Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Aronofsky Darren. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Aronofsky Darren. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

BLACK SWAN (2010), του Darren Aronofsky


Αν ο θάνατος είναι η μοναδική, πραγματική στιγμή «τελείωσης», τότε η ζωή είναι μια διαρκής εκκρεμότητα. Μια καταδικασμένη αναζήτηση της ολοκλήρωσης, της κορύφωσης εκείνης που θα σημάνει την απόλυτη συνείδηση του υπάρχειν. Η εμμονή για την τελειότητα είναι το επιστέγασμα μίας κουλτούρας που τη θεοποιεί, καθώς τη θωρεί αμήχανα υπό τη βεβαιότητα του ατελέσφορου. Μοναδικό αυτοπρόσωπο συναπάντημα με το πλήρες του θανάτου είναι ο οργασμός, η σεξουαλική κορύφωση με την οποία συμμετέχουμε σε μια πρόβα της τελειωτικής κορύφωσης. «Δε θα ήταν υπέροχο όπως ξαφνικά πεθαίνουμε, έτσι ξαφνικά να ζούσαμε;».

Ο ιδιοφυής Αρονόφσκυ έχει αποδείξει ότι μπορεί να χρησιμοποιεί τα πιο απλά σχήματα για να φιλοσοφήσει πάνω στις βαθύτερες υπαρξιακές ανησυχίες του ατόμου ή να καθρεφτίσει με οξυδέρκεια συλλογικά συμπλέγματα. Στο The Wrestler επέλεξε το θέαμα του κατς και του στριπτίζ για να αναλύσει τη σημειολογία ενός κόσμου μπλεγμένου σε έναν επικοινωνιακό λαβύρινθο. Στο Black Swan θα στραφεί στο, φαινομενικά, εκλεπτυσμένο τερέν του μπαλέτου. Η εμμονοληπτική μελέτη των κινήσεων, η σκληραγώγηση για το ιδανικό πουέντ, η ατελείωτη –σε βασανιστικό σημείο- εξάσκηση, όλα συναποτελούν το όχημα για να μελετήσει ο Αμερικανός σκηνοθέτης την ατέρμονη επιδίωξη της τελειότητας. Η οποία μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από την αποδοχή, τον εναγκαλισμό, την ανα-γέννηση του Άλλου που κρύψαμε μέσα μας. Η Λίμνη των Κύκνων προσφέρει την τέλεια ιστορία. Η σύγκρουση ανάμεσα στην Odette, το λευκό κι αμόλυντο κύκνο, με την Odile, τον μαύρο και μηχανορράφο κύκνο, πρέπει να ενσαρκωθεί από την ίδια μπαλαρίνα. Έτσι, η Nina της εκπληκτικής (τέλειας;) Natalie Portman βρίσκεται μπροστά στην μεγαλύτερη πρόκληση για το θνητό άνθρωπο: να αγγίξει το τέλειο.

Κυνηγώντας για χρόνια το βήμα παραπάνω στην καριέρα της (εκεί, δηλαδή, που ποτέ δεν έφτασε η υπερπροστατευτική μητέρα της), έχει κλειστεί στο ασφυκτικά στενό περιβάλλον της μονοπυρηνικής οικογένειάς της και βγαίνει από το σπίτι μόνο για μαθήματα και πρόβες. Αγνή, παρθένα, συνεσταλμένη, είναι η προφανής επιλογή για το ρόλο του Λευκού Κύκνου. Το στοίχημα που θα βάλει μαζί με τον δαιμονικά γοητευτικό καλλιτεχνικό διευθυντή της, Thomas, είναι να εκμαιεύσει τον Μαύρο Κύκνο που υπάρχει εντός της. Από εκεί και πέρα η Nina θα βουτήξει στον ιλιγγιώδη κυκεώνα των εσωτερικών της αντιθέσεων: φως και σκοτάδι, καθαρό και μιαρό, ένστικτο συντήρησης κι ένστικτο τελείωσης, φόβος κι ελευθερία. Η καταβύθιση στην προσωπική της κόλαση είναι εκ των ουκ άνευ για την τελική της ανάδυση. Και δε θα μπορούσε παρά να διέρχεται από την μοναδική εν τη ζωή γνωριμία με το τέλος, τον οργασμό. Αν στην πολανσκική Αποστροφή η καταπίεση των σεξουαλικών παρορμήσεων έβρισκε έκφραση στις ρωγμές των τοίχων, εδώ ζωγραφίζεται με αιματηρές πινελιές πάνω στο σώμα της ηρωίδας. Αν η Nina διαλέξει να καλύψει τα τραύματά της και να αγνοήσει το αναγκαίο μήνυμά τους, τότε κινδυνεύει να αποτύχει. Όπως η πρίμα μπαλαρίνα που διαδέχτηκε, η Beth (Winona Ryder), θα καταδικαστεί σε αναπηρία, εγκλωβισμένη στο εκκρεμές της ζωής, νοσταλγώντας το τέλειο μέσα στη φυλακή του ανήμπορου σώματος (η εικόνα του τσακισμένου ποδιού της Ryder είναι ευθεία αναφορά σε εκείνο της Holly Hunter στο Crash του Cronenberg, το πλέον συγγενικό του Μαύρου Κύκνου φιλμ για τον υπογράφοντα). Αλλά η Nina ξέρει τι θέλει: «I just want to be perfect», θα πει στον Thomas και εκείνος θα της αποκριθεί, «The only person standing in your way is you».

Ακολουθώντας τη σκηνοθετική προσέγγιση του Παλαιστή, με την κάμερα στο χέρι και προσηλωμένη στο ύψος της κεντρικής ηρωίδας, ο Aronofsky επιτυγχάνει ένα ρεαλιστικό επαναπροσδιορισμό του κλειστοφοβικού και εφιαλτικού στιλιζαρίσματος της Suspiria του Argento. Η εξαιρετική Portman παραδίνεται με πάθος, ολοένα κι ανεξέλεγκτο, στις μετέωρες πιρουέτες ενός θρίλερ ψυχαναλυτικού (η σχέση με την μητέρα της, η Barbara Hershey σε ένα δείγμα εμπνευσμένου casting) και, πρωτίστως, οντολογικού και υπαρξιακού: η τέλεια ταύτιση με τον Άλλον δεν μπορεί παρά να συνοδευτεί με τη στιγμιαία μα απόλυτη έκρηξη της κορύφωσης. Εκείνη που στο φινάλε του Crash, οι ήρωές του παραδέχονται ότι δεν πέτυχαν («Τελείωσες;», «Όχι…», «Ίσως την επόμενη φορά…»). Η Nina τα κατάφερε.

I felt it. Perfect. I was perfect.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

THE WRESTLER (2008), του Darren Aronofsky


Πίσω από μια ταινία γεμάτη κλισέ και οφθαλμοφανή σεναριακά σχήματα, κρύβεται ένα σοφά μελετημένο υπαρξιακό δράμα πάνω στην αδυναμία της επικοινωνίας και στις πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις. Ο κόσμος του wrestling και εκείνος του striptease αποτελούν τα ιδανικά αντιστικτικά οχήματα για να απλώσει ο ευφυής Aronofsky τον προβληματισμό του για έναν κόσμο τόσο σύνθετο που αναπόφευκτα έχει γίνει ακατανόητος. Το δράμα υφαίνεται γύρω από τον Randy και την Pam, δύο ανθρώπους με διαφορετική θεώρηση της ζωής, οι οποίοι σταδιακά θα συγκλίνουν πριν απομακρυνθούν μια και καλή ο ένας από τον άλλον.

Ο Randy είναι ένας showman (όχι αθλητής), ένας ζωντανός – θρύλος της πάλης και, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, εξακολουθεί να εμφανίζεται στην αρένα και να κερδίζει τον σεβασμό όλων. Δε χρειάζεται τίποτα άλλο προκειμένου να νιώθει ευτυχισμένος, αυτό φαντάζει υπεραρκετό επειδή μπορεί να το κατανοήσει. Το wrestling, συγγενές με το αρχαιοελληνικό θέατρο και όχι με το μποξ, είναι ένα θέαμα της υπερβολής. Η ουσία του κρύβεται στις κραυγαλέες χειρονομίες από τις οποίες συντίθεται και όχι στην όποια εξέλιξη θα έχει ο κάθε αγώνας (παράσταση). Το κοινό αδιαφορεί για το αν αυτός θα είναι στημένος – κάτι τέτοιο εξυπακούεται. Ο κάθε παλαιστής έχει έναν συγκεκριμένο ρόλο, σε κάθε μονομαχία υπάρχει ο καλός και ο κακός (προσέξτε την «ερμηνεία» που δίνουν πάνω στο ρινγκ όσοι αντιμετωπίζουν τον Randy). Αυτό που ενδιαφέρει τον κόσμο δεν είναι να υποφέρουν οι αγωνιζόμενοι, αλλά να τους δει να υποφέρουν. Αυτό που τον εξιτάρει δεν είναι να καταφέρει ο «καλός» να νικήσει, αλλά να τον δει να νικάει εκτελώντας τις κινήσεις για τις οποίες πλήρωσε το εισιτήριο (βλ. Ram Jump).Το wrestling, λοιπόν, είναι ένας κόσμος απλός, εύληπτος, επειδή στηρίζεται σε σημεία τόσο ξεκάθαρα που γίνονται σχεδόν αόρατα. Όπως η ταυρομαχία, είναι ένα φως χωρίς σκιά, αίσθημα χωρίς επιφύλαξη (Roland Barthes).

Ο Randy έχει ζήσει τη ζωή του μέσα σε αυτόν τον κόσμο και θα ήθελε να μείνει εκεί μέχρι το τέρμα. Ωστόσο, υπάρχει ημερομηνία λήξης για τους ανθρώπους του θεάματος. Ένα άσχημο περιστατικό θα τον φέρει μπροστά σε ένα ενδεχόμενο που ο ίδιος έμοιαζε να μην είχε φανταστεί ποτέ: την αναγκαστική απόσυρση. Πλέον έχει στηθεί η φόρμα του δράματος. Σαν γνήσιος outsider, ο (αντι)ήρωάς μας θα βουτήξει στην άβυσσο της αληθινής, καθημερινής ζωής απροετοίμαστος. Αυτή όμως είναι σύνθετη, στηρίζεται σε πολύπλοκα κωδικοποιητικά συστήματα, σχεδόν ένα για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Η σχέση του Randy με την κόρη του, με την Pam και με τον οποιονδήποτε εκτός της αρένας φαντάζει λαβύρινθος και ο ίδιος βρίσκεται εξαπατημένος (και παγιδευμένος) επειδή πίστεψε ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει τον ίδιο εύκολα και στις δύο πλευρές.

Από την άλλη πλευρά, η Pam εκκινεί από εντελώς διαφορετικό σημείο. Οι αναλογίες ανάμεσα στην πάλη και το στριπτίζ είναι προφανείς, ενώ η κοινή μοίρα δύο ανθρώπων που τους προφταίνει το πλήρωμα του χρόνου εξαντλείται μόνο στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης. Εκείνη έχει συνείδηση της ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στο θέαμα και την αληθινή ζωή και προσπαθεί πάση θυσία να τα διαχωρίζει. Ό,τι συμβαίνει στο club, δεν βγαίνει έξω και το αντίστροφο. Όταν όμως γνωρίζει τον Randy, οι αντιστάσεις της σιγά – σιγά θα καμφθούν. Μέχρι το σημείο που θα πιστέψει πως τα σύνορα κάθε είδους μπορούν να καταργηθούν όταν υπάρχει η θέληση από τους ίδιους τους ανθρώπους. Ο Aronofsky θα την κινηματογραφήσει καθώς τρέχει να προλάβει τον Randy πριν μπει στην αρένα για μία ακόμα (μοιραία;) φορά και να του δείξει ότι τώρα πια τον πιστεύει. Πρώτα όμως αυτός είχε πιστέψει εκείνη. Οι κόσμοι τους δεν μπορούν παρά να είναι διακριτοί και θα προτιμήσει εκείνον που μπορεί να κατανοήσει. Η απώλεια και της τελευταίας ελπίδας συλλαμβάνεται από τον Rourke σε ένα συγκλονιστικό βλέμμα προς την άδεια εξέδρα. Μέσα από τα κλισέ και τους μύθους του, το αμερικανικό όνειρο της επιτυχίας και της ευτυχίας ξεφτιλίζεται από έναν σκηνοθέτη – μαέστρο στο πιο «ευρωπαϊκό» φιλμ της καριέρας του.

Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

THE FOUNTAIN (2006), του Darren Aronofsky


Είναι κάποια σημεία οριακά που δεν μπορούμε να τα αγγίξουμε. Η θνητότητά μας μας το απαγορεύει. Και στεκόμαστε μπροστά τους με φόβο και δέος, αδύναμοι να τα αντιμετωπίσουμε: Ο έρωτας και ο θάνατος. Η σχηματοποίηση του απόλυτου και η αδυναμία του ανθρώπου να το κατανοήσει, να το αποδεχτεί και να το ξεπεράσει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο άνθρωπος δεν μπορεί κατά τη συνήθη τακτική του να εκλογικεύσει, να αρχίσει τις υπεκφυγές. Πρέπει απλά να βιώσει. Απόλυτα. Τον έρωτα ή το θάνατο. Ή και τα δύο μαζί. Να βιώσει το απόλυτο, αλλά και να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να αποδεχτεί την απώλειά του. Όπως γίνεται συνήθως. Μια λογική πορεία: Η αγάπη, η φθορά της και ο θάνατός (της). Και η αποδοχή του τέλους.

Υπάρχουν όμως φορές που το βίωμα γίνεται τόσο έντονο, που οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποδεχτούν το τέλος. Και θέλουν να κάνουν οι ίδιοι το επόμενο βήμα, να φτάσουν προς το απόλυτο. Και να αποτρέψουν το αναπόφευκτο. «Ο θάνατος είναι αρρώστια, όπως κάθε άλλη. Και υπάρχει γιατρειά. Και θα την βρω», θα πει σε κάποια στιγμή ο Tom. Ποιά είναι λοιπόν η γιατρειά αυτής της αρρώστιας; Μπορεί να είναι η αγάπη; Ξεφεύγει κάτι από το θάνατο; Μπορεί η αγάπη να ξεφύγει από το θάνατο; Και, ακόμα περισσότερο, είναι αυτή που μπορεί να τον νικήσει;

Ίσως όχι σε αυτή τη ζωή. Ίσως όχι στην προηγούμενη, ίσως όχι στην επόμενη. Αλλά σε όλες μαζί, μπορεί. Αν είναι δυνατή, μπορεί να αντέξει στο διηνεκές, να ξεπεράσει το χώρο και το χρόνο και να ζήσει για πάντα, στην ψυχή αυτών που δεν μπορούν να την αφήσουν να φύγει. Θα ζει για πάντα, σε ένα χαραγμένο δαχτυλίδι, σε μια ανάμνηση, σε ένα σπασμένο κοντυλογράφο. Θα ζει για πάντα, σε ένα μισοτελειωμένο βιβλίο, που το τέλος του καλούμαστε να γράψουμε εμείς.

«Τελείωσέ το». Η προσταγή σε εμάς απευθύνεται. Δική μας είναι εντέλει η επιλογή. Ο Aronofsky μας έδειξε απλά το δρόμο για την «Πηγή της Ζωής». Εμείς όμως είμαστε αυτοί που θα επιλέξουμε αν θα βουτήξουμε ή όχι στα νερά της. Μια βουτιά προς το θάνατο του σώματος. Αλλά, ίσως, και προς την αθανασία της ψυχής.

Μαριάννα Ράντου