Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι ιδιαιτερότητες του καθεστώτος της μοιάζουν να αποτελούν διαρκή πηγή έμπνευσης για το σύγχρονο γερμανικό κινηματογράφο, από πλευράς (καλλιτεχνικής) παραγωγής αλλά και χρηματοδότησης, που ως γνωστόν δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί πολιτικά αθώα. Έτσι, μετά τα Good Bye, Lenin και Οι Ζωές των Άλλων, ένα ακόμα φιλμ εστιάζει την αφήγησή του στην ανατολική πλευρά της χώρας σε μιαν εποχή όπου το Σιδηρούν Παραπέτασμα καλά κρατεί και, διόλου τυχαία, ελπίζει σε οσκαρική καταξίωση στη χολιγουντιανή Μέκκα. Σε αντίθεση, όμως, με τις δυο προαναφερθείσες ταινίες, το Barbara δε θυσιάζει την πολιτική του θέση προς όφελος μιας δίωρης ψυχαγωγίας προορισμένης να κερδίσει τις καρδιές των θεατών. Ο Christian Petzold σκηνοθετεί ένα βραδυφλεγές δράμα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αναγκαιότητα ανάδειξης της ιδεολογικής του άποψης και σε μια τίμια, διαλεκτική σκιαγράφηση της κατάστασης. Φροντίζει να διαποτίσει τη φόρμα του με τα ηθικά κι ανθρωπιστικά διλήμματα που τίθενται καθημερινά σε συνθήκες ολοκληρωτισμού και διαρκούς επιτήρησης και συνοψίζει ολόκληρο τον προβληματισμό του στη στιβαρή, απέριττη ερμηνεία της Nina Hoss.
Σε μια ατμόσφαιρα αυστηρή, σχεδόν κλινική, η εξαιρετική πρωταγωνίστρια του Petzold γεννάει οικεία ανθρώπινα συναισθήματα
μέσα από τα ανέκφραστα μα υπόγεια βλέμματά της, το σπάνιο χαμόγελο που έρχεται
σαν αναπάντεχο δώρο, το απρόσμενο λύγισμα της φωνής της. Η γεωμετρική
τελειότητα των κάδρων και η ενδελεχώς υπολογισμένη συνύπαρξη κάμερας, ηθοποιών
και ντεκόρ μας μεταφέρει με απόλυτη επιτυχία στις συνθήκες ενός περιβάλλοντος
ολοκληρωτικής "αρμονίας". Η προβλέψιμη συμμετρία πρέπει να
διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού και κάθε παραβίασή της γεννά υποψίες. Σε αυτό
ακριβώς το σημείο, το φιλμ χτίζει το σασπένς του: είναι αβέβαιο ποια λόγια
εννοούνται και ποια σε παγιδεύουν, κάθε ενέργεια είναι διφορούμενη, κάθε κίνηση
αποτελεί μια εν δυνάμει απειλή (προσέξτε πως ο Petzold εισάγει τρικ, δανεισμένα από το
είδος του υπαινικτικού θρίλερ, όπως για παράδειγμα το καδράρισμα της
διαχειρίστριας της πολυκατοικίας που στέκεται στην ανοιχτή πόρτα του κελαριού
θυμίζοντας φύλακα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης). Σε αυτόν τον κόσμο, ο καθένας
μπορεί να κρύβει μέσα του έναν κατάσκοπο του συστήματος ή έναν αγωνιστή-επαναστάτη
που οραματίζεται την κατάρρευσή του.
Ο χαρακτήρας του André, ως
ενσαρκωτής του ανθρώπινου προσώπου του καθεστώτος, συμπυκνώνει αυτήν ακριβώς τη
σύγχυση απέναντι στις λανθάνουσες ερμηνείες κάθε επιφάνειας. Γιατρός και
ταυτόχρονα ρουφιάνος της ανωτέρας διοίκησης, παρουσιάζει μεν τη δικαιολογία του
για τον μυστικό του ρόλο, αλλά κανείς (θεατή μη εξαιρουμένου) δεν μπορεί να
γνωρίζει αν πρόκειται για μια ιστορία αληθινή ή επινοημένη. Σε εκείνον και στην
μικρή Stella, η Barbara βλέπει να καθρεφτίζονται οι δύο
πλευρές του εαυτού της. Στον πρώτο, θαυμάζει την αφοσίωσή του στο ιατρικό
λειτούργημα, τη φροντίδα με την οποία προσφέρει τις υπηρεσίες του στους
ασθενείς του, την απλότητα της καθημερινότητας του σπιτιού του. Με τη δεύτερη,
έρχεται κατάματα αντιμέτωπη με την απάνθρωπη καταπίεση, τη ψυχολογική και
σωματική βία που το σύστημα ασκεί στο άτομο (σε μία στιγμή, η ηρωίδα δε θα
διστάσει να μιλήσει για "σοσιαλιστικά στρατόπεδα εξόντωσης"). Κι αν η
ζυγαριά του φιλμ φαινομενικά γέρνει προς μια κριτική του ανατολικογερμανικού
καθεστώτος προς όφελος του δυτικού αντίπαλου δέους, δύο σκηνές έρχονται να
ρίξουν τη σκιά τους στη πρότερη βεβαιότητά μας. Αρχικά, στη συζήτηση ανάμεσα στη
Barbara και τη Steffi, πάνω από έναν ανοιχτό κατάλογο με
κοσμήματα που ο δυτικός εραστής της δεύτερης απλόχερα τάζει, ο Petzold κλείνει ειρωνικά το μάτι προς το σύγχρονο
θεατή, θυμίζοντάς του τις απατηλές υποσχέσεις και τις φρούδες ελπίδες του
κραταιού καπιταλισμού. Και φυσικά στην τελική σκηνή, στη θερμή ανταλλαγή
βλεμμάτων ανάμεσα στη Barbara και τον André, η επιλογή της πρώτης να παραμείνει στην
ανατολική πλευρά μοιάζει (δειλά έστω) να μπορεί να συνδυαστεί με ένα μέλλον
αισιόδοξο. Το εγκρατές στυλ που υιοθετεί το φιλμ καθόλη τη διάρκειά του, μοιάζει
να θέτει όρια στην πολιτική του τόλμη - περισσότερες σκηνές σαν τις προαναφερθείσες
θα συνέβαλαν σε έναν προβληματισμό σαφέστατα πιο διαλεκτικό και πιο επίκαιρο με
τη σύγχρονη πολιτική μας πραγματικότητα. Ακόμα κι έτσι, το Barbara παραμένει ό,τι πιο τίμιο κι
ολοκληρωμένο μας προσέφερε ο γερμανικός πολιτικός κινηματογράφος τα τελευταία
χρόνια.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής
****
****