
Η μοναξιά του 21ου αιώνα μοιάζει με φαύλο κύκλο. Τροφοδοτείται και ανακυκλώνεται από ακριβώς εκείνα τα μέσα που (υποτίθεται) πως διευκολύνουν την κοινωνικότητά μας. Είναι οδυνηρό να ξέρεις πως υπάρχει το κινητό δίπλα σου και απλά δε χτυπά. ‘Η ότι η προσωπική, εξομολογητικής φύσεως, σελίδα σου στα blog λειτουργεί κανονικά αλλά δε γνωρίζει άλλα click από τα δικά σου. Δε δημιούργησε το facebook τους μοναχικούς ανθρώπους. Έθεσε, όμως, ενώπιόν τους ένα ακόμα εμπόδιο, σε ελκυστικό περιτύλιγμα, για τη συνειδητοποίηση της κατάστασής τους. Και κυρίως, εξασφάλισε τη διαιώνιση της απομόνωσής τους. Το θέμα προσφέρεται για μεγάλες συζητήσεις ή, αν θέλετε, «ηθικολογήσεις» που, ακόμα κι αν συγκεντρώνουν όλα τα δίκια του κόσμου, δύσκολα θα ξεφύγουν από την παγίδα του διδακτισμού και σίγουρα θα προσπεραστούν με άνεση. Χρειάζονται σαφέστατα πιο ριζοσπαστικές κινήσεις για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που ήδη έχει απλώσει τις ρίζες του στην καθημερινότητά μας. Η παραπάνω διαπίστωση φανερώνει το μεγάλο πλεονέκτημα και, δυνητικά, το αντίστοιχο μειονέκτημα του The Social Network.
Ξεκινώντας από το τελευταίο - άλλωστε στην τελική μου εκτίμηση για το φιλμ κατέχει τη μικρότερη σημασία - ο Fincher αποδεικνύεται άτολμος στις προθέσεις του. Έχει την τύχη(;) να είναι ο πρώτος που καταπιάνεται κινηματογραφικά (με σοβαρό τουλάχιστον τρόπο) με το φαινόμενο - facebook και αυτοπεριορίζεται σε ένα χρονικογράφημα συγκεκριμένης στοχοθεσίας. Δε θα αναζητήσει καθόλου τους μηχανισμούς εκείνους που φτιάχνουν το πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσει μία τέτοια διαδικτυακή «παρακοινότητα», ούτε φυσικά να καταδείξει τα πολιτικά συμφέροντα που εξυπηρετούνται από την μαζική μας αποχαύνωση. Στο παρελθόν, στην πλέον συγγενική σε ύφος ταινία του (Zodiac), ο Αμερικανός σκηνοθέτης είχε παρουσιάσει μια αφήγηση στην οποία διείσδυε διαρκώς ένας ευρύτερος προβληματισμός για το τέλος της αθωότητας και την έναρξη μιας εποχής επικράτησης του αμοραλισμού της διαφθοράς, καλυμμένης μάλιστα του μεταφυσικού μανδύα ενός απροσδιόριστου ή ανεξιχνίαστου «κακού». Το Social Network μοιάζει (και όντως έτσι είναι) να προβληματίζεται και να τολμά λιγότερο στην καταγγελία της γραφής του. Παραδόξως, όμως, με αυτήν την, κατά κάποιον τρόπο αφαιρετική, επιλογή του, επιτυγχάνει να αποφύγει το σκόπελο του διδακτισμού σε ένα ακόμα εν εξελίξει ζήτημα και να λειτουργήσει ύπουλα στη νόηση και το συναίσθημα του θεατή.
Σχεδόν σε όλη τη διάρκειά του, το φιλμ επικεντρώνεται στις δικαστικές και οικονομικές διαμάχες που επέφερε η απρόσμενη επιτυχία του facebook στον ιδρυτή του, τον νεαρό και καθόλα σπασικλάκι Mark Zuckerberg. Συζητήσεις επί συζητήσεων για το πώς θα μεγιστοποιηθεί το κέρδος, καβγάδες εντός και εκτός των δικηγορικών γραφείων για το πώς θα μοιραστεί το δολάριο που ρέει αφθόνως, όλα κινηματογραφούνται από έναν μάστορα της εικόνας και του μοντάζ με έναν ρυθμό ασυγκράτητο και, εν τέλει, απάνθρωπο ακριβώς επειδή αδυνατεί να συμβαδίσει μαζί του ο πυρήνας εκείνος του ατόμου στις ανάγκες του οποίου απευθύνεται το (κάθε) facebook. Και για τον οποίο θα χρειαστεί μοναχά δύο σκηνές ο σπουδαίος Fincher για να αγγίξει σε βάθος. Διόλου τυχαία θα τοποθετηθούν στην έναρξη και στο τέλους του έργου. Πρώτα ο …μεταμοντέρνα φλύαρος χωρισμός. Και στο τέλος, η πεμπτουσία της συναισθηματικής απόγνωσης και της σύγχρονης μοναξιάς, καθώς οι ελπίδες εναποτίθενται στο επόμενο (και στο επόμενο, και στο επόμενο…) καταραμένο refresh της ιστοσελίδας. Αν για τους περισσότερους θεατές η οικειότητα και η κατάφωρη θλίψη αυτής της στιγμής έρθει σε αντιπαραβολή με τον (φιλοχρήματο) καταιγισμό των προηγούμενων δύο ωρών, το κατόρθωμα του φιλμ θα είναι πραγματικά μεγάλο.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής