Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Cosmopolis (2012) του David Cronenberg

Η κινηματογραφική μεταφορά ενός κειμένου του Don DeLillo αντιμετωπίζει πάντα ιδιαίτερες δυσκολίες, τόσο από άποψη μορφής (απουσία εμφανούς πλοκής, εσωτερικοί μονόλογοι γραμμένοι σε τρίτο πρόσωπο), όσο και από άποψη περιεχομένου (πιντερικοί διάλογοι που φαντάζουν αφύσικοι κατά την εκφορά τους). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το Cosmopolis αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά έργου του DeLillo.

Ο David Cronenberg, χωρίς να αποκλίνει από το ύφος και το πνεύμα του κειμένου, κατάφερε να το ενσωματώσει στην δική του αισθητική, αντιμετωπίζοντας  με επιτυχία όλες τις προκλήσεις του. Παράλληλα οι τροποποιήσεις του σκηνοθέτη (όπως στο φινάλε) βρίσκονται σε αρμονία με την δεσπόζουσα νοηματική γραμμή της ταινίας του, η οποία διατηρεί την πολυσημία του λογοτεχνικού της προκατόχου.

Η πολυσημία αυτή καθιστά ανέφικτη μια μονοσήμαντη ερμηνεία της ταινίας διότι  η ίδια η  εξέλιξή της την αποκλείει. Μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε το πορτρέτο του σύγχρονου ηδονοθήρα των 00s, ενός ατόμου που κινείται δίχως καμία ηθική και κοινωνική αξία πέρα αυτής του εκλεπτυσμένου ηδονισμού, ο οποίος καθίσταται δυνατός εξαιτίας μιας αυξανόμενης οικονομικής ισχύος. Ο ήρωας μπορεί να αποκτήσει τα πάντα (όπως το παρεκκλήσι του Rothko), ελάχιστα πράγματα μπορεί όμως να βιώσει πραγματικά και η συνειδητοποίηση αυτού του χάσματος θα τον οδηγήσει ραγδαία στην αυτοκαταστροφή του. Μια αυτοκαταστροφή που μπορεί να ειδωθεί και ως μια αντεστραμμένη ηδονή, καθότι το πλήρως ελεγχόμενο και αποστειρωμένο, κυριολεκτικά, περιβάλλον, στο οποίο βρίσκεται αυτοβούλως εσώκλειστος ο ήρωας, επιτάσσει την κατάργησή του. Έναυσμα για την χειραφέτησή του δίνεται από την σκηνή της αυτοπυρπόλησης ενός διαδηλωτή, μιας ασύλληπτης ενέργειας για την μέχρι τότε κοσμοεικόνα του βαθύπλουτου χρηματιστή.

Η καθοδική πορεία διέπεται από μια εσωτερική λογική με τα όρια συνειδητού και ασυνειδήτου να συγχέονται διαρκώς και καταλήγει σε μια εκπληκτική εικοσάλεπτη αντιπαράθεση του ήρωα με ένα αποτυχημένο alter-ego του (ένας καταπληκτικός Paul Giamatti).  Μια μπεκετικής έμπνευσης σκηνή που αξίζει πολλαπλές θεάσεις,  ένα απολύτως ταιριαστό αποκορύφωμα σε μια μοναδική κινηματογραφική δημιουργία.

Γιώργος Μπουκάτσας

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Προσωπικά βρήκα πολύ.. ανισόροπη τη σχέση λόγου και εικόνας. Στην προσπάθειά μου -ως θεατή- να ακολουθήσω τους διαλόγους, η εικόνες χάνονταν από τα μάτια μου.

Έλλειψη εύγλωττων εικόνων με άλλα λόγια, και αυτό που μετράει κινηματογραφικά ειναι ασφαλώς (και) το οπτικό μέρος.

Πετυχημένη η κρητική που ασκεί ο Cronemberg, αλλά όχι με κινηματογραφικό τρόπο. Αυτή την πρόκληση -και με ένα τέτοιο βιβλίο, η κινηματογραφική μεταφορά ήταν όντως μεγάλη πρόκληση- δεν κατάφερε να την αντιμετωπίσει ικανοποιητικά.

mpoukatsas είπε...

Fidelio, ευχαριστώ για το σχόλιο και συγγνώμη για την καθυστερημένη απάντηση.
Θα συμφωνήσω ότι η διαρκής ροή του λόγου δυσχεραίνει την πρώτη θέαση της ταινίας, ωστόσο οι διάλογοι με τις εικόνες κατέχουν εδώ ρόλο συμπληρωματικό και αδιαχώριστο. Η εικόνα παρακολουθεί και διακριτικά εμπλουτίζει νοηματικά την ταινία, δεν έχει διακοσμητική θέση. Πρόσεξε για παράδειγμα το ρετρό ντεκόρ στο εγκαταλειμμένο κτήριο στο φινάλε που βρίσκεται σε τέλεια αισθητική αντίστιξη με το υπερ-τεχνολογικό περιβάλλον της λιμουζίνας της αρχής. Η πορεία που διαγράφει ο ήρωας είναι και μια πορεία πίσω στο χρόνο και αυτό αποτυπώνεται με τον πιο εύγλωττο τρόπο από τις εικόνες της ταινίας, η οποία δεν εξαντλείται σε μια προβολή.

Δημοσίευση σχολίου