Η Τάνια και ο 14χρονος γιος της Ιβάν, είναι παράνομοι μετανάστες από τη Ρωσία, οι οποίοι ζουν στο Βέλγιο με πλαστά χαρτιά και ψεύτικα στοιχεία τα τελευταία 8 χρόνια. Η Τάνια ζει μέσα στο φόβο, αποφεύγει την αστυνομία και τρέμει στην ιδέα πως θα γίνει έρευνα για την ταυτότητά της. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που συλλαμβάνεται και αναγκάζεται να αποχωριστεί βίαια τον Ιβάν, φυλακισμένη σε ένα κέντρο εγκλεισμού για παράνομους μετανάστες. Εκεί, θα πολεμήσει με όλες της τις δυνάμεις για να ξαναβρεί το γιο της, ενάντια σε ένα απάνθρωπο και απρόσωπο σύστημα που την απειλεί με άμεση απέλαση.
Από τα πρώτα πλάνα το νταρντενικό σύμπαν έχει στηθεί: Το κοινωνικά υγιές βελγικό περιβάλλον βαραίνει τελικά για άλλη μια φορά απειλητικά πάνω από γνώριμες καταστάσεις για την ευρωπαϊκή και γενικότερα δυτική ανησυχία του καιρού μας. Η αλήθεια πίσω από την πολυσύνθετη ανθρώπινη φύση πολλές φορές είναι λιγότερο ευχάριστη από όσο νομίζει κανείς, περισσότερο δε, όταν εκφράζεται συλλογικά. Ο ρεαλισμός των δυσκολιών της εργατικής τάξης επιβάλει μια κάλπικη ξενοφοβία, εγκατεστημένη με το στανιό στις συνειδήσεις που, ευτυχώς κατά τη γνώμη του Βέλγου δημιουργού, δεν αποσιωπά πίσω από τον κρυπτοφασισμό των σύγχρονων κρατών και των, εν έτει 2011, συγκαλυμμένων στρατοπέδων συγκέντρωσης-με τις απαραίτητα υιοθετημένες συμπεριφορές φυσικά. Κοντά στο τέλος της Οδύσσειας του μετανάστη που πάντα τον επιστρέφει στην αρχή, ο Μασέ-Ντεπάς ελπίζει αφελώς και ρομαντικά ότι μια χούφτα πολιτών θα τον γλιτώνει από τα χειρότερα και θα παρεμβαίνει δυναμικά. Εκεί, η ενοχλητική αποτύπωση της αληθινής και υπαρκτής ωστόσο κοινωνικής αποξένωσης των Νταρντέν, δίνει τη θέση σε μια γλυκιά ελπίδα αλλαγής που κλωτσάει πεισματικά το δράμα από πάνω της.
Τα συναισθήματα δεν ελέγχονται, πλημμυρίζουν το φιλμ και δε δίνουν περιθώρια για μια κριτική απάντηση στα ανθρωπιστικά ερωτήματα που μένουν ερωτηματικά, αλλά προϋποθέτουν μία με τρόπο ώστε να ισορροπεί στο λεπτό όριο του λαϊκισμού και του δόγματος με την κοινωνικοπολιτική διαλεκτική. Ωστόσο, απευθυνόμενος σε στοιχειωδώς σκεπτόμενους πολίτες ο Μασέ-Ντεπάς μονοδρομεί προς την περισσότερο ουμανιστική όσο και, δυστυχώς, ουτοπική θέση για τη μετανάστευση. Δε γνωρίζω αν υπάρχει συγχωροχάρτι στο σινεμά αλλά πραγματικά, η ακίνδυνη αβάντα της ιστορίας της "Παράνομης" που επιμένει να θυμίζει ορισμένα πράγματα που χάνονται με ευκολία στη λήθη των τεχνικά εφαρμοσμένων κοινωνικών δομών στους αιώνες, συγχωρείται δίχως δεύτερη σκέψη.
Πάνος Τράγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου