα ήταν οι πρακτικές κυβερνήσεων –
συχνότερα σε προεκλογικές περιόδους – να ζητούν από την Κεντρική Τράπεζα να
διοχετεύει την οικονομία του κράτους με νέο χρήμα με αποτέλεσμα – με βάση το
σχήμα που περιγράψαμε πιο πάνω – εν τέλει να οδηγούμαστε αναπόφευκτα σε
αυξημένο πληθωρισμό. Έτσι, αφού σήμερα
τα Κράτη δεν έχουν πρόσβαση στην πρώτη πηγή δημιουργίας χρήματος, καταφεύγουν
στη δεύτερη, δηλαδή τη δημιουργία
χρήματος με πιστωτική επέκταση. Με απλά λόγια, τα Κράτη δανείζονται χρήματα
από την αγορά και πιο συγκεκριμένα από τις ιδιωτικές τράπεζες, υπό μορφή
πίστωσης. Άρα, όπως θα φανεί και παρακάτω, με
το υπάρχον σύστημα, για να χτίσει την οικονομία του, με απλά λόγια για να
μπορέσει να υπάρξει, το κάθε κράτος ΠΡΕΠΕΙ να είναι οφειλέτης, ΠΡΕΠΕΙ να χρωστά
χρήματα σε ιδιωτικά συμφέροντα. Ιδού γιατί όλα μα όλα τα κράτη έχουν
δημόσιο χρέος.
Ο δεύτερος
κανόνας συνοψίζεται σε αυτό που ονομάζουμε κλασματικό αποθεματικό σύστημα. Τι είναι αυτό; Όπως ακριβώς όλα τα
κράτη, έτσι και οι ιδιώτες (ως άτομα, οι καταναλωτές, οι απλές οικογένειες
δηλαδή) και οι επιχειρήσεις δανείζονται χρήματα από τις ιδιωτικές τράπεζες υπό
μορφή πίστωσης. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η αγορά γεμίζει από δάνεια που
προέρχονται από ιδιωτικές τράπεζες. Το ερώτημα που προκύπτει αμέσως είναι το
εξής: έχουν οι τράπεζες τα αποθέματα σε χρήμα για να καλύψουν τα χρήματα που
δημιουργούν σε πιστωτική μορφή; Εδώ υπεισέρχεται το λεγόμενο αποθεματικό ποσοστό, δηλαδή ένα
συγκεκριμένο όριο πραγματικού χρήματος που η τράπεζα πρέπει πάντα να διαθέτει
στο απόθεμά της. Ωστόσο, αυτό το αποθεματικό
ποσοστό είναι ήδη υπερελαστικό: οι ιδιωτικές τράπεζες μπορούν «νόμιμα» να δημιουργούν με μορφή πίστωσης μέχρι κι έξι φορές
περισσότερο χρήμα από όσο πραγματικά διαθέτουν στο απόθεμά τους. Και σα να
μη φτάνει αυτό, αν χρειάζονται να δανείσουν ακόμα παραπάνω από αυτό, οι
ιδιωτικές τράπεζες νομιμοποιούνται να παίρνουν οι ίδιες δάνειο από την εκάστοτε
Κεντρική Τράπεζα. Αυτό είναι το επονομαζόμενο κλασματικό αποθεματικό σύστημα.
Εδώ άλλωστε βλέπουμε πως οι Κεντρικές
Τράπεζες, η πρώτη και μοναδική πηγή δημιουργίας πραγματικού, σκληρού χρήματος,
δεν επιτρέπεται να συνδιαλέγονται με Κράτη ή με πολίτες. Ουσιαστικά το μόνο που
κάνουν είναι να δανείζουν λεφτά στις ιδιωτικές τράπεζες, αναλαμβάνοντας έτσι το
ρόλο του ρυθμιστή του τραπεζικού συστήματος.
Έτσι, στην πραγματικότητα, το σύνολο του
χρήματος που κυκλοφορεί στον κόσμο προέρχεται από τις πιστώσεις που χορηγούν οι
ιδιωτικές τράπεζες. Όμως, υπάρχουν
κάποια εγγενή κι αναπόφευκτα προβλήματα σε όλο αυτό το σύστημα που πηγάζουν από
την ίδια τη λογική του. Πρώτα από όλα, εφόσον όλο το χρήμα του κόσμου
προέρχεται από πιστώσεις, η αποπληρωμή αυτών των πιστώσεων από τους οφειλέτες
οδηγεί λογικά σταματά την παραγωγή του χρήματος. Τι σημαίνει αυτό με απλά
λόγια; Ότι για να έχει η οικονομία μας λεφτά, πρέπει οι τράπεζες να χορηγούν
αδιάκοπα νέες πιστώσεις. Δηλαδή τα
κράτη, οι επιχειρήσεις και οι απλές οικογένειες ΠΡΕΠΕΙ να παίρνουν διαρκώς
δάνεια από τις τράπεζες προκειμένου να υπάρξει χρήμα στον κόσμο και να
λειτουργεί έτσι η οικονομία. Καταπληκτικό;
Γίνεται όμως και χειρότερο. Διότι αυτό το
χρήμα, που όπως είδαμε προέρχεται πάντα από πιστώσεις, είναι ...ακριβό. Κι αυτό
γιατί, όντας πίστωση, δηλαδή δάνειο, συνοδεύεται ΠΑΝΤΑ από τόκους που αποσκοπούν
στην παραγωγή κέρδους για το δανειστή. Εάν δηλαδή σκεφτούμε το σύνολο της
λειτουργίας αυτού του οικονομικού-πολιτικού συστήματος, βλέπουμε πως προκειμένου να υπάρξει χρήμα, τα κράτη, οι
επιχειρήσεις και οι απλές οικογένειες ΠΡΕΠΕΙ να πληρώνουν διαρκώς τόκους. Έστω
κι αν, ή μάλλον ακριβώς επειδή, παίρνουν νέα δάνεια για να ξεπληρώσουν παλιούς
τόκους. Και αυτοί οι τόκοι σχηματίζουν ένα πραγματικό πακτωλό κέρδους για τις
ιδιωτικές τράπεζες, για τους ιδιώτες επενδυτές, γι’αυτούς τους ελάχιστους δισεκατομμυριούχους
οι οποίοι πλουτίζουν καθημερινά τζογάροντας στην οικονομία, για τους οποίους
με απλά λόγια το συγκεκριμένο οικονομικό-πολιτικό σύστημα υπάρχει και λειτουργεί.
Έτσι λοιπόν, από τη δεκαετία του 70 και
την οριστική εδραίωση του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, το ελληνικό κράτος και κάθε
κράτος σε αυτόν τον κόσμο δεν έχει πρόσβαση στην Κεντρική Τράπεζα για να
παράγει χρήμα. Αυτό που πρέπει να κάνει λοιπόν είναι να δανείζεται από τις
ιδιωτικές τράπεζες και στην ουσία να πληρώνει διαρκώς τόκους προκειμένου να
έχει στη διάθεσή του χρήμα. Είναι ακριβώς αυτοί οι τόκοι που ουσιαστικά
συνιστούν σήμερα το δημόσιο χρέος των Κρατών. Για να ξεπληρωθούν οι τόκοι, τα
Κράτη παίρνουν νέα δάνεια και ούτω καθεξής σε ένα φαύλο κύκλο που το χρέος
αυτοανατροφοδοτείται.
Ακούμε λοιπόν πως για να ξεπληρώσουν το
δημόσιο χρεός τους, τα κράτη πρέπει να «μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες»,
«εφαρμόσουν πλάνο λιτότητας», «πάρουν μέτρα για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
του κράτους στις αγορές», «ιδιωτικοποιήσουν τα πάντα», κτλ. Ε λοιπόν πρόκειται
για ΒΛΑΚΕΙΕΣ. Είναι μαθηματικά αδύνατον να αποπληρωθεί το δημόσιο χρέος
οποιουδήποτε κράτους έαν πρώτα δεν αλλάξει το συστημα της παραγωγής χρήματος με
πίστωση και με τόκους. Πολύ απλά γιατί αυτό το σύστημα είναι από μόνο του κι
εξαρχής Ο ΜΟΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ
ΧΡΕΟΥΣ.
Άρα το πρώτο βήμα είναι να περιοριστεί η
δημιουργία χρήματος σε μια οικονομία από την Κεντρική Τράπεζα του Κράτους που
θα μπορεί να χρηματοδοτεί απευθείας, χωρίς μεσάζοντες κερδοσκόπους, την οικονομία.
Είναι ο μόνος τρόπος να δημιουργηθεί ένα σύστημα χρηματοδοτικό που δε θα
τρέφεται από το ίδιο του το χρέος.
Το τι άλλα μέτρα πρέπει να συνοδέψουν το
παραπάνω πρώτο βήμα για να επιβιώσει η οικονομία είναι μια πολύ ωραία συζήτηση
και οι προτάσεις πολλές. Ελπίζω όμως να έγινε τώρα πιο ξεκάθαρο γιατί το να ψηφίσει
κανείς ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο δημοψήφισμα θέλοντας παράλληλα να μείνει στο Ευρώ, να μείνει
στο υπάρχον οικονομικό και πολιτικό σύστημα, είναι μια ξεκάθαρη, αργή αυτοκτονία.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής