Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
Πρόσωπα με Πρόσωπο (post - production)
Ποια είναι η σχέση μεταξύ της λογοτεχνίας, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της θρησκείας μιας κοινωνίας, και της κοινωνικής πράξης;
Στην παραδοσιακή συζήτηση υπάρχει αρκετή συμφωνία πάνω στο ότι η σχέση μεταξύ των σκοπών της κουλτούρας και των πραγματικών μέσων δεν είναι καθόλου σχέση σύμπτωσης (και δεν μπορεί να είναι;) και ότι σπάνια είναι μια σχέση αρμονίας. Αυτή η άποψη εκφράστηκε με τη διάκριση μεταξύ κουλτούρας και πολιτισμού, κατά την οποία η κουλτούρα αναφέρεται σε μια ανώτερη διάσταση της ανθρώπινης αυτονομίας και ολοκλήρωσης, ενώ ο πολιτισμός χαρακτηρίζει το βασίλειο της αναγκαιότητας, της κοινωνικά απαραίτητης εργασίας και συμπεριφοράς, όπου ο άνθρωπος δεν είναι πραγματικά ο εαυτός του ούτε βρίσκεται στο στοιχείο του, αλλά εξαρτάται αντίθετα από την ετερονομία, από εξωτερικές συνθήκες και ανάγκες. Το βασίλειο της αναγκαιότητας μπορεί να περιοριστεί (κάτι που συμβαίνει συχνά). Στην πραγματικότητα, η έννοια της προόδου μπορεί να εμφανιστεί μόνο σ'αυτό το πεδίο (τεχνική πρόοδος), στην κίνηση του πολιτισμού προς τα μπρος. Αλλά αυτή η κίνηση δεν εξαφάνισε την ένταση (tension) μεταξύ της κουλτούρας και του πολιτισμού. (...) Ταυτόχρονα, όμως, η ένταση αυτή μειώνεται σταθερά από το γεγονός ότι η κουλτούρα ενσωματώνεται με τρόπο συστηματικό και οργανωμένο στην καθημερινή ζωή και την εργασία (...). Με αυτήν την ενσωμάτωση της κουλτούρας στην κοινωνία, η κοινωνία τείνει να γίνει ολοκληρωτική, ακόμα κι εκεί όπου διατηρεί δημοκρατικές μορφές και θεσμούς. (...)
Με τη μορφή και την κατεύθυνση που παρουσιάζει σήμερα η πρόοδος αυτή του πολιτισμού απαιτεί οπερασιοναλιστικό και μετατρέψιμο σε συμπεριφορά τρόπο σκέψης. κατάλληλο να παραδεχτεί την παραγωγική ορθολογικότητα των δεδομένων κοινωνικών συστημάτων, να τα υποστηρίξει και να τα βελτιώσει, αλλά όχι να τα αρνηθεί. Ωστόσο, το (συνήθως κρυμμένο) περιεχόμενο της ανώτερης κουλτούρας κατοικοέδρευε κυρίως σ'αυτήν την άρνηση: η κατηγορία ενάντια στη θεσμοποιημένη καταστροφή των δυνατοτήτων του ανθρώπου ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί μια ελπίδα, την οποία συκοφαντούσε ως "ουτοπική" ο υπάρχων πολιτισμός. Ασφαλώς η ανώτερη κουλτούρα είχε πάντα έναν καταφατικό χαρακτήρα, στο βαθμό που ήταν απαλλαγμένη από το μόχθο και την αθλιότητα εκείνων που αναπαρήγαγαν με την εργασία τους την κοινωνία (που διέθετε αυτήν την κουλτούρα), κι έτσι γινόταν ιδεολογία της κοινωνίας. Αλλά ως ιδεολογία, αποχωριζόταν από την κοινωνία, κι αυτός ο αποχωρισμός της επέτρεπε να διαβιβάζει ελεύθερα την αντίφαση, την κατηγορία και την άρνηση.
Herbert Marcuse, "Remarks on a Redefinition of Culture", στο περιοδικό Daedalus. Journal of the American Academy of Arts and Sciences, Vol. 94, no. 1, 1965. (μετάφραση, Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις ύψιλον)
Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011
IF.... (1968), του Lindsay Anderson
Καθόλου τυχαία, οι πρώτες μας μνήμες διατηρούν μιαν ύποπτη χρονική ταύτιση με την πρώτη μας άμεση επαφή με την οργανωμένη κοινωνία. Πέρα από τη 12ετή εκπαίδευση που καταλήγει στη "δευτεροβάθμια" περάτωση (και εδώ είναι η πρώτη μας -στρατιωτικού τύπου- προαγωγή στη δεύτερη βαθμίδα που θα μπορούσε κάλλιστα να συνοδεύεται από κάποιο σημάδι, όπως στα ιδιωτικά σχολεία και κολέγια), ο σύγχρονος πολίτης οφείλει ευλαβικά να ακολουθήσει το σύστημα καρμπόν των δημοσίων ανωτάτων ιδρυμάτων, με την αντίστοιχη πίεση του περίγυρου. Μετά το "νηπιαγωγείο" των 5 ετών (που εξ ημισείας του κόσμου λέγεται απλώς "νήπιο", δηλαδή την ηλικία μεταξύ βρέφους και παιδιού, ταυτίζοντας την παιδική ηλικία με τη διαδικασία της αγωγής), ακολουθεί το δημοτικό σχολείο (ή απλώς "δημοτικό" καθώς η πρώτη αντιστοίχηση ενεργού πολίτη και συστήματος έχει ήδη γίνει με επιτυχία). Στα 12 μόλις χρόνια υποχρεωτικά εισάγεται κανείς στο "γυμνάσιο", εκεί δηλαδή που τα γυμνάσια του ανθρώπου παίρνουν για πρώτη φορά σάρκα και οστά· βλέπετε, από τώρα ιδρώνει κανείς για να ξεχωρίσει και η βαθμολογία δεν είναι πλέον τύποις "αρίστη" για όλους, αλλά ας πούμε πως θέλει να χαρακτηρίζεται από μιαν αξιοκρατία. Στην πορεία του το γυμνάσιο πέρασε τα δικά του γυμνάσια, μετρώντας 4ετή, 6ετή αλλά και 8ετή, στη δικτατορία, φοίτηση πριν καταλήξει 3ετής και μοιράσει τα υπόλοιπα 3 έτη της στο σημερινό Λύκειο, έτσι για να’χαμε να λέγαμε. Χωρίς συνταγματική υποχρέωση για τον πολίτη, το Λύκειο αποτελεί την προϋπόθεση (και συνεπώς υποχρέωση) του συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αυτής δηλαδή που οδηγεί τη μισή χώρα σε πτυχιούχο ανεργία και την άλλη μισή σε αιώνια φοίτηση μέχρι την επιφοίτηση που όμως ξέμεινε στο βιβλίο των θρησκευτικών που τελευταία φορά είδαμε στο γυμνάσιο - και πολύ του ήταν.
Η εκπαιδευτική διαδικασία απλώνει εξίσου ύποπτα δίχτυα προς την αντίστοιχη ενήλικη σωφρονιστική, ειδικά στα δύσκολα. Υπάρχει η σίτιση των τροφίμων, υπάρχει η υποχρέωση σε ανόητους κανόνες, υπάρχει ο προαυλισμός. Και στην έσχατη περίπτωση ενός εσωτερικού αστείου, υπάρχει η τιμωρία. Στη φυλακή βέβαια εμπεριέχεται η ανυπόφορη ειρωνεία της τιμωρίας μέσα στην τιμωρία, ένα αστείο με το οποίο ελάχιστοι θα γελάσουν. Όπως και να έχει, οποιαδήποτε οργάνωση με το στανιό σε ένα σύστημα ήταν, είναι και θα παραμένει αντίθετη με το ανθρώπινο ένστικτο της ατομικότητας που εσωτερικά (ή και όχι μόνο) θα το αντιμετωπίζει ως συντηρητικό, καταπιεστικό, αυταρχικό. Η ουτοπία της αρχαίας δημοκρατίας δε χρειάστηκε στην πραγματικότητα χιλιάδες χρόνων για να μετατραπεί στην καπιταλιστική αυθαιρεσία του σήμερα, από την οποία δε διαφαίνεται επιστροφή. Ο καθωσπρεπισμός της κλειστής κοινωνίας, η εν-νόηση της ηθικής κατά βούληση αυτών που με αυθάδεια θεωρούν πως γράφουν την ιστορία διαφορετικά (ή μια παράλληλη, διαφορετική ιστορία) από το λαό, η ανέχεια οργανώνουν μια μεθοδική τρικλοποδιά στον εαυτό τους, μια κλιμακωτή επανάσταση που πηγάζει εκ των έσω και με την παρόρμηση έχει σχέση μονάχα ως αφετηριακό σημείο.
Λίγο πριν από μια εκ των σημαντικότερων στιγμών του σύγχρονου ανθρώπου, που κορυφώθηκε με τα γεγονότα του Μάη του ‘68, ο Βρετανός εμπνευστής και θιασώτης του καλλιτεχνικού κινήματος υπό το όνομα "Free Cinema", Λίντσεϊ Άντερσον, είχε διαβάζει τα σημάδια της αντικουλτούρας. Εκείνης που η δυτική λαϊκή συνέχεια, κατά τους Καναδούς πανεπιστημιακούς καθηγητές Άντριου Πότερ και Τζόζεφ Χιθ, θεσπίζει στην Αμερική της αποχαύνωσης την "παγκόσμια ημέρα δίχως κατανάλωση", μια ημέρα δηλαδή στις 24 ώρες τις οποίας η αμερικανική αριστερά προλαβαίνει να ξαπλώσει και να κοιμίσει βαθιά στην ησυχία της τη λερωμένη της συνείδηση. Της αντικουλτούρας της οποίας η ανατροπή αμφισβητείται από την ίδια καναδική διανόηση ως αυτοσκοπός, της αντικουλτούρας που ενισχύει την κατανάλωση και καταλήγει ένας ασφαλής μύθος για να διατηρούνται τα στρώματα της κοινωνίας σε γαλήνια τάξη. Ο Άντερσον λοιπόν, εν μέσω άκρατου συντηρητισμού, πολίτης της κορωνίδας της υποκρισίας και της ηθικολογίας, διάβαζε πίσω από τη σύγκρουση καπιταλισμού και κομμουνισμού το σαράκι που έτρωγε την ενστικτώδη ατομικότητα και εμφανιζόταν ως η απόλυτη (ταξική) οργάνωση. Η νεανική εξέγερση που εμπνεύστηκε μπορεί σήμερα να μοιάζει παρωχημένη, το 1968 όμως τόσο το σινεμά όσο και όλες οι πολιτιστικές εκδηλώσεις είχαν μια δύναμη εσωτερική και ασυγκράτητη με την οποία ο λαός αναζητούσε την ταύτιση. Το σενάριο χειροβομβίδα της "Επαναστατημένης Γενιάς" του παίζει ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι, όπως διαβάσαμε σε ένα παλιότερο κείμενο του Κωνσταντίνου Σαμαρά: "Ως τι θα μπορούσαμε να ορίσουμε το εκάστοτε σύστημα διδασκαλίας αν όχι ως τη διδασκαλία του εκάστοτε συστήματος;" αναρωτιέται ο ίδιος, έχοντας δει τον Άντερσον να κλείνει το μάτι.
Μέχρι το φινάλε των όπλων, της βίας δηλαδή στη βία της εξουσίας, την πιο αληθινή καραμέλα σε αριστερά στόματα, το δοκίμιο του Βρετανού δημιουργού θα μπλέκει για κουρασμένα μάτια και ακόμη πιο κουρασμένα πνεύματα, την αφήγησή του μεταξύ ονειρικών και ρεαλιστικών σκηνών, θα κλιμακώνει με θαυμαστή οικονομία την έντασή του ("Θέλω να μάθω πότε ζούμε. Αυτό θέλω μόνο να μάθω" λέει ο μαθητής Μικ του πρωτοεμφανιζόμενου Μάλκολμ ΜακΝτάουελ, πριν ονειρευτεί την επανάστασή του, πριν επιτεθεί με ψεύτικες σφαίρες και όπλα στον ιερέα του σχολείου και πριν πιάσει τα πραγματικά όπλα στα χέρια - κι όλα αυτά σε χρονική σειρά), θα ετοιμάζει την επίθεση στην οικουμενικότητα της εξουσίας (προσέξτε τους αποδέκτες της επίθεσης στο φινάλε). Ένα σπάνιο έργο ειλικρίνειας ψάχνει το κοινό του άμα τη επιστροφή του από τις πλατείες αλλά όχι κι από την αγανάκτηση και βάζει μια διαβολεμένη τέταρτη τελεία στα αποσιωπητικά του "Εάν", μη αποσιωπώντας δηλαδή στο όνειρο και τη σκέψη και το δικαίωμα και την επιλογή.
Πάνος Τράγος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)